Εγκλήματα που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία (Α’ Μέρος)

 


Υπόθεση Παναγιώτη Φραντζή

Τα ξημερώματα της 25ης Ιουνίου του 1987 ένας συλλέκτης που έψαχνε στους κάδους σκουπιδιών στα κάτω Πατήσια για γραμματόσημα, ήρθε αντιμέτωπος με ένα αποτρόπαιο θέαμα. Σε μια από τις σακούλες ανακάλυψε ανθρώπινα μέλη! Ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία και έτσι ξεκίνησε η εξιχνίαση μιας από τις σκληρότερες δολοφονίες στα αστυνομικά χρονικά. Δράστης ήταν ο Παναγιώτης Φραντζής, 27 ετών. Θύμα, η 18χρονη σύζυγός του, Ζωή Γαρμανή, το πτώμα της οποίας βρέθηκε διαμελισμένο σε 11 κομμάτια.

Ο Παναγιώτης Φραντζής μεγάλωσε σε μια συνηθισμένη αστική οικογένεια της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος των Ελληνικών Διυλιστηρίων και η μητέρα του καθηγήτρια μουσικής. Ο ίδιος ήταν φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, ενώ παράλληλα δούλευε ως πλασιέ.Η γοητευτική Ζωή Γαρμανή ήταν μαθήτρια Λυκείου. Ο πατέρας της ήταν συνταξιούχος του δημοσίου και η μητέρα της ασχολούνταν με τα οικιακά.Η γνωριμία του Παναγιώτη και της Ζωής έγινε τον Οκτώβριο του 1985 σε μια καφετέρια, κοντά στο σχολείο της κοπέλας στην Πλατεία Κολιάτσου.«Είναι πανέμορφη, την ερωτεύτηκα και έτσι άρχισε ο δεσμός μας», εκμυστηρεύτηκε αργότερα ο Φραντζής, ο οποίος ακολουθούσε τη Ζωή ακόμα και στις οικογενειακές της διακοπές στη Ναύπακτο για να τη βλέπει κρυφά.

Το ζευγάρι όμως τσακωνόταν συχνά για ασήμαντους λόγους, με αποτέλεσμα τρεις μήνες μετά να χωρίσει. Ο Φραντζής τότε αρραβωνιάστηκε μια άλλη κοπέλα, προκαλώντας τη ζήλια της Ζωής, η οποία τον προέτρεψε να χωρίσει και να παντρευτούν. Όπως και έγινε.Ο γάμος τους έγινε τον Δεκέμβριο του 1986, ωστόσο οι καυγάδες δεν είχαν σταματήσει.

Ο πατέρας της κοπέλας ανέφερε στους δημοσιογράφους: «Η κόρη μου ήταν άπειρη. Ήταν ο πρώτος της άντρας. Αυτός τη ζήλευε υπερβολικά. Δεν την άφηνε να κάνει παρέα ούτε με φίλες της».

Ο Φραντζής από την πλευρά του υποστήριζε ότι η κοπέλα τον προκαλούσε με τη συμπεριφορά της: «Είχε έντονη φιλαρέσκεια. Της άρεσε να τραβάει πάνω της τις ματιές των αντρών, αλλά αυτή να μη δίνει σημασία. Η σχέση μας ήταν τρομερά δύσκολη».

 


Ο τελευταίος καυγάς

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου του 1987 το ζευγάρι βρισκόταν έξω και για μια ακόμα φορά άρχισε να διαφωνεί. Τελικά επέστρεψαν στο σπίτι τσακωμένοι.

Η κοπέλα ανέβηκε στο διαμέρισμά τους, ενώ ο άντρας της πήγε να παρκάρει το αυτοκίνητο. Όταν επέστρεψε, η Ζωή είχε κλειδώσει την πόρτα και δεν τον άφηνε να μπει. Μετά από ώρα κατάφερε να την πείσει να του ανοίξει.

Η λογομαχία που ακολούθησε δεν κράτησε για πολύ και όπως ισχυρίστηκε ο δράστης, συμφιλιώθηκαν και έκαναν έρωτα. Μετά ξέσπασε νέος καυγάς, τον οποίο -όπως είπε- προκάλεσε η γυναίκα του. Αυτός ήταν και ο τελευταίος καυγάς για τη Ζωή.

Ο Φραντζής έδωσε τη δική του εκδοχή λέγοντας:«Βγήκα εκτός εαυτού. Τα ‘χασα και δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα και την έσπρωξα με δύναμη στην άκρη του κρεβατιού, χτυπώντας το κεφάλι της, το οποίο έβγαλε και αίματα. Βρισκόμουνα, όπως αντιλαμβάνεστε σε πλήρη σύγχυση. Η Ζωή ήταν κάτω. Πλησίασα για να δω αν αναπνέει κι αν έχει σφυγμούς. Πιάνοντας το χέρι της, διαπίστωσα ότι δεν είχε σφυγμούς. Ήταν νεκρή».

Ο ιατροδικαστής όμως είχε άλλη άποψη, καθώς μετά την εξέταση του πτώματος αποφάνθηκε ότι ο θάνατος της κοπέλας είχε προκληθεί από ασφυξία.Ο δράστης την είχε στραγγαλίσει με τα χέρια του, ενώ και στο σώμα του ίδιου υπήρχαν σημάδια πάλης που οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η κοπέλα είχε προσπαθήσει να τον απωθήσει.

Η μακάβρια κατάληξη

Αφού διαπίστωσε τον θάνατο της γυναίκας του, ο Φραντζής αποφάσισε να εξαφανίσει το πτώμα και να ισχυριστεί ότι  Ζωή τον εγκατέλειψε.

Μετέφερε το άψυχο σώμα στη μπανιέρα και άρχισε να το τεμαχίζει με ένα κρητικό μαχαίρι, σουβενίρ από ταξίδι και ένα σφυρί.

Η απάνθρωπη διαδικασία κράτησε περισσότερες από τρεις ώρες. Μετά τη σύλληψη του κατέθεσε πως αυτή ήταν η χειρότερη νύχτα της ζωής του.

Η περιγραφή του σόκαρε ακόμα και τους έμπειρους αξιωματικούς των ανθρωποκτονιών:«Ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα. Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα. Όμως την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ».

Οι λεπτομέρειες του τεμαχισμού, όπως τις περιέγραψε ο ιατροδικαστής Λευκίδης ήταν σοκαριστικές. Της έβγαλε τα μάτια, της έκοψε τη μύτη, τα αυτιά και τα μαλλιά, ώστε να μην αναγνωρίζεται από κανένα.

 

Η αποκάλυψη

Όταν ολοκλήρωσε το μακάβριο έργο του, ο Φραντζής τοποθέτησε τα 11 μέλη του πτώματος σε σακούλες και τις πέταξε σε κάδους σκουπιδιών, σίγουρος ότι σε λίγη ώρα θα τους άδειαζε το απορριμματοφόρο και τα ίχνη θα εξαφανίζονταν για πάντα.Το σχέδιο του απέτυχε όταν ο συλλέκτης Κ. Βουζίκας ψάχνοντας για γραμματόσημα στα σκουπίδια, βρήκε μια από τις σακούλες.


Σοκαρισμένος ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία βρήκε σχεδόν όλα τα κομμάτια εκτός από το κεφάλι, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναγνωριστεί το θύμα.

Μια απόδειξη κρεοπωλείου που βρέθηκε σε μια από τις σακούλες, οδήγησε την αστυνομία στην περιοχή και τελικά στα ίχνη του ζεύγους Φραντζή. Όταν ο δολοφόνος πληροφορήθηκε την αποτυχία του σχεδίου του, αποφάσισε να παραδοθεί στην αστυνομία.

Η ομολογία και η δίκη του δράστη

Ο Παναγιώτης Φραντζής παρουσιάστηκε στην αστυνομία και ομολόγησε ότι είχε τεμαχίσει το πτώμα της συζύγου του, αλλά δεν παραδέχτηκε ότι τη σκότωσε. Επέμενε στον ισχυρισμό του ότι η κοπέλα τραυματίστηκε θανάσιμα χτυπώντας το κεφάλι της στο κρεβάτι. Η υπόθεση έγινε πρωτοσέλιδο σοκάροντας την κοινή γνώμη.

Η δημοσίευση από την εφημερίδα «Έθνος» της φωτογραφίας του ακέφαλου τεμαχισμένου πτώματος, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και καταγγελιών.

Κατά την αναπαράσταση του τεμαχισμού, ο Φραντζής άφησε άφωνο το πανελλήνιο όταν ρωτήθηκε, πως είχε καταφέρει να τεμαχίσει το πτώμα με τόση ακρίβεια:«Δεν είναι ανάγκη να δουλεύω σε κρεοπωλείο για να ξέρω. Είναι πολύ εύκολο. Δεν είναι τίποτα το δύσκολο, αρκεί να σημαδεύεις τις κλειδώσεις».

Η δίκη του δολοφόνου ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1988

Κατά την απολογία του ο Φραντζής επέμενε: «Δεν τη σκότωσα. Ήταν ατύχημα. Δέχομαι μόνο την προσβολή νεκρού. Δεν τη στραγγάλισα. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν έδειξα ψυχραιμία τη στιγμή που πέθανε η Ζωή. Φονιάς δεν είμαι εγώ και ούτε πρόκειται να γίνω». Η ιατροδικαστική έκθεση όμως, ήταν σαφής. Επρόκειτο για στραγγαλισμό.

Ο Φρανζής κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης κατά πλειοψηφία 5-2. Αυτοί που μειοψήφησαν ζητούσαν αυστηρότερη ποινή και θανατική καταδίκη.

Έμεινε στη φυλακή 18 χρόνια. Στο διάστημα αυτό έκανε χρήση της νομοθετικής ρύθμισης περί εκπαιδευτικών αδειών των κρατουμένων και πήρε το πτυχίο του στην ΑΣΟΕΕ. Τρεις φορές υπέβαλε αίτημα για  υφ’ όρον απόλυση, αλλά απορρίφθηκε από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Τελικά αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2005 από τις φυλακές Άγιας Χανίων «συνεπεία ευεργετικού υπολογισμού 2316 ημερών εργασίας και αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής του«.

Σήμερα θεωρείται ότι επανεντάχθηκε στο κοινωνικό σύνολο.


Υπόθεση Μαρίας Σαμπανιώτη

Το απόγευμα του Σαββάτου 18 Ιανουαρίου 1992, εφτά άτομα στον Πειραιά μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση, λόγω βαρύτατης τροφικής δηλητηρίασης.

Και οι επτά είχαν δοκιμάσει τηγανόψωμα και ψωμί από την ίδια ζύμη, την οποία είχε προσφέρει ως «δώρο» στις οικογένειες Μουστοπούλου και Κληματσά, η γειτόνισσά τους Μαρία Σαμπανιώτη, 56 ετών.


Ο έλεγχος από το Τοξικολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών σε υπολείμματα της ζύμης, στο ψημένο ψωμί και τα τηγανόψωμα, έδειξε ότι είχαν δηλητηριαστεί με παραθείο που χρησιμοποιούνταν σε γεωργικά φάρμακα και εντομοκτόνα.

Αντίθετα, το αλεύρι στο σπίτι της, με το οποίο είχε φτιάξει ψωμί για τη δική της οικογένεια, ήταν καθαρό χωρίς δηλητήριο.

Τρεις ημέρες μετά, η Σαμπανιώτη είπε στους αστυνομικούς ότι δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε το δηλητήριο στη ζύμη.«Δεν είμαι νέα νοικοκυρά. Δεν μπορώ να μπερδέψω το αλάτι με το δηλητήριο. Πήγα να κάνω ένα καλό και πως μπλέχτηκα έτσι, Θεέ μου!». Απογευματινή (23 Ιανουαρίου 1992).


Δηλητηριασμένοι ήταν ο 60χρονος Θόδωρου Μουστόπουλου, η σύζυγος του Ελένη και 33χρονος γιος τους Κώστας.Επίσης δηλητηριάστηκαν η 46χρονη Ειρήνη Κληματσά και ο 24χρονος γιος της Αντώνης.Σε κρίσιμη κατάσταση μεταφέρθηκαν επίσης δύο αλλοδαποί γείτονες: οι Γιάννης και Σουλτάν Μουραπτάνγιεφ.

Η αστυνομική έρευνα κατέληξε ότι η Σαμπανιώτη είχε κίνητρο. Ήθελε να παντρέψει τις κόρες της με τον Κώστα Μουστόπουλο και τον Αντώνη Κληματσά.

Εκείνοι αρνήθηκαν και δηλητηρίασε τις οικογένειες για να εκδικηθεί. Οι αλλοδαποί έτυχε να είναι φιλοξενούμενοι και έφαγαν από τη μοιραία ζύμη

Η Σαμπανιώτη αρνήθηκε τις κατηγορίες και υποστήριξε ότι κάποιος είχε «βάλει στο μάτι» την οικογένειά της και έριξε το δηλητήριο στη ζύμη, όταν έλειπε για ψώνια στο σούπερ μάρκετ.«Η κόρη μου, μου ζήτησε να πάμε στα μαγαζιά.

Για να μη χαλάσει το ζυμάρι το πήγα εγώ στην οικογενειακή μας φίλη Ελένη Μουστοπούλου και το υπόλοιπο ζυμάρι το πήγα στην Ειρήνη Κληματσά, για να φτιάξει κι εκείνη ψωμί», ισχυρίστηκε.

Υπέδειξε μάλιστα ως ύποπτη τη γειτόνισσά της Αγάπη Κοασίδου, η οποία εκείνη τη μέρα βρισκόταν στην Κόρινθο. Άφησε όμως υπαινιγμούς και για την κόρη της, Ελισάβετ!

Εισαγγελέας: «Είναι πιο επικίνδυνη και από τον Ρωχάμη»

Πρώτος υπέκυψε ο Θόδωρος Μουστόπουλος. Στις 6 Μαίου η Ειρήνη Κληματσά και στις 7 Ιουνίου ο 24χρονος γιος της Αντώνης, ομογενείς από το Καζακστάν που είχαν έρθει πριν από δέκα μήνες στην Ελλάδα.Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1993 και ο εισαγγελέας Σταύρος Μαντακιοζίδης, που την αποκάλεσε «νέα Φραγκογιαννού» (από τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη), ήταν καταπέλτης: «Μέσα στην ψυχή της έκρυβε μεγάλο μίσος. […] Προσπάθησε να εξολοθρεύσει -και το έκανε- δύο οικογένειες. Φαινομενικά μοιάζει αθώα. Αν αφεθεί ελεύθερη, όμως, θα αποτελέσει μεγαλύτερο κίνδυνο και από τον Ρωχάμη!»


Στις 3 Μαίου το δικαστήριο την έκρινε ένοχη και την καταδίκασε σε τρεις φορές ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη.

Η Σαμπανιώτη ξέσπασε σε λυγμούς, φωνάζοντας: «Δεν έχω κάνει τίποτα, Καν΄ τε μου τον ορό της αλήθειας».

Την επομένη, δημοσιογράφοι επισκέφθηκαν την Ελένη Μουστοπούλου στην παθολογική κλινική του Γενικού Κρατικού. Η 57χρονη γυναίκα είπε ότι η Μαρία πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι της κι από την αρχή της είχε πει πως ήθελε τον γιο της τον Κώστα, για γαμπρό. Εκείνη της είχε απαντήσει ότι ήταν πολύ νωρίς για γάμους.

«Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, είχε έρθει για να μ’ ευχαριστήσει, είπε, κι έφερε τη ζύμη για να φτιάξω τηγανόψωμα για τα παιδιά. Ο γιος μου είχε καλεσμένους δύο φίλους του από τη Ρωσία, τους Σουλτάν και Γιάννη. Κατά τις 4 αρχίσαμε να τρώμε και κατά τις 5 πέσαμε όλοι κάτω σαν κοτόπουλα» (Ελεύθερος Τύπος, 25 Ιανουαρίου 1992).

Το 2011 η Μαρία Σαμπανιώτη βγήκε από τις φυλακές του Ελαιώνα Θηβών, έχοντας εκτίσει ποινή 17 χρόνων για το θάνατο τριών ανθρώπων και την απόπειρα δολοφονίας άλλων τεσσάρων.

Ακόμη και μετά την αποφυλάκισή της, η Μαρία Σαμπανιώτη επέμενε ότι είναι αθώα.«Εγώ με τη συνείδησή μου είμαι καλά. Δεν έχω κάνει κάτι για να μετανιώσω. Δεν ήμουν εγώ αυτή που έβαλε το δηλητήριο μέσα στα τηγανόψωμα».

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Δηλητήριο» της σειράς Ανατομία ενός εγκλήματος αλλά και το επεισόδιο «Αρραβωνιάσματα» της σειράς 10η εντολή.


Υπόθεση Θεόφιλου Σεχίδη

Το «σοκ ήταν πανελλήνιο» και ήταν από τις λίγες φορές που η φράση δεν ήταν μια τις συνηθισμένες δημοσιογραφικές υπερβολές.

Ο Σεχίδης διέπραξε ένα έγκλημα πέρα από τα συνηθισμένα – για τα ελληνικά δεδομένα – και φυσικά χωρίς καμία αφορμή ή αιτία.

Οι δολοφονίες συνέβησαν στη Θάσο τον Μάιο του 1996 και αποκαλύφθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους, δηλαδή δυόμισι μήνες αργότερα, ύστερα από καταγγελία για εξαφάνιση των θυμάτων.

Τότε, ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής.

Ο πατέρας του, Δημήτρης, ήταν δάσκαλος και η μητέρα του, Μαρία,  ήταν νοικοκυρά. Η μεγαλύτερη αδελφή του, η Ερμιόνη, έπασχε από σχιζοφρένεια.

Η Ελένη Σεχίδη, γυναίκα του θείου του Θεόφιλου, κατήγγειλε στη βελγική αστυνομία ότι είχε χάσει τα ίχνη του άντρας της, όπως και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας.

Επανειλημμένως είχε επιχειρήσει να επικοινωνήσει μαζί του, αλλά μάταια, ενώ στο τηλέφωνο του σπιτιού απαντούσε σταθερά ο Θεόφιλος, ο οποίος της έλεγε πως έλειπαν όλοι στο εξωτερικό.

Οι αστυνομικές αρχές του Βελγίου τότε δεν είχαν βρει επαρκή στοιχεία για να συνεχίσουν την έρευνα και μάλιστα στην Ελλάδα.

Έτσι, λίγο καιρό μετά, η Ελένη Σαχίδη ταξίδεψε στη Φλώρινα, απ΄ όπου καταγόταν η οικογένεια, προσπαθώντας να εντοπίσει τα ίχνη του άντρα της.

 


Στις 3 Αυγούστου πήγε και ο δράστης του εγκλήματος στη Φλώρινα, ο οποίος «έπαιζε θέατρο» αναζητώντας δήθεν τη μάνα του, τον πατέρα του, την αδερφή του και τον θείο του, ρωτώντας με αγωνία τους χωριανούς, τους συγγενείς και τους φίλους.

Ωστόσο, η θεία του άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Θεόφιλο.

Γνώριζε βέβαια ότι ήταν κάπως ιδιόρρυθμος, αλλά η συμπεριφορά του ήταν εντελώς αλλοπρόσαλλη.

Λίγους μέρες νωρίτερα, στις 21 Ιουλίου σε έλεγχο που είχε γίνει στο αυτοκίνητό του στην περιοχή της Καβάλας, είχαν βρεθεί μια κοντόκανη καραμπίνα, ένα κυνηγετικό όπλο και φυσίγγια.

Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε δεκάμηνη φυλάκιση και πρόστιμο 700.000 δρχ., με τριετή αναστολή λόγω του γεγονότος ότι είχε λευκό ποινικό μητρώο και αφέθηκε ελεύθερος.

Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως, κατά την εξέτασή του, ο Σεχίδης δεν μπορούσε να δώσει πειστικές απαντήσεις για το πού βρίσκονται οι πέντε συγγενείς του, ενέτεινε τις υποψίες των αστυνομικών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης ότι πιθανώς σχετίζεται με την εξαφάνισή τους. Άλλωστε έπεφτε και σε συχνές αντιφάσεις.

Οικογένεια Σεχίδη

Στις 8 Αυγούστου οι αρχές συνέλαβαν τον Θεόφιλο Σεχίδη και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, ως ύποπτο για τη δολοφονία των πέντε μελών της οικογένειας.

Ύστερα από πολύωρη ανάκριση ο δράστης ομολόγησε ότι σκότωσε τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, τον θείο και τη γιαγιά του.

«Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» δήλωσε, αρχικά, στους εμβρόντητους αξιωματικούς της αστυνομίας και αργότερα πρόσθεσε: «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα για να μην με ξεκάνουν».

Τα θύματα της δολοφονίας

Το χρονικό των δολοφονιών

Ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της 19ης Μαΐου, στην περιοχή της αρχαίας ακρόπολης της Θάσου στην περιοχή του Λιμένα. Ο Θεόφιλος Σεχίδης πήγε εκεί με τον θείο του Βασίλη για να συζητήσουν.

Ωστόσο, η συζήτηση έγινε έντονη και οι δύο τους άρχισαν να τσακώνονται: «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», υποστήριξε ο δράστης.

Στη συνέχεια είπε πως έκρυψε το πτώμα σε κάτι θάμνους.

Μετά έφυγε, αγόρασε ένα καινούριο πουκάμισο και ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο και πήγε σπίτι να περιμένει τους υπόλοιπους της οικογένειας.

Γύρω στις 7:30 της ίδιας μέρας μπήκε στο σπίτι ο πατέρας του Θεόφιλου, ο Δημήτρης, και τότε ξέσπασε νέος καυγάς.«Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα», είπε. «Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα μ’ ένα μαχαίρι».

Λίγο μετά, μπήκε στο σπίτι και η μητέρα του Μαρία.«Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», είπε ο Σεχίδης, αλλά ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι είχε κι αυτή πυροβοληθεί στο κεφάλι.

Ακολούθησε η αδελφή του Έμμυ, που είχε ακούσει την φασαρία, μπήκε στο σαλόνι, κρατώντας ένα τασάκι για να αμυνθεί.

Ο Σεχίδης υποστήριξε πως κρατούσε και αυτή μαχαίρι. «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο», συμπλήρωσε.

Ο Θεόφιλος Σεχίδης μετέφερε τα πτώματα στο υπνοδωμάτιο, σκούπισε τα αίματα και έπεσε για ύπνο.

Την άλλη μέρα το πρωί έφτασε στο σπίτι η γιαγιά του. Και για αυτή υποστήριξε ότι κινήθηκε εναντίον του, οπότε την ακινητοποίησε και της έκοψε το λαιμό.

Αμέσως μετά τεμάχισε τα πτώματα ακούγοντας Τσαϊκόφσκι και τα τοποθέτησε σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Παράλληλα έκοψε τα κρανία με σιδεροπρίονο και αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων, τους τοποθέτησε σε πιάτο και τους έβαλε στο ψυγείο, με σκοπό να τους μελετήσει και μετά να τους φάει για να τους τιμωρήσει.

Ο ίδιος είπε χαρακτηριστικά: «Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο…».

Επί τρεις ημέρες με το φέρι μποτ της γραμμής Θάσου- Κεραμωτής, μετέφερε τις σακούλες με τα διαμελισμένα κορμιά των συγγενών στην Καβάλα.

Όταν νύχτωνε πήγαινε στο σκουπιδότοπο της Πέρνης και έθαβε τις σακούλες.

Η δίκη

Με τη δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος του, ο Θεόφιλος Σεχίδης οδηγήθηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Καβάλας.

Η δίκη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας.

Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια για τις ανθρωποκτονίες κατά συρροή και σε ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και για περιύβριση νεκρού.

Την Δευτέρα 12 Αυγούστου, ο Θεόφιλος Σεχίδης μεταφέρθηκε στις Δικαστικές Φυλακές Κομοτηνής, όπου για προληπτικούς λόγους τοποθετήθηκε στην απομόνωση.

Από τους αστυνομικούς ζήτησε μόνο «να ακούει Μπαχ ή αν αυτό δεν είναι εφικτό, κλασική μουσική και να διαβάζει βιβλία».

Λίγο πριν από τον Σεπτέμβρη του 1997 μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό για ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς παρουσίασε ψυχολογικές διαταραχές και δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον.

Η γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, στην οποία υποβλήθηκε, έδειξε «εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά».

Στις 12 Φεβρουαρίου 2019, ο Θεόφιλος Σεχίδης πέθανε από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 47 χρόνων.

Σε αυτή την υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο «Δεσμοί αίματος» της σειράς Κόκκινος Κύκλος.


Υπόθεση Νίκου Σεργιανόπουλου

Τετάρτη 7.40 το πρωί της 4ης Ιουνίου του 2008. Μετεώρων 14 στο Παγκράτι. Ο γνωστός ηθοποιός Νίκος Σεργιανόπουλος, ο ζεν πρεμιέ της ελληνικής τηλεόρασης, έχει βρεθεί κατακρεουργημένος με 21 μαχαιριές, μέσα στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι. Η είδηση μεταδίδεται αστραπιαία και αναστατώνει τον καλλιτεχνικό κόσμο και όχι μόνο.

Οι περισσότεροι γείτονες είναι σοκαρισμένοι από το τραγικό συμβάν και κυρίως οι ένοικοι της πολυκατοικίας και ο ψιλικατζής από τον οποίο αγόραζε τσιγάρα ο Νίκος Σεργιανόπουλος.

Ακόμα πιο σοκαρισμένη ήταν η αλλοδαπή οικιακή βοηθός, η οποία είχε πάει λίγο μετά τις 7 το πρωί στο σπίτι για να δουλέψει, όπως έκανε κάθε φορά και είχε βρει τον ηθοποιό σφαγμένο και πνιγμένο στα αίματα- ένα αποτρόπαιο θέαμα.

Αργότερα και αφού ολοκληρώθηκαν οι έρευνες της εγκληματολογικής υπηρεσίας, ανέβηκα κι εγώ στον 5ο όροφο της πολυκατοικίας, όπου διέμενε ο ηθοποιός από παλιά, γύρω στα 15 χρόνια.

Ο 56χρονος ηθοποιός ήταν πεσμένος στο σαλόνι ολόγυμνος και κατασφαγμένος. Έφερε τραύματα από μαχαίρι, στον λαιμό τη θωρακική χώρα, την κοιλιά και την ωμοπλάτη, ενώ ο προϊστάμενος της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, Φίλιππος Κουτσάφτης, που είχε εξετάσει νωρίτερα το πτώμα, διαπίστωσε ότι έφερε επιπλέον και αμυντικά τραύματα στα χέρια, πράγμα που σημαίνει ότι το θύμα είχε παλέψει με τον δράστη, χωρίς όμως να καταφέρει να του ξεφύγει.

Στην ιατροδικαστική έκθεσή του, ο Φ. Κουτσάφτης αναφέρει ανάμεσα στα άλλα: «Το πτώμα βρέθηκε γυμνό επί του δαπέδου σε ύπτια θέση και κάμψη των γονάτων. Η πρόσθια επιφάνεια του σώματος φέρει μεγάλη ποσότητα ξηρού αίματος και μικρών αιμοπηγμάτων». Σε άλλο σημείο αναφέρει: «Ελήφθησαν αίμα και ούρα για τοξικολογική εξέταση.

Διαπιστώθηκε: 1. στο βιολογικό υλικό η παρουσία κοκαΐνης και μεταβολιτών της 2. στο βιολογικό υλικό η παρουσία αναλγητικού φαρμάκου 3. στα ούρα η παρουσία αντικαταθλιπτικού φαρμάκου καθώς και αντιψυχωσικά και βλεννολυτικά φάρμακα 4. στα ούρα η παρουσία προϊόντων μεταβολισμού της κάνναβης.

Και καταλήγει: «Αιτία θανάτου πολλαπλά τραύματα του λαιμού του θώρακος και της κοιλιάς δια νύσσοντος άμα και τέμνοντος οργάνου προκληθέντα».


Τα ευρήματα των ερευνών

Τα ευρήματα της εγκληματολογικής υπηρεσίας ήταν αρκετά και ενδιαφέροντα. Ειδικότερα, το μαχαίρι που χρησιμοποίησε ο δράστης βρέθηκε στο συρτάρι της κουζίνας πλυμένο, σκουπισμένο και με στραβωμένη τη λάμα. Αυτό το μαχαίρι αποτελούσε τεμάχιο, ενός σετ όμοιων μαχαιριών μέσα σε ξύλινη βάση, που ήταν τοποθετημένη στον πάγκο του νεροχύτη.

Από τη διερεύνηση των χώρων παρατηρήθηκαν αιματηρά πελματικά αποτυπώματα γυμνού ποδιού στον χώρο, από το σημείο όπου βρέθηκε πεσμένος ο ηθοποιός, έως και το μπάνιο. Επίσης εντοπίστηκαν ίχνη αίματος στην κουρτίνα της μπανιέρας, στον νιπτήρα και σε μια πετσέτα, κάτι που σημαίνει ότι ο δράστης είχε επιχειρήσει να πλύνει και να σκουπίσει τα αποτυπώματα του.

Είχαν ερευνηθεί όλοι οι χώροι, πράγμα που προκύπτει από τα συρτάρια και από τα αντικείμενα στα ράφια και τις ντουλάπες που ήταν πεσμένα στο πάτωμα.

Έλειπαν το κινητό τηλέφωνο του ηθοποιού και οι δύο υπολογιστές του, όπως είπε στους αστυνομικούς η οικιακή βοηθός, που γνώριζε πολύ καλά τα αντικείμενα που υπήρχαν στο διαμέρισμα.

Κατά την έρευνα βρέθηκαν ακόμα και διάφορες ποσότητες λευκής και καφέ σκόνης, καθώς και ποσότητα φυτική ουσίας, οι οποίες συγκεντρώθηκαν και στάλθηκαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους για εξέταση, προκειμένου να εξακριβωθεί αν επρόκειτο για ναρκωτικές ουσίες.

Ως προς την είσοδο του διαμερίσματος, διαπιστώθηκε ότι αυτή ήταν παραβιασμένη όχι απ’ έξω, αλλά από μέσα, πράγμα που καταδεικνύει ότι δράστης και θύμα είχαν εισέλθει μαζί ή είχαν ραντεβού στο σπίτι του ηθοποιού. Διερευνήθηκε επίσης το αυτοκίνητο του Σεργιανόπουλου, ένα Audi, καθώς επίσης και το σκάφος του με το όνομα «ΠΕΤΡΟΣ- ΕΛΕΝΑ», όπου ανάμεσα στα άλλα βρέθηκαν και υπολείμματα ουσιών που στάλθηκαν για εξέταση.

Ζητήθηκε και άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του για να διαπιστωθεί με ποιον ή με ποιους είχε συνομιλήσει τις τελευταίες ώρες.

Με αυτά τα δεδομένα οι αστυνομικοί της δίωξης ανθρωποκτονιών άρχισαν εκτεταμένες έρευνες και αναζητήσεις για τη διαλεύκανση της στυγερής δολοφονίας. Δεκάδες άτομα κλήθηκαν στην ασφάλεια και εξετάστηκαν, τα περισσότερα από αυτά αλλοδαποί.

Από την προανάκριση προέκυψε ότι ο Σεργιανόπουλος ήταν χρήστης ναρκωτικών και συνήθιζε να συνάπτει εφήμερες ερωτικές σχέσεις με αλλοδαπούς άντρες, τους οποίους γνώριζε τυχαία σε διάφορες περιοχές της Αθήνας και τους προσκαλούσε σπίτι του για ερωτικές συνευρέσεις.

Η εξιχνίαση του εγκλήματος και η ομολογία του δράστη

Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν χωρίς οι εκτεταμένες έρευνες της ασφάλειας στις πλατείες της Αθήνας, όπου βρίσκονται τα στέκια των ατόμων που διατίθενται για εφήμερες φιλίες, να φέρνουν κάποιο αποτέλεσμα. Όλοι λέγαμε τότε, ότι κι αυτό το έγκλημα θα έμενε ανεξιχνίαστο σαν του μακαρίτη του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, επειδή από το σπίτι του συμπαθέστατου ηθοποιού περνούσαν αρκετοί εφήμεροι φίλοι.

Πενήντα μια ημέρες μετά τη δολοφονία η ασφάλεια κατόρθωσε να εξιχνιάσει το έγκλημα και να συλλάβει τον δράστη. Όπως ανακοινώθηκε, επρόκειτο για τον Γεωργιανό Ντέιβιντ Μουρτικνέλι 30 χρόνων, ο οποίος έμενε παράνομα στη χώρα μας.

Στον εντοπισμό του δράστη συνέβαλε τα μέγιστα η εγκληματολογική υπηρεσία, στα εργαστήρια της οποίας ταυτοποιήθηκαν δακτυλικά, παλαμικά και πελματικά αποτυπώματα του Μουρτικνέλι.

Η σύλληψή του έγινε από μία από τις ομάδες που είχαν εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό σε διάφορες της Αθήνας. Οι αστυνομικοί τον εντόπισαν και τον συνέλαβαν στη συμβολή των οδών Πατησίων και Ανάφης.

Στην Ασφάλεια όπου οδηγήθηκε και μπροστά στα στοιχεία που προέκυψαν, δεν μπορούσε παρά να παραδεχτεί τις πράξεις του. Ομολόγησε ότι αυτός είχε σκοτώσει τον Σεργιανόπουλο, επειδή ο ηθοποιός του ζήτησε στο κρεβάτι να έχει παθητικό ρόλο.Εδώ είναι ανάγκη να επισημάνω ότι αυτόν τον ισχυρισμό τον έχω συναντήσει πολλές φορές σε αυτού του είδους τα εγκλήματα.

Η περιγραφή του εγκλήματος

Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της αστυνομίας, ο Γεωργιανός είπε ότι τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Ιουνίου του 2008, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Βικτωρίας με σκοπό να πάει στο Πέραμα, όπου δούλευε, συναντήθηκε με τον Σεργιανόπουλο, ο οποίος του πρότεινε να κάνουν χρήση κοκαΐνης μέσα στο αυτοκίνητό του.

Αφού μπήκαν μέσα, ο ηθοποιός του πρότεινε να πάνε στο σπίτι του και να κάνουν εκεί χρήση κοκαΐνης με την ησυχία τους, πράγμα που δέχτηκε ο Μουρτικνέλι. Ο Σεργιανόπουλος του είπε μάλιστα ότι θα καλούσαν και κοπέλες και θα περνούσαν πολύ καλά όλοι μαζί. Από την πλατεία Βικτωρίας τράβηξαν για το Παγκράτι, όπου έμενε ο Σεργιανόπουλος.

Καθ’ οδόν ο ηθοποιός αγόρασε μπίρες και τσιγάρα γιατί, όπως είπε στον Μουρτικνέλι, του είχαν τελειώσει. Όταν έφτασαν στο διαμέρισμα κάθισαν στο καθιστικό και έκαναν χρήση ναρκωτικών. Στη συνέχεια πέρασαν στο σαλόνι και όπως είχε πει ο ηθοποιός, επρόκειτο να έλθουν από ώρα σε ώρα και οι κοπέλες. Ενώ περίμεναν τις κοπέλες ξεντύθηκαν και έμειναν με τα εσώρουχα τους για να συνευρεθούν ερωτικά.

Σύμφωνα με όσα ισχυρίστηκε στην απολογία του στην ασφάλεια ο 30χρονος δράστης, η σκηνή του φόνου έγινε ως εξής:«Ο Σεργιανόπουλος σε κάποια φάση άρπαξε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και μου ζήτησε να μου κάνει εκείνος σεξ.

Εγώ αντέδρασα γιατί δεν είμαι παθητικός και με έθιξε. Κατάφερα να του πάρω το μαχαίρι και άρχισα να τον μαχαιρώνω σε διάφορα σημεία του σώματός του. Όταν σωριάστηκε κάτω, κατευθύνθηκα προς το μπάνιο για να πλυθώ επειδή είχα γεμίσει αίματα. Έπλυνα το μαχαίρι και το τοποθέτησα στο συρτάρι της κουζίνας».

Το κατά πόσο έχουν βάση οι ισχυρισμοί του δράστη για το παθητικό σεξ, αυτό κανένας δεν μπορεί να το γνωρίζει δεδομένου ότι δεν υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας. Ο δράστης είπε επίσης ότι πριν φύγει από το διαμέρισμα ερεύνησε όλους τους εσωτερικούς χώρους για να θεωρήσει η αστυνομία ότι είχε γίνει ληστεία και να αποπροσανατολιστούν οι έρευνες.

Παραδέχτηκε ότι φεύγοντας είχε πάρει 100 ευρώ από το πορτοφόλι του θύματος, δύο φορητούς υπολογιστές, το κινητό του ηθοποιού και τα κλειδιά του σπιτιού και του αυτοκινήτου του. Οι δύο υπολογιστές βρέθηκαν στο σπίτι του 30χρονου, ενώ για το κινητό ισχυρίστηκε ότι το είχε πουλήσει σε άγνωστο άτομο. Για τα κλειδιά είπε, ότι τα πέταξε σε κάδο απορριμμάτων φεύγοντας και στο σπίτι του πήγε τελικά με ταξί.

Με τη δικογραφία που σχημάτισε η ασφάλεια ο δράστης παραπέμφθηκε στην εισαγγελία, όπου του ασκήθηκε ποινική δίωξη και οδηγήθηκε στις φυλακές.

Ο Νίκος Σεργιανόπουλος είχε γεννηθεί στις 24 Σεπτεμβρίου του 1952.


Υπόθεση μικρής Άννυ

Δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου την μοναδική στα ελληνικά χρονικά κτηνωδία στην υπόθεση δολοφονίας και τεμαχισμού του πτώματος της μικρής Άννυ Μπορίσοβα  από τον ίδιο της τον πατέρα, τον 27χρονο Βούλγαρο Στάνισλαβ ή Σάββα Μπαγκατζίεν.

Οι άντρες της Ασφάλειας Αττικής είχαν από την πρώτη στιγμή υποψιαστεί τον πατέρα ως τον φυσικό αυτουργό μίας ενδεχόμενης δολοφονίας και εξαφάνισης της σορού της άτυχης 4χρονης. Οι αστυνομικοί του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων και του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής εντόπισε τον κύκλο των ατόμων που επισκέπτονταν συχνά τον πατέρα της μικρής στο διαμέρισμα της Μιχαήλ Βόδα και τους πήραν καταθέσεις, μεταξύ αυτών και έναν ομοεθνή του που έμενε συχνά στο σπίτι και ο οποίος είχε γνώση για την υπόθεση.

Κλιμάκιο αστυνομικών τον εντόπισε στην Βουλγαρία όπου είχε διαφύγει και του πήραν κατάθεση το περασμένο Σάββατο, όπου σύμφωνα με όσα υποστήριξε, υπέδειξε τον πατέρα ως τον δολοφόνο, ενώ το ζευγάρι τον επισκέφτηκε στη Βουλγαρία κατά το ταξίδι αστραπή που πραγματοποίησαν με την άφιξη της Μπορίσοβα στην Αθήνα, πριν εκείνη πάει να δηλώσει την δήθεν εξαφάνιση της κόρης της Αστυνομικό Τμήμα της Ομόνοιας.

 


Η μητέρα της 4χρονης Άννυ έκανε λόγο στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ» για την ύπαρξη ενός ομοεθνή τους που έμενε συχνά στο σπίτι της Μιχαήλ Βόδα με το όνομα «Nicky». Ο κατά καιρούς συγκάτοικος του παιδοκτόνου πατέρα, κατά την κατάθεσή του στους αστυνομικούς, φέρεται να είπε, πως όπως του ομολόγησε ο ίδιος ο πατέρας της Άννυ, όταν συνήλθε από χρήση ναρκωτικών, αντιλήφθηκε στο πάτωμα νεκρή την κόρη του και άρχισε να την τεμαχίζει σε πολλά κομμάτια και ύστερα τα έβρασε και τα πέταξε στη λεκάνη και σε κάδους απορριμμάτων.

 Μάλιστα του παραδέχτηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι χτυπούσε συχνά το παιδάκι, ενώ ήρθε σε συνεννόηση με την σύντροφό του για να καταγγείλουν στις Αρχές την δήθεν εξαφάνιση της Άννυ.Στο σπίτι της Μιχαήλ Βόδα, όπου δολοφονήθηκε και μαρτύρησε η μικρή Άννυ, κλιμάκιο των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων εντόπισε αίμα της 4χρονης σε μικρές ποσότητες στον χώρο και στην λεκάνη. Ο πατέρας της φέρεται να την σκότωσε με άγνωστο μέχρι στιγμής τρόπο, ενώ ισχυρίστηκε κατά την ομολογία του ότι δήθεν το παιδάκι ήταν άρρωστο τις ημέρες του Πάσχα (σχεδόν 10 ημέρες έως τη δήλωση εξαφάνισης), σηκώθηκε το βρήκε νεκρό και για να μην θεωρηθεί υπεύθυνος για αυτό, το τεμάχισε σε μικρά κομμάτια όπως είπε και το εξαφάνισε, βράζοντας το μαζί με άλλα υλικά για να μοιάζει με φαγητό και σκόρπισε τα κομμάτια του άλλα στην λεκάνη και άλλα σε σακούλες και στη συνέχεια σε διάφορους κάδους, με τρόπο που ακόμα και αν τα ανακάλυπτε κάποιος να νόμιζε ότι ήταν πεταμένο φαγητό.

Ποινή ισόβιας κάθειρξης επέβαλε το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο στον πατέρα της μικρής Άννυ, Στάνισλαβ Μπακατσίεφ, για τη φρικτή δολοφονία και τον τεμαχισμό του παιδιού τον Απρίλιο του 2015.Το δικαστήριο ωστόσο, κήρυξε αθώα τη μητέρα της 4χρονης για το αδίκημα της θανατηφόρου έκθεσης ανήλικου σε κίνδυνο.

Η μητέρα είχε καταδικασθεί πρωτόδικα σε κάθειρξη έξι ετών με αναστολή. Στο άκουσμα της αθωωτικής απόφασης, η μητέρα της Άννυ ξέσπασε σε λυγμούς και αποχώρησε από τη δικαστική αίθουσα. Στον τρίτο κατηγορούμενο, Νικολάι Αχμέντοφ, επιβλήθηκε κάθειρξη 9 ετών και αναμένεται να αποφυλακιστεί άμεσα. Σε πρώτο βαθμό ο Αχμέντοφ είχε καταδικασθεί και εκείνος σε ισόβια, ωστόσο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της έμπρακτης μεταμέλειας, με αποτέλεσμα η ποινή του να πέσει στα εννέα έτη κάθειρξης.

Σε λίγο καιρό ο Αχμέντοφ αναμένεται να βρεθεί εκτός φυλακής καθώς έχει εκτίσει ένα μέρος της ποινής του καθώς σύμφωνα με τον δικηγόρο του, κάνει «μεροκάματα» στις φυλακές των Γρεβενών όπου κρατείται.

Από την πλευρά του ο πατέρας της Άννυ μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας του δικαστηρίου απευθύνθηκε στην πρόεδρο και τη ρώτησε: «Από πού προκύπτει ότι εγώ σκότωσα το παιδί μου; Θα έπρεπε να έχω ένα κίνητρο. Να μου απαντήσετε». Ο πρόεδρος της έδρας απάντησε: «Θα το δείτε στην απόφασή μας», με τον πατέρα της Άννυ να δηλώνει: «Λυπάμαι για σας».

Είχε ζητήσει την ενοχή του ο εισαγγελέας

Ο εισαγγελέας του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου είχε ζητήσει την ενοχή του πατέρα της Άννυ, επισημαίνοντας κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του πως «στα 36 χρόνια που είμαι στην εισαγγελική έδρα και υπηρετώ τη Δικαιοσύνη, η παρούσα υπόθεση είναι πρωτοφανής. Δεν έχω συναντήσει τέτοια περίπτωση. Κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης ένα κοριτσάκι 4 χρόνων που αντί να βρίσκεται στη θαλπωρή της πατρικής και μητρικής στοργής, είδε το κακό πρόσωπο από πολύ νωρίς. Είδε τους γονείς χώρια, με αντιπαλότητες μεταξύ τους και παρά την προσπάθεια να προσφέρουν όλα όσα επιθυμεί ένα παιδί, κάποια στιγμή αφαιρέθηκε η ζωή του πολύ νωρίς».«Πραγματικά μετά την πρώτη ανάγνωση της δικογραφίας, την έκλεισα, την άφησα και μετά από 15 μέρες την ξαναείδα. Δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν τέτοιες πράξεις.  Αφού πέρασα τη δοκιμασία του ανθρώπου και του πατέρα, είδα τα πράγματα όπως τα βλέπει ο εισαγγελικός λειτουργός. Κάνεις εισαγγελέας δε χαίρεται όταν προτείνει καταδίκες κι επιβάλλει βαριές ποινές» ανέφερε ο εισαγγελέας.

Επίσης εμφανίστηκε πεπεισμένος πως ο Μπακαρτζίεφ είναι ένοχος για τη δολοφονία και τον τεμαχισμό της 4χρονης. Ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του κατηγορουμένου για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, περιύβρισης νεκρού, αναφέροντας ότι το παιδί το τεμάχισε με το ίδιο μαχαίρι που το σκότωσε:«Στις 8 Απριλίου 2015, χάθηκε η ζωή ενός παιδιού. Από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, κατά την άποψή μου υπαίτιος του θανάτου της Άννυ ήταν η συμπεριφορά και η πράξη που τέλεσε ο πατέρας της. Όχι μόνο τα στοιχεία, αλλά και η ηθική λογική εκεί μας οδηγεί. Δε στέκει με τη λογική ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι είδε το παιδί μελανιασμένο κι έκρινε σαν ιατροδικαστής ότι είναι νεκρό, γιατί το σκότωσε ο ίδιος με το ίδιο μαχαίρι που το τεμάχισε.

Στο χώρο εκείνο τελέστηκε το έγκλημα. Οι τοίχοι και τα πατώματα είχαν αίματα. Εκεί έγινε η δολοφονία και ο τεμαχισμός της Άννυ. Ο ισχυρισμός περί αναρρόφησης είναι υπερασπιστικός. Αφού λοιπόν το σκότωσε, ήθελε να εξαφανίσει τα ίχνη του κι έκρινε ότι πρέπει να το τεμαχίσει και να το βάλει σε σακούλες. Υπήρχε λόγος να εξαφανίσει το πτώμα αν δεν ήταν υπαίτιος του θανάτου της; Δε μου μένει καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος σκότωσε την κόρη του και στη συνέχεια την τεμάχισε».

Αντίθετα, ο εισαγγελέας ζήτησε την απαλλαγή της μητέρας της Άννυ καθώς «δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της θανατηφόρου έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο. Δεν προέκυψε ότι γνώριζε ότι έθετε το παιδί της σε κίνδυνο, αφήνοντάς το στον πατέρα του».

Παράλληλα ο εισαγγελέας ζήτησε την απαλλαγή του φίλου του πατέρα της Άννυ για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, ζητώντας να κηρυχθεί ένοχος για περιύβριση νεκρού καθώς εμφανίστηκε βέβαιος ότι συμμετείχε στον τεμαχισμό:«Το πτώμα δεν είχε βρεθεί και δεν θα υπήρχε καμία υποψία ότι συνέβη κάτι στο σπίτι, εάν ο κατηγορούμενος δεν έλεγε όσα του είχε εκμυστηρευτεί ο πατέρας της Άννυ, ότι δηλαδή το σκότωσε και το τεμάχισε. Κάνεις μας δε θα ήταν εδώ σήμερα. Θα ήταν ένα από τόσα παιδιά που εξαφανίζονται. Από τα λεγόμενα του πατέρα της Άννυ δεν συμμετείχε στην ανθρωποκτονία. Φρονώ ότι παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του, συμμετείχε στον τεμαχισμό της Άννυ. Να κηρυχθεί ένοχος για αυτό και φαίνεται οπλοχρησία και να απαλλαγεί για την ανθρωποκτονία από πρόθεση».

Υπόθεση Αριστείδη Παγκρατίδη- Ο «Δράκος του Σέιχ Σου»

Ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταδικάστηκε ως «δράκος του Σέιχ Σου», για μια σειρά δολοφονιών και ληστρικών επιθέσεων σε ζευγάρια στο δάσους του Σέιχ Σου το 1959. Δεν αποδείχθηκε ποτέ η ενοχή του. Η υπόθεση καταχωρήθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες, στιγματίζοντας την δικαιοσύνη τότε και τον τρόπο λειτουργίας αυτής και της αστυνομίας. Η αθωότητα ή ενοχή του Αριστείδη Παγκρατίδη αμφισβητείται ακόμα, με τους περισσότερους να υποστηρίζουν την αθωότητά του.

Τα εγκλήματα του «δράκου του Σέιχ Σου»

Η δράση του επωνομαζόμενου «δράκου του Σέιχ Σου» θα λέγαμε ότι ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1957. Ένας άγνωστος προσπαθεί να βιάσει μια καθηγήτρια του Αμερικάνικου Κολεγίου, που σώθηκε από περαστικούς.

Το Φεβρουάριο του 1958, στην περιοχή του δάσους, μια νεαρή γυναίκα δέχεται επίθεση με πέτρα από κάποιον άγνωστο. Εκείνη την ώρα ένα αυτοκίνητο ανέβαινε στο δάσος και έτρεψε σε φυγή τον δράστη.

Τον Οκτώβριο, σύζυγος στρατιωτικού με τον σοφέρ εραστή της δέχονται επίθεση με πέτρα, ενώ ένα μήνα αργότερα στην ίδια περιοχή δέχεται επίθεση κι άλλο ζευγάρι. Ο διοικητής της αστυνομίας Θεσσαλονίκης και κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη, Νίκος Μουσχουντής, αρχίζει να ερευνά ο ίδιος την περιοχή κάθε βράδυ.

Την επόμενη χρονιά η δράση κλιμακώνεται. Στις 19 Φεβρουαρίου 1959 ο δράστης επιτίθεται με πέτρα σε ένα ζευγάρι στο δάσος, τους τραυμάτισε βαριά και τους λήστεψε. Ήταν ο 30χρονος λεβητοποιός Αθανάσιος Παναγιώτου και η συνομήλικη ερωμένη του Ελεονόρα Βλάχου. Τα ρούχα της κοπέλας ήταν σκισμένα καθώς ο δράστης προσπάθησε να την βιάσει. Η παγωνιά σταμάτησε την αιμορραγία των θυμάτων κι έτσι οι γιατροί κατάφεραν να τους σώσουν. Το περιστατικό γίνεται πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «Μακεδονία» στις 21 Φεβρουαρίου.

Στις 6 Μαρτίου 1959, στην περιοχή Μίκρα Θεσσαλονίκης βρίσκονται νεκροί ο 31χρονος ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραΐσης και η ερωμένη του, Ευδοκία Παληογιάννη.

Ο Ραΐσης είχε πάει στο ραντεβού με το στρατιωτικό τζιπ, την στολή και οπλοφορώντας. Ο άγνωστος δράστης ληστεύει το ζευγάρι και βιάζει την γυναίκα, αφού τους επιτέθηκε με πέτρες. Στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου βρέθηκε χακί ύφασμα και στο χέρι του άντρα αναπτήρας. Σύμφωνα με αστυνομία και τον ιατροδικαστή, ήταν σίγουρη η εμπλοκή δύο δραστών. Εξετάστηκαν αρχικά δυο Θεσσαλοί φαντάροι, που ήταν βόλτα στην περιοχή και είδαν το ζευγάρι. Έπεσαν σε αντιφάσεις, όμως δεν συνελήφθησαν και ο φάκελος έκλεισε εσπευσμένα.

Στις 3 Απριλίου 1959 ένας άγνωστος, γύρω στα 24 με 26, μπήκε στον περίβολο του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου βρισκόταν ένα σπιτάκι. Εκεί σκοτώνει την ράπτρια και φοιτήτρια νοσοκόμα, Μελπομένη Πατρικίου. Φεύγοντας πέφτει πάνω στην συγκάτοικό της, Φανή Τσαμπάζη, την οποία προσπαθεί να βιάσει.

Η αστυνομία δέχεται βροχή καταγγελιών. Ο ένοχος όμως είναι άφαντος κι αυτό την κάνει να φαίνεται ανεπαρκής. Γι’ αυτό επικηρύσσει τον «δράκο του Σέιχ Σου» με 100.000 δρχ, είτε για την σύλληψη είτε για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στην σύλληψή του.

Ξαφνικά οι επιθέσεις σταματούν και για 5 χρόνια δεν σημειώθηκε καμιά επίθεση. Η ιστορία ξεχνιέται και ο κόσμος ηρεμεί. Στις 22 Μαΐου 1963 όμως δολοφονείται ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης από παρακρατικούς, που συνεργάζονται με την αστυνομία. Η Θεσσαλονίκη, μετά από αυτό, ξαναφέρνει στην επιφάνεια και τον ασύλληπτο «δράκο του Σέιχ Σου», αναδεικνύοντας την κατάπτωση της αστυνομίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, τον Δεκέμβριο του 1963, συλλαμβάνεται ο Αριστείδης Παγκρατίδης.

Ποιος ήταν ο Αριστείδης Παγκρατίδης



Ο Αριστείδης Παγκρατίδης γεννήθηκε τον Μάιο του 1940 στα Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης. Ήταν το μικρότερο από τα τρία παιδιά των φτωχών αγροτών, Χαράλαμπου και Ελένης Παγκρατίδη. Στα 5 του είδε τον πατέρα του, λοχαγό του ελληνικού στρατού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να δολοφονείται για πολιτικούς λόγους μπροστά στα μάτια της οικογένειας. Μετά από αυτό η μητέρα έφυγε με τα παιδιά της, Παγκράτη, Ελένη και Αριστείδη, και εγκαταστάθηκε στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Αργότερα γνωρίζει τον εισπράκτορα λεωφορείων Ευγένιο Αλεξιάδη, παντρεύονται και κρατάνε μαζί τους τον μικρό Αριστείδη. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά στάλθηκαν σε συγγενείς στον Πειραιά.

Ο Αριστείδης ή Αρίστος, όπως τον φώναζαν, πήγε τρεις χρονιές στην Α’ Δημοτικού και μία χρονιά στην Β’. Έτσι δεν μπορούσε να γράψει και να διαβάσει με ευκολία. Τα αδέρφια του είπαν κάποτε ότι είναι χαμηλής νοημοσύνης.

Στα 12 δέχεται σεξουαλική επίθεση από τον χημικό Απόστολο Λύτη, δίνοντάς του 50 δραχμές. Από τότε, όταν πεινούσε, πουλούσε το κορμί του, είτε για ένα πιάτο φαγητό είτε για λίγες δραχμές.

Το 1955, στα 15 του, ο Αριστείδης Παγκρατίδης, κλέβει από το κυλικείο του γυμναστηρίου του ΠΑΟΚ 120 δραχμές, συλλαμβάνεται και τίθεται υπό την επιμέλεια της «Πρόνοιας ανηλίκων». Την ίδια χρονιά, μαζί με έναν φίλο του έκλεψαν δυο ποδήλατα, τα πούλησαν και ξεκίνησαν για την Αθήνα. Τους συλλάβανε όμως και τους έστειλαν στο Αναμορφωτήριο Ανηλίκων στο Βίδο της Κέρκυρας. Το 1957 βγαίνει από το Αναμορφωτήριο, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και κάνει διάφορες δουλειές για να βοηθήσει την οικογένεια.

Το 1959 κλήθηκε στο στρατό και κατατάχθηκε στην 20η μεραρχία τεθωρακισμένων του Ιππικού το 1960 αλλά λιποτάκτησε. Απολύεται τον Μάιο του 1961 ως ψυχικά διαταραγμένος λόγω τοξικομανίας. Επισκεπτόταν συχνά πόρνες, διεμφυλικά άτομα, εκδιδόταν, κάπνιζε χασίς, έπινε και παρακολουθούσε παράνομα ζευγαράκια.

Η σύλληψη του Αριστείδη Παγκρατίδη

Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, όπως κάθε μέρα, σχόλασε την ίδια ώρα από την δουλειά του στο λούνα πάρκ του Πρόδρομου Χαλεπλή. Αμέσως πήγε, μαζί με φίλους του, στην ταβέρνα, όπου και κατανάλωσε υπερβολικά μεγάλη ποσότητα αλκοόλ. Στις 3:00 το ξημέρωμα της 7ης Δεκεμβρίου 1963, ο Παγκρατίδης μπαίνει κρυφά στο ορφανοτροφείο θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος» στην Τούμπα. Κρατούσε μια πέτρα και στο αναρρωτήριο προσπάθησε να βιάσει την 12χρονη Αικατερίνη Σούρλα. Οι φωνές της τον τρόμαξαν κι έφυγε. Τότε τον είδε ένας οδηγός αστικών λεωφορείων και τον σταμάτησε. Ο Παγκρατίδης του ξέφυγε και ο οδηγός ειδοποίησε την αστυνομία.

Οι έρευνες της αστυνομίας οδήγησαν στον Παγκρατίδη. Ένας αστυφύλακας είχε πάρει τα στοιχεία του, όταν τον είδε να τριγυρίζει ύποπτα στο ορφανοτροφείο κι έτσι, 3 ώρες μετά την εισβολή, τον συλλάβανε στο σπίτι του στην περιοχή «Γερμανικά» της Άνω Τούμπας. Ο Παγκρατίδης δεν αντιστάθηκε και, αφού τον αναγνώρισε το θύμα και ο οδηγός του λεωφορείου, ομολόγησε.

Από την πρώτη στιγμή οι εφημερίδες τον συνδύασαν με τον «δράκο του Σέιχ Σου». Η σύλληψη έγινε λίγο μετά την δολοφονία Λαμπράκη, κάνοντας τον Παγκρατίδη ιδανικό ένοχο.

 


Ανάκριση και ομολογία

Οι εφημερίδες ήδη είχαν καταδικάσει τον Παγκρατίδη με μόνο στοιχείο σε βάρος του τον τρόπο επίθεσης με πέτρα. Τις ακόλουθες ώρες κλήθηκαν για αναγνώριση επιζώντες των επιθέσεων του «δράκου» αλλά κανένας δεν τον αναγνώρισε. Στην Γενική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης κλήθηκαν και πολλοί μάρτυρες από το περιβάλλουν του κρατούμενου.

Η ανάκριση, με προϊστάμενο τον αντιεισαγγελέα Αθανασόπουλο μαζί με τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης Νικόλαο Τζαβάρα, κρατάει πολλά μερόνυχτα. Στις 11 Δεκεμβρίου 1963, ο Αριστείδης Παγκρατίδης ομολογεί τα εγκλήματα, για τα οποία κατηγορείται. Το κοινό μαθαίνει για την ομολογία στις 15 Δεκεμβρίου, όταν έχουν γίνει πια και οι αναπαραστάσεις. Μαρτυρίες θέλουν τον Παγκρατίδη να μην γνωρίζει που βρίσκεται κατά τις αναπαραστάσεις, με τις δηλώσεις του να μην ταιριάζουν με την πραγματικότητα. Ωστοσό, οι αρχές όμως δεν έδωσαν την δέουσα σημασία.

Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε την επίθεση στο ορφανοτροφείο απόπειρα βιασμού και σε συνδυασμό με τον «Νόμο 4000» περί τεντυμποϋσμού, παραπέμπει την υπόθεση στη τακτική ανάκριση. Όταν έφυγε από την αστυνομία, και αφού οι δικοί του προσέλαβαν τους δικηγόρους Μ. Σαπουντζή και Δ. Λάζο, ο Παγκρατίδης ανακάλεσε την ομολογία του. Ισχυρίστηκε ότι ομολόγησε μετά από βασανιστήρια σωματικά και ψυχολογικά και ότι η επίθεση στο ορφανοτροφείο δεν έγινε έτσι όπως δημοσιοποιήθηκε.

Η δίκη για την απόπειρα βιασμού

Στις 5 Οκτωβρίου 1964, ενώ ακόμα γίνονται ανακρίσεις για την υπόθεση του «δράκου του Σέιχ Σου», ο Αριστείδης Παγκρατίδης δικάζεται στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης για την απόπειρα βιασμού στο ορφανοτροφείο. Κατέθεσαν το θύμα, άλλες τρόφιμοι και φίλοι του Παγκρατίδη. Οι φίλοι του είπαν ότι έπιναν όλοι σε μια ταβέρνα και όταν έφυγε ήταν μεθυσμένος. Έτσι, οι δικηγόροι έπεισαν τους ενόρκους να αλλάξουν την κατηγορία από «απόπειρα βιασμού» σε «εξαναγκασμό σε ασέλγεια».

Το δικαστήριο επέβαλε στον Παγκρατίδη ποινή κάθειρξης 9 ετών, 5ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα.

Ο Αριστείδης Παγκρατίδης δικάζεται ως «δράκος του Σέιχ Σου»

Η νέα δίκη ξεκίνησε την Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 1966 στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης. Πρόεδρος ήταν ο εφέτης Αλετράς, σύνεδροι οι επίσης εφέτες Κουνουγέρης, Κόλλας, Γραφιανάκης και Παπαγιάννης. Εισαγγελέας ήταν ο αντί-εισαγγελέας Εφετών Μιχάλης Σγουρίτσας, ενώ ως πολιτική αγωγή ήταν οι δικηγόροι του Παναγιώτη Αθανασίου και της οικογένειας του ίλαρχου Ραΐση.

Την πρώτη μέρα εξετάστηκαν οι επιζώντες των επιθέσεων αλλά δεν αναγνώρισαν τον Παγκρατίδη. Ούτε οι στρατιώτες, που βρήκαν τα πτώματα του ίλαρχου και της φίλης του τον αναγνώρισαν.

Την επόμενη μέρα καταθέτουν άτομα του περιβάλλοντος του Παγκρατίδη και ο υφηγητής Νευρολογίας και Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αγ. Διακογιάννης. Στην κατάθεσή του υποστηρίζει ότι ο κατηγορούμενος είχε ήρεμη ψυχική συνείδηση κατά την ομολογία του. Τις επόμενες δυο μέρες κατέθεσαν οι αστυνομικοί που αρνήθηκαν ότι άσκησαν πίεση.

Στις 14 Φεβρουάριου οι δικηγόροι του Παγκρατίδη, έχοντας αντιμετωπίσει την απόρριψη 13 αιτήσεων για διάφορα θέματα, όπως αποτυπώματα, μάρτυρες κ.α., αν και στις 5 από αυτές ήταν σύμφωνος και ο εισαγγελέας, δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αφού ακόμα και ο πρόεδρος παρενέβαινε συνεχώς στην εξέταση μαρτύρων, και παραιτήθηκαν. Το δικαστήριο όρισε νέους συνηγόρους και διέκοψε για μια μέρα. Στις 16 Φεβρουαρίου, οι συνήγοροι επέστρεψαν. Ο ένας συνήγορος κατέθεσε αργότερα ότι δεχόταν απειλές για την ζωή του.

Στις 17 Φεβρουαρίου, καταθέτει ο χρυσοχόος Παγκράτης Παγκρατίδης, αδερφός του κατηγορούμενου. Κατονόμασε ως δράστη των εγκλημάτων τον Αίαντα Σκλαβούνο. Το δικαστήριο αρνήθηκε όμως αυτή την εκδοχή ως μη έχουσα άμεση σχέση με την δίκη. Μετά από διάφορες εντάσεις οι συνήγοροι του Παγκρατίδη παραιτήθηκαν ξανά, γιατί στερούνταν ουσιωδών μέσων για να κάνουν την δουλειά τους. Το δικαστήριο έδωσε προθεσμία στους νέους δικηγόρους, Γερογιάννη και Κατσαούνη, ως τις 22 Φεβρουαρίου για να ετοιμάσουν τις αγορεύσεις τους.

Στις 22 Φεβρουαρίου, ο Αριστείδης Παγκρατίδης αρνείται να απολογηθεί. Ο εισαγγελέας είναι σίγουρος ότι είναι ένοχος αλλά δεν πρέπει να του επιβληθεί η θανατική ποινή, αφού δεν απειλείται η ασφάλεια της χώρας, αλλά η ισόβια κάθειρξη και η δεκαετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Το δικαστήριο, αφού συνεδρίασε 1 ώρα, κήρυξε ένοχο τον Αριστείδη Παγκρατίδη για όλες τις κατηγορίες. Παρά την πρόταση του εισαγγελέα για 4 φορές ισόβια του επιβλήθηκε 4 φορές θάνατος για τις ληστείες, ισόβια για την απόπειρα ληστείας και χρηματική αποζημίωση για τον Παναγιώτη Αθανασίου και την οικογένεια του ίλαρχου Ραΐση.

Η έφεση και η απόρριψή τηςΣτις 25 Φεβρουαρίου ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης για τους εξής λόγους: α) το Εφετείο δεν ήταν αρμόδιο να δικάσει την περίπτωση, β) η κατάθεση του ψυχιάτρου ελήφθη παράτυπα και δεν πρέπει να ληφθεί, γ) επετράπη παράτυπα στον συνήγορο του πολιτικού ενάγοντα Παναγιώτη Αθανασίου να κάνει γενικές ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, δ) υπήρξε καταδίκη για την απόπειρα ληστείας της Παληογιάννη παράτυπα, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα δεν είχε τέτοια κατηγορία και ε) η καταδίκη για την απόπειρα ληστείας της Παληογιάννη δεν αποδείχθηκε.

Τον Σεπτέμβριο του 1966, το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου απέρριψε την έφεση σε όλα τα σκέλη της.

Η εκτέλεση του Αριστείδη Παγκρατίδη

Ο Παγκρατίδης έμεινε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ για 2 χρόνια, μέχρι τη μέρα της εκτέλεσης του, στις 16 Φεβρουαρίου του 1966. Οι τελευταίες ώρες ήταν δραματικές. Ένας ιερέας ήταν μαζί του για να τον εξομολογήσει. Ο Παγκρατίδης παραδέχτηκε ότι έκλεβε και πουλούσε το κορμί του σε άντρες αλλά επέμενε, κλαίγοντας ότι δεν σκότωσε ποτέ.

Ο τόπος εκτέλεσης ήταν στο δάσος του Σέιχ Σου. Παρόντες μεταξύ ελαχίστων ήταν ο εμβληματικός φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης και ο 19χρονος τότε δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας.Όταν έφτασαν στον τόπο εκτέλεσης, στις 7 το πρωί, ο Αριστείδης Παγκρατίδης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια.

 Όταν ο αξιωματικός έδωσε το παράγγελμα, ο Παγκρατίδης φώναζε:«Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώ……»

Αφού διαπιστώθηκε ο θάνατος του, η νεκροφόρα του δήμου και ένα περιπολικό πήγαν στο νεκροταφείο της Εξοχής Θεσσαλονίκης, όπου και έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή του. Δεν είχε ειδοποιηθεί κανένας από την οικογένεια.

Έμαθαν τα νέα από τις απογευματινές εφημερίδες. Την μητέρα του Παγκρατίδη ενημέρωσε ο Κώστας Τσαρούχας.

Σκέψεις και απόψεις για τον Αριστείδη Παγκρατίδη

Η δημοσιογράφος Βασιλική Γίγη, που είχε παρακολουθήσει από την αρχή την υπόθεση, είπε ότι τα στοιχεία έδειχναν την ενοχή του Παγκρατίδη.Στην ασφάλεια εστάλη ο εισαγγελέας Νίκος Αθανασόπουλος, ο οποίος δήλωσε ότι ο Παγκρατίδης του εκμυστηρεύτηκε λεπτομέρειες, τις οποίες θα γνώριζε μόνο ο δολοφόνος.Ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας υποστήριξε πως θυματοποίησαν ένα αλητάκο με αποκλίνουσα συμπεριφορά, καθιστώντας την εκτέλεσή του εγκληματική. Την ίδια άποψη έχει και ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης. Ο ίδιος λέει ότι ο Παγκρατίδης αποτέλεσε για την Ασφάλεια την ιδανική περίπτωση για να στρέψει ο κόσμος το βλέμμα του από ένα έντονα πολιτικό και κοινωνικό θέμα, τη δολοφονία Λαμπράκη.Πολύς κόσμος πίστεψε την επίσημη εκδοχή της ενοχής Παγκρατίδη. Εγκληματολογικά προφίλ και συμπεριφοριστική ανάλυση όμως δεν ταυτοποίησαν τον Παγκρατίδη με τα εγκλήματα του «δράκου του Σέιχ Σου».

Σενάρια για τον πραγματικό «δράκο του Σέιχ Σου»

Πολλά είναι τα σενάρια για την ταυτότητα «δράκου». Το επικρατέστερο θέλει 2 δολοφόνους. Υπήρξαν φήμες για έναν βιομήχανο με τον οδηγό του, που φυγάδευσε στην Αμερική και ο ίδιος ζει έκτοτε στην Αθήνα. Άλλες φήμες συνέδεσαν με τα εγκλήματα τον νεαρό μανιοκαταθλιπτικό επιστήμονα Αίαντα Σκλαβούνο, γιο του ιατρού και καθηγητή Πανεπιστημίου, Γεώργιου Σκλαβούνου. Ο νεαρός έμενε τότε στην οικογενειακή έπαυλη, που συνόρευε με το δάσος του Σέιχ Σου. Επίσης υπήρξαν υποψίες ενοχής και για τον γιο γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας.

Τα στοιχεία όμως καταρρίπτουν και την ενοχή του Παγκρατίδη. Τα εγκλήματα διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους. Στην περίπτωση της Μίκρας υπάρχει διπλός φόνος και βιασμός. Στα άλλα εγκλήματα του «δράκου» δεν υπάρχει ίχνος σεξουαλικής πράξης. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι δεν υπήρξε ποτέ «δράκος του Σέιχ Σου» αλλά ξεχωριστά εγκλήματα, διαφορετικά μεταξύ τους, που φορτώθηκαν σε έναν άνθρωπο, στερώντας του το δικαίωμα της δίκαιης δίκης.

Συλλάβανε τον πραγματικό «δράκο»;

Τον Αύγουστο του 1971 συνελήφθη στην Θεσσαλονίκη ο 38χρονος Ιωάννης Σερεσλής και κατηγορήθηκε για 2 απόπειρες ανθρωποκτονίας, 3 απόπειρες βιασμού, τρεις ληστείες και άλλα αδικήματα, που διέπραξε από τον Δεκέμβριο του 1957. Ο Σερεσλής ήταν γνωστός ηδονοβλεψίας, με τρόπο δράσης παρόμοιο με του «δράκου του Σέιχ Σου». Όταν οι εφημερίδες αποκάλυψαν την υπόθεση, τον χαρακτηρίσανε «δράκο νούμερο 2». Είπαν πως αν δεν είχε εκτελεστεί ο Παγκρατίδης, θα θεωρούνταν το ίδιο πρόσωπο.

Υπόθεση Άκη Πάνου

Ο τραγουδοποιός Άκης Πάνου ήθελε από μικρή ηλικία να γίνει πατέρας.

Τον Μάιο του 1978, η σύζυγός του Άννα έφερε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί. Την Ελευθερία. Η χαρά του Πάνου όταν αγκάλιασε για πρώτη φορά την κόρη του ήταν απερίγραπτη. Δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι λίγα χρόνια μετά θα γινόταν φονιάς για χάρη της.

Το χρονικό της δολοφονίας

 

Η κόρη του Άκη Πάνου, Ελευθερία..

Ο Άκης Πάνου ήταν ένας παραδοσιακός οικογενειάρχης. Μεγάλωνε την κόρη του, Ελευθερία, και τα τρία της αδέλφια, με τις αυστηρές «σπαρτιατικές αρχές»,με τις οποίες είχε μεγαλώσει και ο ίδιος.

Όσο η Ελευθερία ήταν μικρή, όλα πήγαιναν καλά και η σχέση με τον πατέρα της ήταν άψογη. Όταν η κόρη του μπήκε στην εφηβεία, άρχισαν τα προβλήματα.

Ένα βράδυ, η 19χρονη πια Ελευθερία, εξαφανίστηκε από το σπίτι, αναγκάζοντας τον πατέρα της, που γενικά απέφευγε τη δημοσιότητα, να βγει στην τηλεόραση με τις πιτζάμες και να την αναζητά απεγνωσμένα.

Αν και ο Πάνου μιλούσε για απαγωγή, όλοι πίστευαν πως ήξερε που βρισκόταν η κόρη του.

Έτσι, όταν αμέσως μετά την εκπομπή η μικρή του τηλεφώνησε επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες του.

Η κόρη του είχε εγκαταλείψει την οικογένειά της και βρισκόταν στο σπίτι του αγαπημένου της, Σωτήρη Γιαλαμά.

Στο άκουσμα της είδησης, ο συνθέτης έγινε έξαλλος. Για τις δικές του αυστηρές αρχές, η πράξη της κόρης του ήταν ασυγχώρητη.

Όφειλε να έχει την άδειά του και αν δεν την έδινε, όφειλε να υπακούσει.

Αυτό ήταν το φυσιολογικό για τον Άκη Πάνου και το απολύτως απαράδεκτο για την κόρη του.

Λίγο αργότερα, λάδι στη φωτιά έριξε η εμφάνιση του συντρόφου της Ελευθερίας στην τηλεόραση.

Ο Γιαλαμάς εμφανίστηκε με γυρισμένη την πλάτη για να απαντήσει στις κατηγορίες του προσβεβλημένου πατέρα. «Ο πατέρας της πιστεύει ότι είμαι μπράβος και η μητέρα της δεν με θέλει, γιατί είμαι ακόμα σε διάσταση με την πρώην σύζυγο και υπάρχει ένα παιδί» είπε, εκνευρίζοντας ακόμα περισσότερο τον Πάνου.

Τελικά, η 19χρονη Ελευθερία Πάνου επέστρεψε στην οικογένειά της, αλλά δεν διέκοψε της σχέση της με τον 30χρονο Σωτήρη.

Ο σύντροφος της Ελευθερίας, Σωτήρης Γιαλαμάς.

Η δολοφονία

Οι σχέσεις της Ελευθερίας με τον πατέρα της έχουν πλέον διαταραχτεί ανεπανόρθωτα, αλλά οι δυο τους προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπία μεταξύ τους. Μια αναπάντεχη επίσκεψη του Γιαλαμά στο σπίτι της οικογένειας θα αποβεί μοιραία.

Την 1η Αυγούστου του 1997, ο Σωτήρης επισκέφθηκε τον Πάνου στο σπίτι του στην Ξάνθη με στόχο να λήξει η παρεξήγηση.

Πίστευε ότι θα μπορούσαν να τα βρουν σαν άνδρες και να πείσει τον Πάνου για τις ειλικρινείς του προθέσεις.

Ο συνθέτης όμως, εγκλωβισμένος στις αξίες μιας άλλης εποχής, ξεπέρασε τα όρια ακόμη και των δικών του αρχών.

Έχασε την ψυχραιμία του και ερμήνευσε με ένα δικό του υπερβολικό τρόπο την κίνηση του Γιαλαμά.

Θεώρησε μεγάλη προσβολή την εμφάνιση του «αγαπητικού» της κόρης του μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αποφάσισε να λύσει το ζήτημα με τον δικό του κώδικα τιμής. Άρπαξε το 45αρι που κρατούσε σαν ενθύμιο από το Ναυτικό και πυροβόλησε θανάσιμα, τρεις φορές, τον Γιαλαμά. Μάλιστα, η μία σφαίρα βρήκε το θύμα στο πρόσωπο. Μάρτυρες της συνάντησης, που κατέληξε σε τραγωδία, ήταν η γυναίκα, η κόρη, αλλά και ο μικρός γιος του Πάνου.

Για αυτή του τη πράξη καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να του αναγνωριστεί ο πρότερος έντιμος βίος. Μάρτυρες υπεράσπισης όπως ο στιχουργός Μανώλης Ρασούλης και ο Στέλιος Ελληνιάδης είχαν προτείνει να του αναγνωριστεί η αναμφισβήτητη πολιτισμική του προσφορά.

Από τις φυλακές της Κομοτηνής θα μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού και αμέσως μετά στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου θα διαγνωστεί ότι πάσχει από καρκίνο.

Το χειμώνα του 1999 θα υποβληθεί σε χειρουργική επέμβασή και θα αποφυλακιστεί λόγω της ανήκεστου βλάβης της υγείας του.

Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο αφήνοντας πίσω του βαριά κληρονομιά. Στις 10 Απριλίου του 2000 κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο Καλλιθέας.

 

Γράφει ο George James


Πηγές:

- mixanitouxronou.gr

- Reader.gr

-Βιβλίο Πάνου Σόμπολου «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα όπως τα έζησα»


Σχόλια