Εγκλήματα που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία (Β’ Μέρος)

Υπόθεση των Σατανιστών της Παλλήνης

Στις 27 Αυγούστου 1992, ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλλης και η Δήμητρα Μαργέτη, οδήγησαν τη 14χρονη Δώρα Συροπούλου σε ερημική τοποθεσία στη Σέσι Κορωπίου για να την προσφέρουν θυσία στον σατανά.

Την έγδυσαν, της φόρεσαν χειροπέδες, την έβαλαν να γονατίσει κρατώντας ένα κερί και τη χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι. Όταν διαπίστωσαν ότι η ανήλικη δεν είχε πεθάνει, τη στραγγάλισαν και μετά ασέλγησαν στο άψυχο κορμί της. Στη συνέχεια περιέλουσαν το πτώμα της με βενζίνη και το έκαψαν. 

Προκάλεσαν μάλιστα  και πυρκαγιά στο δάσος του Υμηττού.

Η δολοφονία της 28χρονης

Ένα χρόνο αργότερα, η ομάδα των νεαρών σατανιστών αποφάσισε να ξαναχτυπήσει.Τη Μεγάλη Τετάρτη του 1993, στα χέρια τους έπεσε η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, μητέρα δύο παιδιών και καμαριέρα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Η γυναίκα επέστρεφε στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά, όταν οι Κατσούλας και Δημητροκάλλης υποδυόμενοι τους αστυνομικούς, της ζήτησαν να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο του Κατσούλα. Την οδήγησαν σε ερημικό σημείο στο Κορωπί, όπου τις πέρασαν χειροπέδες στα χέρια, την έγδυσαν και τη βίασαν. Στη συνέχεια ο Κατσούλας της πολτοποίησε το κεφάλι με μία πέτρα, για να μην αναγνωρίζεται.

Από την πρώτη δολοφονία η αστυνομία είχε κινητοποιηθεί για να εντοπίσει τους δράστες. Όταν κατάφεραν να τους συλλάβουν, οι ανακριτές και οι αστυνομικοί άκουσαν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τις δύο δολοφονίες αλλά και για τις  σατανιστικές τελετές που έκαναν. Ήταν μια από τις πιο φρικιαστικές και σοκαριστικές υποθέσεις στην ιστορία του ελληνικού εγκλήματος.

Η ιστορία των σατανιστών συνέπεσε με την άνθηση των ιδιωτικών καναλιών και το θέμα μονοπωλούσε τα δελτία ειδήσεων. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του Τύπου οι δράστες ήταν λιγομίλητοι και δεν έκαναν δημόσια πολλές αποκαλύψεις. Ωστόσο, ο ένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλο.

Η  Μαργέτη μαζί με τον Δημητροκάλλη έδειξαν ως «εγκέφαλο των σατανιστών» τον Ασημάκη Κατσούλα. Στη διάρκεια της δίκης τους  αναφέρθηκαν μόνο στη μύηση και τη δράση τους στον σατανισμό. Όλοι είχαν ομολογήσει τα σεξουαλικά όργια που έκαναν συχνά στο όνομα του Σατανά, στα οποία συμμετείχαν και άλλοι συνομήλικοι τους που ασπάζονταν το Σατανισμό.

Ο Ασημάκης Κατσούλας για την αστυνομία που έφτιαξε το προφίλ του και τους ψυχίατρους, ήταν άτομο με ανήσυχο πνεύμα, ηγετικές ικανότητες και αναπτυγμένη νοημοσύνη. Σύμφωνα με τους συγκατηγορούμενούς του, μπορούσε να επιβάλλει τη θέλησή του με αυταρχισμό. Ο ίδιος  ανέφερε συνεχώς ότι εκτελούσε απλά εντολές. Από τις καταθέσεις του όμως, διευρύνθηκαν οι έρευνες και σε άλλα πρόσωπα από το κύκλωμα των σατανιστών. Οι δύο νεαροί σατανιστές όταν συνελήφθησαν υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία. Ο Δημητροκάλης στο Πολεμικό Ναυτικό και ο Κατσούλας στο Στρατό Ξηράς.

Η Μαρία Μαργέτη ήταν ένα 17χρονο κορίτσι, για το οποίο αναφερόταν ότι αρχικά είχε σχέση με τον Δημητροκάλη, τον οποίο άφησε για τον Κατσούλα. Η όμορφη εμφάνισή της και ο μαχητικός δικηγόρος Αλέξης Κούγιας, απασχόλησαν περισσότερο τον Τύπο, όταν ο δικηγόρος αρνήθηκε να συνεχίσει την υπεράσπισή της, μετά από μια έντονη διαφωνία τους. Από το 2001 έχει αποφυλακιστεί λόγω καλής διαγωγής, δημιούργησε οικογένεια και προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή της.

Οι εφημερίδες και τα κανάλια παρουσίαζαν καθημερινά μεγάλα κομμάτια από τις απολογίες των συνολικά 8 κατηγορουμένων της πολύκροτης υπόθεσης.

Οι λεπτομέρειες των σατανιστών ήταν ανατριχιαστικές. Έτσι, το δικαστήριο πριν από τη δίκη απαγόρευσε τη μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση της διαδικασίας, καθώς και την τηλεοπτική ή ραδιοφωνική μετάδοσή της.

Οι εφημερίδες και τα κανάλια παρουσίαζαν καθημερινά μεγάλα κομμάτια από τις απολογίες των συνολικά 8 κατηγορουμένων της πολύκροτης υπόθεσης. Οι λεπτομέρειες των σατανιστών ήταν ανατριχιαστικές. Έτσι, το δικαστήριο πριν από τη δίκη απαγόρευσε τη μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση της διαδικασίας, καθώς και την τηλεοπτική ή ραδιοφωνική μετάδοσή της.

Ο Κατσούλας (αριστερά), ο Δημητροκάλης (κέντρο) και η Μαργέτη (δεξιά).


Τελικά, την 1η Ιουλίου 1995 το δικαστήριο καταδίκασε τον Ασημάκη Κατσούλα σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και πρόσκαιρη κάθειρξη 12 ετών και 10 μηνών.

Επίσης, τον Μάνο Δημητροκάλλη σε δύο φορές ισόβια και πρόσκαιρη κάθειρξη 9 ετών και 10 μηνών.

Η Δήμητρα Μαργέτη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 17 ετών και 4 μηνών για απλή συνέργεια σε κάθε μία από τις ανθρωποκτονίες και αρπαγή ανηλίκου. Το μόνο που της αναγνωρίστηκε ήταν η ελαφρυντική περίσταση της μετεφηβικής ηλικίας.

Η 17χρονη Δήμητρα Μαργέτη.


Ο επόμενος που αποφυλακίστηκε ήταν ο Μάνος Δημητροκάλης, ο οποίος πέρασε την πόρτα της εξόδου των φυλακών Τίρυνθας τον Μάρτιο του 2014, έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του και κάνοντας χρήση των ευνοϊκών όρων του νόμου. Τα ίχνη του έχουν χαθεί, καθώς ο ίδιος επέλεξε να ζει απομονωμένος, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ο επόμενος που αποφυλακίστηκε ήταν ο Μάνος Δημητροκάλης, ο οποίος πέρασε την πόρτα της εξόδου των φυλακών Τίρυνθας τον Μάρτιο του 2014, έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του και κάνοντας χρήση των ευνοϊκών όρων του νόμου. Τα ίχνη του έχουν χαθεί, καθώς ο ίδιος επέλεξε να ζει απομονωμένος, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Μετά από δέκα και πλέον αιτήσεις ο Ασημάκης Κατσούλας αποφυλακίστηκε. Ο σατανιστής της Παλλήνης έχοντας «λευκό ποινικό μητρώο» μέσα στη φυλακή παρότι κατηγορήθηκε για σοβαρά αδικήματα, όπως ότι έκανε απαγωγή και παρενοχλούσε ανήλικες στις 5ήμερες άδειες που έπαιρνε από τη φυλακή, είναι πλέον ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του.

Από το 1993 που πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα των Φυλακών Κορυδαλλού μέχρι σήμερα κατάφερνε να παρουσιάζεται ως υπόδειγμα κρατουμένου αν και έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές για περίεργη και παραβατική συμπεριφορά. Από σεξουαλική παρενόχληση παιδιών μέχρι κατηγορίες για την αρπαγή νεαρής γυναίκας σε μία από τις πολλές άδειες που πήρε. Τα τελευταία χρόνια στις Αγροτικές Φυλακές της Αγιάς Χανίων ο Μάκης, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, έκανε μεροκάματα με σκοπό να βγει για να συναντήσει την αγαπημένη του μητέρα Ιφιγένεια και την αρραβωνιαστικιά του και να κάνει οικογένεια. Λίγες μέρες αργότερα κυκλοφόρησαν φωτογραφίες του όπου τον έδειχναν με παραπανίσια κιλά και άσπρα μαλλιά στο πατρικό του σπίτι στη Παλλήνη.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Αγγελικά πρόσωπα» της σειράς 10η εντολή.

 

Υπόθεση Κάτιας Γιαννακοπούλου

Στις 22 Ιουλίου του 1997 ένα ερωτικό έγκλημα που έγινε στη Νέα Σμύρνη της Αττικής, προκάλεσε το τεράστιο ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας και της εκκλησίας, αφού το θύμα ήταν ένας ιερωμένος.

Ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Ελευθεριάδης έπεσε νεκρός έξω από το σπίτι του. Τον πυροβόλησε η πρώην ερωμένη του, Κάτια Γιαννακοπούλου. Ήταν ο τραγικός επίλογος μιας έντονης ερωτικής σχέσης, που η ιστορία της θυμίζει σενάριο ταινίας.

«Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει», είπε στην απολογία της.

Η γνωριμία με τον αρχιμανδρίτη

Η Κάτια Γιαννακοπούλου ήταν μια συνηθισμένη σύζυγος και μητέρα ενός αγοριού.

Ζούσε με την οικογένειά της στην Καλλιθέα. Το επάγγελμά της ήταν πλασιέ ειδών δώρου.Η σχέση της με την εκκλησία ήταν τυπική και χωρίς υπερβολές και συστηματική συμμετοχή στη θεία λειτουργία.

Όταν για προσωπικούς της λόγους ζήτησε από μια φίλη της να της συστήσει έναν πνευματικό για να εξομολογηθεί, γνώρισε τον άνθρωπο που θα άλλαζε οριστικά τη ζωή της. Τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, ο οποίος ιερουργούσε στην Παναγίτσα του Παλιού Φαλήρου.

Η Γιαννακοπούλου άρχισε να παρακολουθεί τις λειτουργίες και να εξομολογείται συχνά στον αρχιμανδρίτη.

Όπως εξήγησε η ίδια, ο Άνθιμος τη γοήτευσε από την πρώτη στιγμή με την παρουσία του και τον τρόπο που μιλούσε. «Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο».

Οι συναντήσεις τους ήταν συχνές, αλλά δεν είχαν ερωτικό χαρακτήρα.

Μέχρι την ημέρα που ο Άνθιμος της ζήτησε να τον επισκεφτεί:«Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα», ανέφερε η ίδια.

Την επόμενη ημέρα η Γιαννακοπούλου πήγε στον αρχιμανδρίτη και του εξομολογήθηκε όλα όσα είχαν γίνει μεταξύ τους την προηγούμενη ημέρα, σαν να μιλούσε για κάποιον τρίτο.

Εκείνος της απάντησε: «είμαστε άνθρωποι και σαν άνθρωποι έχουμε ανθρώπινες αδυναμίες».

Με αυτό το άλλοθι, ξεκίνησε μια θυελλώδης σχέση που κράτησε για χρόνια, αλλά δεν είχε αίσιο τέλος.

Η παθιασμένη σχέση ήταν «ακριβή»

Όσο περνούσε ο καιρός, η ερωτευμένη γυναίκα δενόταν όλο και περισσότερο με τον αρχιμανδρίτη.

Η ζωή της περιστρεφόταν γύρω του, ενώ έφτασε στο σημείο να του δίνει τεράστια χρηματικά ποσά, τα οποία σήκωνε από την τράπεζα κρυφά από τον σύζυγό της.

Ο αρχιμανδρίτης της είχε πει ότι ονειρεύτηκε την Παναγία να του ζητάει να κάνει κάποια πράγματα, τα οποία δεν μπορούσε να καλύψει οικονομικά, αλλά όταν Της το είπε, η Παναγία του απάντησε: «θα σε βοηθήσει η Κάτια».

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το συνολικό ποσό που έδωσε στον Άνθιμο, όσο καιρό ήταν παράνομο ζευγάρι, ξεπέρασε τα 27.000.000 δραχμές, χωρίς να εξηγήσει πως το ποσό δεν έγινε αντιληπτό από το σύζυγό της.

Ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος έγινε ο επίγειος Θεός της Κάτιας Γιαννακοπούλου.

Πέντε χρόνια μετά τη γνωριμία και την ερωτική τους σύνδεση, ο αρχιμανδρίτης απολύθηκε για άγνωστο λόγο από την εκκλησία του και μετατέθηκε στο Λονδίνο.

Ήταν η αρχή του τέλους όχι μόνο για τη σχέση του ζευγαριού, αλλά και για τη ζωή του Άνθιμου.

Η ρήξη στη σχέση του ζευγαριού.

Από τη στιγμή που ο αρχιμανδρίτης έφυγε από την Ελλάδα, άρχισε να γίνεται ψυχρός και να αποφεύγει την ερωμένη του.

Αντίθετα η Γιαννακοπούλου ένιωθε τόσο ερωτευμένη, που συχνά ταξίδευε μέχρι το Λονδίνο αυθημερόν, μόνο και μόνο για να τον δει μερικές ώρες. Η αδιαφορία του άρχισε να κλονίζει τον ψυχισμό της. Η εξάρτησή της από τον αγαπημένο της ήταν απόλυτη. Η Γιαννακοπούλου και μόνο στην ιδέα ότι θα τον έχανε, τρελαινόταν.

Όταν συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα δεν θα άλλαζαν και η σχέση έφθανε στο τέλος της, η απογοήτευσή της άρχισε να γίνεται οργή.

Ξεκίνησε να ηχογραφεί τις αραιές, πια ερωτικές τους συναντήσεις για να μπορεί αργότερα να τον απειλεί.

Όταν τον Σεπτέμβριο του 1996 η Γιαννακοπούλου πληροφορήθηκε ότι ο Άνθιμος βρέθηκε στην Ελλάδα για να ψηφίσει και δεν την είχε πάρει ούτε ένα τηλέφωνο, κατέρρευσε.

Τον επόμενο Μάρτιο και ενώ είχαν μεσολαβήσει αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες να έρθει σε επαφή μαζί του, οι δυο τους συναντήθηκαν στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη.

Ακολούθησε ένας μεγάλος καυγάς κατά τον οποίο η απελπισμένη γυναίκα τραυμάτισε τον αρχιμανδρίτη ελαφρά με ένα μαχαίρι.

Τον Ιούνιο του 1997 η Γιαννακοπούλου δεν άντεξε την αδιαφορία του ανθρώπου που λάτρευε και πήρε τη μεγάλη απόφαση.

Πήγε στην Ομόνοια και αγόρασε ένα όπλο με σκοπό να δώσει τέλος στον πόνο της.

Η δολοφονία

Στις 20 Ιουλίου η Γιαννακοπούλου τηλεφώνησε στην εκκλησία που ιερουργούσε ο Άνθιμος στο Λονδίνο και προς έκπληξή της πληροφορήθηκε ότι δεν ήταν εκεί, αλλά βρισκόταν στην Ελλάδα.

Αμέσως του τηλεφώνησε και εκείνος το αρνήθηκε, αλλά της υποσχέθηκε να της τηλεφωνήσει την επόμενη ημέρα, υπόσχεση που τήρησε.

Κατά τη συνομιλία τους, της είπε ότι θα συναντιόντουσαν κάποια από τις επόμενες ημέρες, όχι όμως στο σπίτι του.

Η θολωμένη γυναίκα όμως δεν περίμενε. Πήγε στο σπίτι του και άρχισε να χτυπάει επίμονα το κουδούνι.

Ο Άνθιμος της μίλησε άσχημα και την έδιωξε, απειλώντας να καλέσει την αστυνομία.

Το επόμενο πρωί η Γιαννακοπούλου, που δεν άντεχε άλλο την απόρριψη, είχε στήσει καρτέρι έξω από το σπίτι του στην οδό Φιλαδελφείας.

Όταν εκείνος εμφανίστηκε, τον πλησίασε και προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά της γύρισε την πλάτη.

Χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε από την τσάντα της το όπλο και άρχισε να τον πυροβολεί μέχρι που τελείωσαν οι σφαίρες.

Η περιπλάνηση της δολοφόνου και η σύλληψη της έξω από μοναστήρι.

Μετά τη δολοφονία περιπλανιόταν μόνη της για τρεις ημέρες.

Αμέσως μετά τη δολοφονία, η Γιαννακοπούλου μπήκε στο αυτοκίνητο του κουνιάδου της με το οποίο κινούνταν και άρχισε να περιπλανιέται στη Νέα Σμύρνη. Πέταξε σε διαφορετικούς κάδους το όπλο τα φυσίγγια και τη γεμιστήρα και εγκατέλειψε το αυτοκίνητο.

Με ταξί έφτασε στην Ομόνοια από όπου νοίκιασε ένα ποδήλατο.

Την πρώτη νύχτα την πέρασε σε μια εγκαταλειμμένη οικοδομή στην Καλλιθέα.

Την επόμενη μέρα πήγε στο Αιγάλεω και στη συνέχεια στην Ελευσίνα όπου διανυκτέρευσε σε ένα πάρκο.

Την Τρίτη ημέρα και ενώ οι αρχές αναζητούσαν τον δράστη, βρέθηκε στη Μάνδρα Αττικής και το βράδυ έφτασε στο μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου όπου εξομολογήθηκε σε μια μοναχή, την πράξη της.

Η μοναχή ειδοποίησε την αστυνομία και η δολοφόνος συνελήφθη.

Η ομολογία και η καταδίκη της Γιαννακοπούλου

«Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει.

Αυτή ήταν η πρώτη κουβέντα της Γιαννακοπούλου κατά την απολογία της στον ανακριτή.

Αφού περιέγραψε με λεπτομέρειες τα πάντα για τη σχέση τους και πως έφτασαν στην τραγική κατάληξη δήλωσε:«Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου».

Το δικαστήριο επέβαλε στη δολοφόνο ποινή κάθειρξης 20 ετών, αλλά μετά από έφεση του εισαγγελέα καταδικάστηκε σε ισόβια.

Στο άκουσμα της απόφασης κατέρρευσε και είπε : «Πείτε στον Γιώργο, τον άνδρα μου, να συνεχίσει με ή χωρίς εμένα. Για τον γιο μας».

Καθ΄όλη τη διάρκεια της δίκης αλλά και της φυλάκισής της, η Γιαννακοπούλου είχε στο πλευρό της τον άντρα και τον γιο της.

Αποφυλακίστηκε μετά από αίτησή της τον Αύγουστο του 2013.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Επίγειος Θεός» της σειράς Κόκκινος Κύκλος.

 

Υπόθεση Σπύρου Καββαδία

«Ο μπαμπάς και η μαμά μάλωναν. Την τράβηξε από τα μαλλιά και εκείνη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Μετά την έβαλε στο κρεβάτι, της έβαλε στο πρόσωπο δύο μαξιλάρια και η μαμά κοιμήθηκε».

Μόλις στα τρία της χρόνια η Βασούλα έγινε μάρτυρας της δολοφονίας της μητέρας της, μέσα στο σπίτι τους στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης. Περιέγραψε τη σκηνή όπως αποτυπώθηκε στο αθώο της μυαλό, «οδηγώντας» στη λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης της 27χρονης Τάνιας Χαριτοπούλου.

Ο κατά 15 χρόνια μεγαλύτερος σύντροφός της, Σπύρος Καββαδίας, παρά την καταδίκη του, δεν αποκάλυψε ποτέ την τύχη της, υποστηρίζοντας ότι έφυγε από το σπίτι με την θέλησή της και ότι είναι ακόμη ζωντανή. «Και 200 χρόνια να την ψάχνουν, δεν πρόκειται να την βρουν», ήταν η φράση – «κλειδί» που είπε στην αδελφή του, Κωνσταντίνα. Στην κατάθεση της γυναίκας στηρίχτηκε και το βασικότερο σκέλος του κατηγορητηρίου. Η ίδια, πάντως, διευκρίνισε στη συνέχεια ότι ο αδελφός της ήταν εκνευρισμένος και εννοούσε ότι η σύντροφός του έφυγε και δεν θα ξαναγύριζε.

Ο Σπύρος Καββαδίας οδηγήθηκε στη φυλακή στις 22 Σεπτεμβρίου 1998, παρά το γεγονός ότι το πτώμα της Τάνιας Χαριτοπούλου δεν βρέθηκε ποτέ. Ένα μήνα νωρίτερα ο αδελφός της είχε δηλώσει την εξαφάνισή της στην Αστυνομία και περίμενε με αγωνία την εξέλιξη της έρευνας. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ο Καββαδίας έπεσε σε πολλές αντιφάσεις, είπαν οι αξιωματικοί που ανέλαβαν την υπόθεση, ενώ δεν έδειξε και ιδιαίτερα ανήσυχος για την τύχη της. Μάλιστα, λίγες ημέρες μετά την εξαφάνισή της, ζήτησε από την αδελφή του να φιλοξενήσει την Βασούλα στο σπίτι της στην Κατερίνη.

 


Γείτονες του ζευγαριού στην Πολίχνη κατέθεσαν ότι το μοιραίο βράδυ άκουσαν τις φωνές της 27χρονης γυναίκας και την επόμενη ημέρα είδαν τον Καββαδία να φεύγει κουβαλώντας στο αυτοκίνητο του μεγάλες σακούλες. «Τσακωθήκαμε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της από το σπίτι, για να φύγει με κάποιον άνδρα που γνώρισε», επέμενε ο ίδιος. Τα ίδια υποστήριξε και στην απολογία του στον 6ο ανακριτή Θεσσαλονίκης.

Όπως αποκαλύφθηκε, το Νοέμβριο του 1992 είχε σκοτώσει και την Ελβετίδα φίλη του, με την οποία συζούσε όταν ήταν μετανάστης στη Βασιλεία. Για χάρη της είχε χωρίσει από την πρώην σύζυγό του, με την οποία είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. Τα καλοκαίρια κατέβαιναν στην Ελλάδα, όπου η 26χρονη Νικόλ Κίρχνερ εργαζόταν στην ταβέρνα του στην Κέρκυρα. Όταν η κοπέλα έμεινε έγκυος, ο Καββαδίας άρχισε να γίνεται βίαιος, ζητώντας της, με απειλές κατά της ζωής της, να μην «ρίξει» το παιδί.

Εκείνη επέστρεψε στην Ελβετία και αναζήτησε καταφύγιο σε κέντρο φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών. Αργότερα νοίκιασε σπίτι και πίστευε ότι είχε χάσει τα ίχνη της. Όμως ο Καββαδίας την εντόπισε, της έστησε καρτέρι και την πυροβόλησε εξ επαφής. Ο ίδιος είχε τη δική του εκδοχή και γι’ αυτό το έγκλημα: «Όταν την σκότωσαν, εγώ ήμουν φιλοξενούμενος σε μια θεία μου στην Αθήνα».

 Σε έρευνα που έγινε στο σπίτι του βρέθηκαν μια κυνηγετική καραμπίνα, μια κλεμμένη αστυνομική ταυτότητα και ένα πλαστό δίπλωμα οδήγησης, τα οποία, όπως ομολόγησε ο ίδιος, χρησιμοποιούσε για να αποφεύγει όλα αυτά τα χρόνια την Ιντερπόλ, που τον αναζητούσε για τη δολοφονία της Ελβετίδας.

Εκτός από τις δύο υποθέσεις ανθρωποκτονίας, διωκόταν και με οκτώ εκκρεμείς καταδικαστικές αποφάσεις για παραβάσεις του αγορανομικού κώδικα, του υγειονομικού κανονισμού και άλλες.

Ο 42χρονος άνδρας προφυλακίστηκε και πρώτα, τον Ιούνιο του 1999, κλήθηκε να λογοδοτήσει για τη δολοφονία στην Ελβετία. «Το άλλοθι του κατηγορουμένου υποτιμά και προσβάλλει τον κοινό νου», τόνισε η εισαγγελέας της έδρας, η οποία αναζήτησε τα κίνητρά του στον πληγωμένο εγωισμό του, που «μετατράπηκε σε απεχθή εγκληματία όταν κατάλαβε ότι θα έχανε για πάντα από κοντά του την 26χρονη Ελβετίδα φίλη του».

Ο ίδιος μίλησε στην απολογία του για εμπόρους ναρκωτικών, που πυροβόλησαν και σκότωσαν τη νεαρή σύντροφό του, «εκτελώντας» την για δεύτερη φορά, αλλά δεν έπεισε. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση, χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό και του επέβαλε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στο άκουσμα της ποινής ο Σπύρος Καββαδίας έδειχνε το ίδιο ψύχραιμος, όπως και την πρώτη ημέρα της δίκης. Σαν να μην ήταν αυτός ο ένοχος. Η αδερφή του δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς μέσα στη δικαστική αίθουσα.

Η δίκη του για τη δολοφονία της Τάνιας Χαριτοπούλου άρχισε το Μάρτιο του 2000 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Έδεσσας. Ήταν «εκρηκτική», σημαδεύτηκε από πολλές αντεγκλήσεις, ενστάσεις και διακοπές και το τέλος της βρήκε τον κατηγορούμενο αθώο, χάρη στις ψήφους των τεσσάρων ενόρκων, που δεν πείστηκαν για την ενοχή του.

Ωστόσο ο εισαγγελέας εφετών Θεσσαλονίκης Ευάγγελος Κατσής άσκησε έφεση κατά της απόφασης, με το σκεπτικό ότι κατά την ακροαματική διαδικασία λανθασμένα οι ένορκοι τον έκριναν αθώο, σε αντίθεση με τους τακτικούς δικαστές, που ψήφισαν την ενοχή του χωρίς ελαφρυντικά και τον εισαγγελέα της έδρας, Βασίλη Χαλτούπη, ο οποίος έκανε λόγο για έναν «καθ’ έξιν φονιά».

Έτσι η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό το Νοέμβριο του 2002 στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου και πάλι ο Σπύρος Καββαδίας απειλήθηκε με λιντσάρισμα από την οικογένεια της Τάνιας. Αυτή τη φορά η ετυμηγορία ήταν εντελώς διαφορετική. Το δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.


Να σημειωθεί ότι τον Οκτώβριο του 2014 είχε αποδράσει από τις φυλακές Αγυάς Χανίων όταν πήρε δεκαήμερη άδεια και δεν επέστρεψε. Συνελήφθη λίγες ημέρες αργότερα σε διαμέρισμα κοντά στην πλατεία Αμερικής. Στο διάστημα που κυκλοφορούσε ελεύθερος, επιτέθηκε μαζί με άλλο ένα άτομο και τραυμάτισε σοβαρά πρώην συγκρατούμενό του με τον οποίο είχε διαφορές.

Όπως έγινε γνωστό στην εκπομπή «Φως Στο Τούνελ» αποκαλύφθηκε ότι ο δολοφόνος δύο γυναικών κυκλοφορεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους που είχε απειλήσει ότι θα σκότωνε όλους τους υπεύθυνους για τη συνωμοσία εναντίον του εννοώντας την Αγγελική Νικολούλη.

Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της εκπομπής, ο Καββαδίας αποφυλακίστηκε το 2020 με περιοριστικούς όρους από το Κ.Κ Κέρκυρας με την υποχρέωση να μην φύγει από το νησί που είναι άλλωστε η γενέτειρά του.

Σε αυτή την υπόθεση βασίστηκε το βιβλίο της Αγγελικής Νικολούλη με τίτλο «Έρωτας φονιάς» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

 

Υπόθεση Κικής Κούσογλου

«Και αν εσύ δεν μ’ αγάπησες εγώ σε αγαπώ, και αν εσύ με σκότωσες εγώ ακόμη ζω!».

Είναι τα λόγια της Κικής Κούσογλου από τη Βέροια, που βρέθηκαν γραμμένα στο ημερολόγιό της και θεωρήθηκαν προφητικά.


Η 20χρονη κοπέλα εξαφανίστηκε μυστηριωδώς τον Απρίλιο του 2005.

Για περίπου τέσσερις μήνες, η εξαφάνισή απασχολούσε τις αρχές, αλλά και την κοινή γνώμη, καθώς η υπόθεση παρουσιάστηκε και στην τηλεόραση.

Ανάμεσα στους ανθρώπους που αναζητούσαν την κοπέλα ήταν και ο επί 5 χρόνια σύντροφός της Δάνος Μουρατίδης.

Ο Δ. έκανε έκκληση μέσω τηλεόρασης για να βρεθεί η αγαπημένη του.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες συγγενών και φίλων, οι δύο νέοι γνωρίστηκαν και ξεκίνησαν τη σχέση τους όταν η Κική ήταν 15 ετών, αλλά ως ζευγάρι αντιμετώπιζαν συχνά προβλήματα.

Ο Δ. ήταν ζηλιάρης και η Κική θεωρούσε τον εαυτό της θύμα, επειδή κατά τους καυγάδες τους, συνήθως υποχωρούσε.

Παρά τις συχνές εντάσεις, το ζευγάρι δεν έπαιρνε την απόφαση να χωρίσει και οι δυο νέοι έσμιγαν ξανά, μετά από κάθε καυγά.

Τον Μάρτιο του 2005 η Κική είχε ζητήσει από τον Δ. να χωρίσουν.

Την ημέρα της εξαφάνισής της, συναντήθηκε μαζί του την ώρα που σχολούσε από την καφετέρια που δούλευε και ο Δ. προσφέρθηκε να την πάει στο σπίτι της.

Η κοπέλα δέχτηκε, αλλά τελικά κατέληξαν στο σπίτι του νεαρού, όπου σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, ξεκίνησαν τις ερωτικές περιπτύξεις χωρίς όμως να προχωρήσουν.

Η Κική το μετάνιωσε και ζήτησε από τον πρώην σύντροφό της να σταματήσουν και να την πάει στο σπίτι της.

Τελικά ο νεαρός την έπεισε να κοιμηθεί στο δικό του σπίτι χωρίς όμως να έχουν επαφή.

Όταν η Κική αποκοιμήθηκε, ο Δ., ο οποίος ήταν σίγουρος ότι η κοπέλα είχε γνωρίσει κάποιον άλλον, έψαξε το κινητό της.


Ένα μήνυμα προς την κολλητή της φίλη που έγραφε: «τι να κάνω που τον θέλω πάλι και ο μ… δεν είπε τίποτα για μετά», τον εξόργισε.

Έξαλλος, όρμησε στο δωμάτιο, την ξύπνησε και άρχισαν να καυγαδίζουν.

Από το επόμενο πρωί, τα ίχνη της Κικής χάθηκαν.

Το «θέατρο» του νεαρού

Όταν η μητέρα της κοπέλας ενημερώθηκε ότι έλειπε δύο μέρες από τη δουλειά της, πήγε στην αστυνομία και δήλωσε την εξαφάνισή της.

Ένας από τους πρώτους ύποπτους που εξετάστηκαν ήταν ο Δ., ο οποίος παραδέχτηκε ότι ήταν μαζί της το βράδυ πριν εξαφανιστεί, αλλά επέμενε ότι δεν γνώριζε τίποτα άλλο.«Ξύπνησα και δεν τη βρήκα στο δωμάτιο», είπε ενώ ανέφερε πως όταν διαπίστωσε ότι η Κική είχε φύγει, θεώρησε ότι ο χωρισμός τους ήταν οριστικός και της έστειλε το εξής μήνυμα: «όπως νομίζεις εσύ. Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένη. Καλά να περνάς, φιλάκια».

Οι αρχές δεν είχαν κάποιο στοιχείο εναντίον του και τον άφησαν ελεύθερο.

Η υπόθεση της εξαφάνισης της κοπέλας όμως έγινε γνωστή και ο κόσμος παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις εξελίξεις από την τηλεόραση.

Ο Δ. αρχικά δεν ήθελε να δώσει συνέντευξη σε κανέναν, αλλά τελικά, μετά από μερικές εβδομάδες, μίλησε στην Αγγελική Νικολούλη, όπου είπε τα ίδια που είχε πει και στους αστυνομικούς.

Μάλιστα, ο νεαρός έκανε έκκληση σε όποιον γνώριζε πληροφορίες να βοηθήσει, ώστε να βρεθεί η αγαπημένη του. Η αστυνομία είχε ήδη τις υποψίες της, αλλά και η δημοσιογράφος ισχυρίστηκε ότι τον θεώρησε ύποπτο, εξαιτίας των αντιδράσεών του.

Οι αρχές αξιολόγησαν όλα τα νέα στοιχεία που προέκυψαν και οι υποψίες στράφηκαν ξανά στον Δάνο.

Η ομολογία

Ο Δ. ήταν πια ο νούμερο ένα ύποπτος, αλλά η αστυνομία δεν είχε αποδείξεις για την κατηγορία.

Μέχρι που η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ενημέρωσε την αστυνομία, ότι όταν το μήνυμα- άλλοθι του Δ. εστάλη στην Κική, οι δύο συσκευές, έπαιρναν σήμα από την ίδια κεραία, βρίσκονταν δηλαδή στο ίδιο σημείο!

Ο Δ. κατάλαβε ότι πια δεν μπορούσε να κρυφτεί και ομολόγησε το έγκλημά του.

Κατά τον καυγά τους στο σπίτι του θόλωσε και στραγγάλισε την αγαπημένη του.«Την τράβηξα πάνω μου. Δεν θυμάμαι αν φώναζε ή αν είπε κάτι. Όταν την άφησα, δεν κουνιόταν. Έπιασα το σφυγμό της. Διαπίστωσα πως δεν αναπνέει. Εκείνη την ώρα τα έχασα. Πανικοβλήθηκα και αποφάσισα να την εξαφανίσω. Δεν ξέρω τι έπαθα. Λες και δεν ήμουν εγώ».

Ο Δ. είχε κάνει πράξη την κουβέντα που πολλές φορές είχε πει στην αγαπημένη του πάνω σε καυγά: «Μόνο νεκρούς θα μας χωρίσουν».

Αμέσως μετά τον φόνο, ο Δ.Μ έδρασε σαν «επαγγελματίας δολοφόνος».

Μετέφερε το πτώμα στην περιοχή του φράγματος Ασωμάτων, όπου το άφησε.

Πήρε την τσάντα και τα προσωπικά αντικείμενα του θύματος και τα πέταξε κάπου μακριά ώστε να μη βρεθούν ποτέ.

Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι ενός ξαδέλφου του και του ομολόγησε ακριβώς τι είχε συμβεί.

Το επόμενο πρωί, οι δυο τους έθαψαν το πτώμα σε μέρος που κανείς δεν θα το έβρισκε.

Μετά την ομολογία, ο Δ.Μ υπέδειξε το σημείο στις αρχές, όπου πράγματι βρέθηκε το πτώμα της Κικής Κούσογλου.

Στην απολογία του, ο δράστης ήταν ψύχραιμος και υποστήριξε ότι θόλωσε και έκανε μηχανικές κινήσεις σαν να μην ήταν ο εαυτός του, ενώ ζήτησε συγνώμη από την οικογένεια της Κικής.

Το δικαστήριο του επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης, ενώ στο ξάδελφό του, που τον είχε βοηθήσει, ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών.

Σε αυτή την υπόθεση βασίστηκε το βιβλίο της Αγγελικής Νικολούλη με τίτλο «Ονειρεύτηκα το δολοφόνο σου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Η μητέρα της Κικής Κούσογλου που δολοφονήθηκε στη Βέροια το 2005 από τον σύντροφό της, Δάνο Μουρατίδη, ξεσπά μετά την είδηση που ήρθε στο «φως» της δημοσιότητας από το protothema.gr, ότι αποφυλακίστηκε το 2021 από τις φυλακές των Διαβατών και έχει φτιάξει και πάλι τη ζωή του.

Μιλώντας στο Star και την εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», δήλωσε: «Μακάρι να μην είναι αλήθεια. Γιατί καταλαβαίνετε πώς νιώθω, αν μάθω ότι έχει αποφυλακιστεί. Αρχίζω και τρέμω ολόκληρη και έρχονται όλες οι αναμνήσεις μπροστά μου και ξέρω ότι αυτός έχει καταδικαστεί για 24 χρόνια, τα οποία θα πρέπει να κάνει την ποινή του και μετά να βγει. Η ζωή μου προχωράει μεν, γιατί έχω μια κόρη ακόμη, έχω δύο εγγόνια. Έχω τα εγγόνια και μου δίνουν ζωή. Βλέπω συνέχει την Κική στον ύπνο μου. Τη βλέπω πως είναι πολύ καλά. Τη βλέπω σε πολύ ωραίο σπίτι με πάρα πολύ ωραίο γκαζόν γύρω γύρω. Όλα τα όνειρά μου είναι ωραία μαζί της».

 «Κάθε μέρα που βλέπω στην τηλεόραση αυτά τα κορίτσια που τα σκοτώνουν, ανεβαίνει η πίεσή μου στο κεφάλι μου. Δεν έχουμε νόμους γι' αυτό το πράγμα. Ποια είναι τα ισόβια; Εγώ σαν μάνα που μου σκότωσε το παιδί μου δεν θα πω ποτέ να τον σκοτώσουν. Δεν θα πω ποτέ αυτή την λέξη. Αλλά θα ήθελα να μείνει μέσα ισόβια. Η κόρη μου δυστυχώς πλήρωσε το ότι ήταν πολύ όμορφη. Έχω την Κική μου πάλι, έτσι έχουν βγάλει το πρώτο μου εγγόνι. Δεν αναπληρώνει τη θέση της άλλα έστω που την ακούω να την φωνάζουν και μου δίνει δύναμη αυτό το πράγμα. Αν η κόρη μου μου είχε πει έστω και το παραμικρό θα μπορούσα κάτι να είχα κάνει. Δεν μου έλεγε τίποτα ούτε εμένα ούτε στην αδερφή της. Τα κρατούσε μέσα της. Εύχομαι να μην έρθει στη Βέροια γιατί φοβάμαι, όχι από εμένα, αλλά από τα δικά μου τα άτομα ότι θα του κάνουν κακό. Και το ξέρει αυτό, δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει στη Βέροια» πρόσθεσε η μητέρα της αδικοχαμένης Κικής.

Υπόθεση Κώστα Πάσσαρη

«Γεννήθηκα για να σκοτώνω…θα τους σκοτώσω όλους», φώναζε ο Κώστας Πάσσαρης μετά την σύλληψη του για το μακελειό στο Γενικό Κρατικό, το 2001, όπου πυροβόλησε εν ψυχρώ δυο αστυνομικούς.

Οι Aθανάσιος Δρακόπουλος, 47 ετών και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος, 49 ετών υπέκυψαν άμεσα στα τραύματά τους, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά και  ένας ειδικός φρουρός του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Ανδρέας Φυσέκης, 33 ετών.«Δεν έχω κάτι προσωπικό με τους ανθρώπους, αν δεν ήθελαν να με συλλάβουν δεν θα σκότωνα κανέναν από αυτούς. Απλά οι αστυνομικοί πρέπει να πεθαίνουν, όπως και οι ίδιοι σκοτώνουν πριν δώσουν την ευκαιρία της απολογίας. Σκοτώνουν γιατί έτσι τους αρέσει», είχε πει σε συνέντευξη του μέσα από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας στη Ρουμανία.

Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1975, όταν ο πατέρας του ήταν μόλις 17 ετών, ενώ η μητέρα του, η Ρουμάνα Μαρία Αυγούστα, πέθανε έξι χρόνια αργότερα. Ο ίδιος ονειρευόταν να γίνει καπετάνιος.



Το 1990 φοιτούσε στη Ναυτική Σχολή στις Οινούσσες αλλά γρήγορα παρουσίασε παραβατική συμπεριφορά. Διέπραξε πολλές κλοπές, οι οποίες μετά από ένα διάστημα πύκνωναν με αποτέλεσμα η κοινωνία του νησιού να αντιδράσει.

Ο ανήλικος τότε μαθητής, κυκλοφορούσε με πολλά χρήματα τα οποία επιδείκνυε με αγορές και σπατάλες. Αυτό κίνησε τις πρώτες υποψίες. Λίγο αργότερα συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές. Ο εισαγγελέας του είχε πει «καλύτερα επαίτης, παρά κλέφτης».

Ακολούθησε την προτροπή του δικαστικού και δεν δίστασε να ζητιανέψει, χωρίς να έχει ανάγκη από τα χρήματα. Η αστυνομία που πλέον τον είχε υπό στενή παρακολούθηση τον συνέλαβε ξανά και αυτή τη φορά καταδικάστηκε σε 5ετη φυλάκιση.

Ο «ληστής με το καλσόν»

Όταν βγήκε από την φυλακή, πήγε φαντάρος. Υπηρέτησε στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Κομοτηνή, εκεί πέρα από τις κλοπές που έκανε εντός στρατοπέδου, κατέχοντας πλέον την «τέχνη» του ληστή, έμπαινε και άδειαζε σπίτια, παίρνοντας κυρίως μετρητά.

Ήταν ο «ληστής με το καλσόν», που έτρεμε ολόκληρη η Κομοτηνή. Τον έπιασαν, πέρασε στρατοδικείο, όμως κατάφερε να αποδράσει από την Αυλώνα και να έρθει στην Αθήνα. Το 1996, λήστεψε υπό την απειλή όπλου μία γυναίκα που πουλούσε φρούτα στον ηλεκτρικό σταθμό της Kαλλιθέας, ακολούθησε καταδίωξη από αστυνομικούς, εναντίον των οποίων δεν δίστασε να πυροβολήσει. Τελικά συνελήφθη επί τόπου.

Eκτίοντας την ποινή του στις φυλακές Kασσάνδρας, στη Xαλκιδική, γνωρίστηκε με τον Pουμάνο Nικολάε Γκόρεα.

Στις 4 Δεκεμβρίου του 1999 αποφυλακίσθηκε και ένωσε τις δυνάμεις του με τον  Ρουμάνο και έναν άλλο ομοεθνή του, Iον Bασίλι.

Σύμφωνα με την Ελληνική Αστυνομία, από τις 31 Iανουαρίου έως τις 17 Φεβρουαρίου του 2000 πραγματοποίησαν από κοινού ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Aθήνας.

Η συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πλατεία Βάθη

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα», όλα άρχισαν στις 19 Φεβρουαρίου 2000.Ένα τυχαίο μπλόκο, ένας έλεγχος ρουτίνας ανδρών της ομάδας «Σίγμα» της Άμεσης Δράσης, στην πλατεία Βάθη κατέληξε σε αιματηρή συμπλοκή.

Οι τρεις νεαροί, δυο Ρουμάνοι και ένας Έλληνας δέχτηκαν χωρίς να προβάλλουν κάποια αντίσταση τον έλεγχο των αστυνομικών. Ήταν όμως αποφασισμένοι να μετατρέψουν την οδό Μαιζώνος, σε πεδίο μάχης.

Με αυτόματα όπλα γάζωσαν το πλήρωμα του περιπολικού, ρίχνοντας βολές κατά ριπάς.

Από την συμπλοκή τραυματίστηκαν στα χέρια και στα πόδια οι αστυνομικοί Παναγιώτης Πολύχρονος και Προκόπης Βλάσης. Τα αλεξίσφαιρα γιλέκα αποδείχτηκαν σωτήρια.

Στην οδό Μαιζώνος έπεσε νεκρός ο Ρουμάνος Βασίλε Ίον, ενώ διέφυγαν την σύλληψη ο Κώστας Πάσσαρης και ο φίλος του Νικολάι Γκορέα.

Τα στοιχεία του κακοποιού έγιναν γνωστά από τον ίδιο την επόμενη μέρα. Μέσω ραδιοφώνου ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση στον αστυνομικό τμήμα Μάνδρας και απειλούσε ότι θα εκδικηθεί τον θάνατο του συνεργού του.

Στις 22 Φεβρουαρίου η αστυνομία τον συλλαμβάνει σε μπαρ της πλατείας Αμερικής, ύστερα από στενή παρακολούθηση.

Ο Πάσσαρης δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει το όπλο του. Κατά τις ανακρίσεις, σύμφωνα με το ρεπορτάζ κατονόμασε τον δεύτερο συνεργό του Νικολάε Γκορέα, ο οποίος συμμετείχε στην αιματηρή συμπλοκή της πλατείας Βάθης.

Λίγες ώρες αργότερα ο Γκορέα έπεσε νεκρός από αστυνομικά πυρρά, στην παλτεία της Πετρούπολης. Ο Πάσσαρης υπέστη σοκ στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του αδερφικού του φίλου, που γνώρισε στα 15 του στις φυλακές της Κασσαβέτειας, γεγονός που τον οδήγησε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, ύστερα από επαναλαμβανόμενα αιτήματα για επιληπτικές κρίσεις.

Ένα χρόνο αργότερα, ο Πάσσαρης έστησε το δολοφονικό σκηνικό, για να εκδικηθεί, εις βάρος των αστυνομικών που τον συνόδευαν.

O Πάσσαρης την ημέρα της μεταγωγής του έχει συμπληρώσει περίπου ένα χρόνο συνεχόμενου εγκλεισμού. Αν και ανήκε στην κατηγορία των επικίνδυνων κρατουμένων, επιβιβάστηκε στο υπηρεσιακό όχημα που θα τον οδηγούσε στο νοσοκομείο, χωρίς κανένα σωματικό έλεγχο.

Ο ειδικός φρουρός Ανδρέας Φυσέκης, που τον συνόδευε περιγράφει τι συνέβη:«Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο».

Οι δύο αστυνομικοί έπεσαν νεκροί κι ο Πάσσαρης εξαφανιζόταν τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση. Για τον Φυσέκη, που επιβίωσε τελικά, ο Πάσσαρης είπε αργότερα σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Χαίρομαι που επιβίωσε ο Φυσέκης, γιατί δεν γνώριζα ότι ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος. Ήταν χειμώνας, φόραγαν τζάκετ κι είχα κάθε λόγο να υποθέσω ότι ήταν οπλισμένος. Θα πρέπει κάποια στιγμή να βγει και να πει την αλήθεια».

Η γκάφα των αστυνομικών στην κρυψώνα του Ν.Κόσμου

Στα τέλη Ιουνίου 2001 η ΕΛ.ΑΣ. έκανε έφοδο σε ένα διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54, όπου σύμφωνα με πληροφορίες που αποδείχθηκαν αληθινές υπήρχαν όπλα, χειροβομβίδες, ασύρματοι, λίστες με τις συχνότητες της Αστυνομίας και ναρκωτικά. Εκεί συλλαμβάνουν επί τόπου τον 24χρονο Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, πρώην κρατούμενο. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προκύπτει ότι ο Πολυδωρόπουλος, όχι μόνο υπήρξε συγκρατούμενος του Πάσσαρη, αλλά ήταν και συγκάτοικοι.

Αμέσως οργανώθηκε γιγαντιαία επιχείρηση σύλληψης του δραπέτη και το απόγευμα της 31ης Ιουλίου 2001 επιστρατεύθηκαν περισσότεροι από εκατό αστυνομικοί.

Μετά από πολύωρη αναμονή, γύρω στις 23:00 δόθηκε το σήμα: «‘Αγνωστο και ύποπτο άτομο πλησιάζει την είσοδο της πολυκατοικίας». Δευτερόλεπτα μετά, αφού μπήκε κλειδί στην πόρτα, ακούστηκε η φράση: «Δημήτρη, τι έγινε;».

Οι αστυνομικοί φώναξαν από μέσα, πριν καν μπει στο διαμέρισμα: «Αστυνομία! ακίνητος».

Ο άγνωστος έκλεισε την πόρτα και την ίδια στιγμή ο ένας αστυνομικός πυροβόλησε διαδοχικά πίσω από την πόρτα. Μια σφαίρα τον πέτυχε το πόδι, αλλά τράπηκε σε φυγή. Κατέβηκε τους δύο ορόφους και εξαφανίστηκε προς την οδό Εκαταίου.

Η φυγή στη Ρουμανία

Ο Πάσσαρης, στα μέσα Σεπτεμβρη του 2001 διέφυγε με πλαστό διαβατήριο για τη Ρουμανία όπου συνέχισε τη δράση του στην παρανομία με το συνεργό του Πόπα.

Τα ξημερώματα της 25ης Nοεμβρίου του 2001, κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος του Βουκουρεστίου, σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο, αφαίρεσε 16.000 δολάρια, όμως έχασε το κινητό του τηλέφωνο. Οι Ρουμάνοι αστυνομικοί που έφτασαν επί τόπου βρήκαν εύκολα τους τελευταίους αριθμούς που είχε καλέσει ο Πάσσαρης και συνέλαβαν σχεδόν αμέσως έναν ύποπτο, που αποδείχθηκε ότι είχε σχέση με κυκλώματα μαστροπείας.

Εκείνος, γνωρίζοντας ότι είχε χάσει το κινητό του και υποπτευόμενος παρακολούθηση του δεύτερου τηλεφώνου του από την αστυνομία, προσπάθησε να παραπλανήσει τον γνωστό του λέγοντάς του ότι βρίσκεται εκτός Βουκουρεστίου.

Οι Ρουμάνοι όμως κατάφεραν να εντοπίσουν ότι βρισκόταν σε συγκεκριμένο διαμέρισμα και αποφάσισαν την επιτυχή – τελικά – έφοδο. Αφού συνελήφθη και παρέμεινε υπόδικος για αρκετούς μήνες, τελικά, στις 30/7/03 οδηγήθηκε σε δικαστήριο του Bουκουρεστίου και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης (δις) για τη ληστεία και τη διπλή ανθρωποκτονία.

Σήμερα ο Κώστας Πάσσαρης μέσα την φυλακή της Ρουμανίας δηλώνει μετανιωμένος και αφοσιωμένος στο Θεό.

Υποστηρίζει ότι άλλαξε τρόπο σκέψης και θέλει να ζητήσει συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων. Σύμφωνα με τον πνευματικό του, πατέρα Γερβάσιο, ο Πάσσαρης είναι αυτό που είναι, όμως είναι δικαίωμα του κάθε ανθρώπου μέσα από την περισυλλογή και την πίστη του να μετανοεί. Ο ιερωμένος, είναι στο πλευρό του Πάσσαρη αρκετά χρόνια και δηλώνει ότι ο κακοποιός, δεν γνώρισε ποτέ την αγάπη της μάνας, μεγάλωσε μόνος και κατέληξε να είναι το «αγρίμι των Βαλκανίων».

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Θηρίο» της σειράς 10η Εντολή.

 

Υπόθεση οικογένειας Χρυσαφίδη

Το βράδυ της 17ης Ιουνίου 1991, η Αγγελική Παπαλεξανδράτου επισκέφτηκε τη φίλη της, Λιζ Χρυσαφίδη, στο σπίτι της στην Εκάλη. Εκεί ήταν όλη η οικογένεια, ο σύζυγος της, Μιχάλης Χρυσαφίδης και οι δύο γιοι τους, Γιώργος και Μιχάλης.

Η βίλα Χρυσαφίδη στην Εκάλη.

Μίλησαν για το πάρτυ που οργάνωναν για την κόρη της Παπαλεξανδράτου και γύρω στα μεσάνυχτα, η Παπαλεξανδράτου τους καληνύχτησε και αποχώρησε. Κανείς δεν τους ξαναείδε ζωντανούς. Το επόμενο πρωί, οι συνεργάτες του Χρυσαφίδη από το εργοστάσιο που διοικούσε, τηλεφώνησαν στο σπίτι.

Το σήκωσε ο οικιακός τους βοηθός, ο 28χρονος Ταϊλανδός Πρασέρτ Σερτουασάνα, που τους ενημέρωσε ότι η οικογένεια είχε φύγει για διακοπές και θα επέστρεφε στις 28 του μηνός.

Το ίδιο είπε και στον κηπουρό, Κυριάκο Κοίλιαρη, που ήρθε για να περιποιηθεί τον κήπο.

Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η σύζυγος του Ταϊλανδού, Ουαζίτα, πήγε στο σπίτι του Αιγύπτιου πρέσβη, όπου δούλευε η μητέρα του, Κάνυα.

Η δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη σε βρετανικό έντυπο. Η Ελισάβετ Χρυσαφίδη ήταν Βρετανή και επρόκειτο να επιστρέψει στη χώρα για να επισκεφτεί τον άρρωστο πατέρα της, πριν δολοφονηθεί.

Ταραγμένη, η Ουαζίτα της είπε ότι ο πατέρας της ήταν σοβαρά άρρωστος και έπρεπε να ταξιδέψει άμεσα στην Μπανγκόκ για να τον δει.

Έφυγαν μαζί και πήγαν να αγοράσουν αεροπορικά εισιτήρια για την Ταϊλάνδη.

Έκλεισαν δύο, στο όνομα της Ουαζίτα και του συζύγου της.`Λίγο αργότερα, επισκέφτηκαν την αδελφή της Κάνυα, Μαλιράτ, για να της πουν ότι και ο δικός τους πατέρας ήταν άρρωστος και έπρεπε να φύγουν για την Ταϊλάνδη.

Η Μαλιράτ τηλεφώνησε στους δικούς της και έμαθε ότι ο πατέρας της έχαιρε άκρας υγείας.

Παρ’ όλα αυτά, την επόμενη η μέρα, η Κάνυα αγόρασε άλλα δύο εισιτήρια για Μπανγκόκ με 113 χιλιάδες δραχμές που δανείστηκε από τη δουλειά της.

Οι τέσσερίς τους έφυγαν για Ταϊλανδη την Παρασκευή, 21 Ιουνίου στις 5.40 το απόγευμα.

Πλέον, όσοι επισκέφτηκαν τη βίλα της οικογένειας Χρυσαφίδη στην Εκάλη, έβλεπαν ένα χειρόγραφο σημείωμα που έλεγε ότι η οικογένεια έλειπε για διακοπές και θα επέστρεφε στις 26 Ιουνίου.

Η φρικτή αποκάλυψη

Η οικογένεια Χρυσαφίδη είχε δολοφονηθεί.

Μιχάλης Χρυσαφίδης.

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου, συναντήθηκαν έξω από το σπίτι ο ανιψιός του Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης, ο γείτονάς του, Βασίλης Σαλαπάτας και διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου, Αντώνης Γεωργιάδης.

Ανήσυχοι μετά την ξαφνική και πολυήμερη απουσία του Χρυσαφίδη, αποφάσισαν να ερευνήσουν το σπίτι.

Με τη βοήθεια ενός κλειδαρά, κατάφεραν να μπουν μέσα και αντίκρισαν ένα μακελειό.

Εντόπισαν τα πτώματα στο υπόγειο, σε τρία ξεχωριστά δωμάτια.

Πρώτα, βρήκαν τον 16χρονο Μιχάλη.

Είχε φιμωθεί με ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα με νάιλον σχοινί, ενώ το πτώμα του είχε καλυφθεί με μία κουβέρτα.

Τον είχαν ξυλοκοπήσει άγρια, το στέρνο του είχε σπάσει και τον είχαν αποτελειώσει με μια βαριοπούλα.

Στο διπλανό δωμάτιο, κείτονταν νεκροί ο μεγαλύτερος αδελφός του και ο πατέρας του.

Τα χέρια και τα πόδια του μικρού ήταν δεμένα, αλλά όχι και του πατέρα του.

Τα πτώματα ήταν και αυτά σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες.

Στο τρίτο δωμάτιο, βρισκόταν το πτώμα της μητέρας, Λιζ.

Ελισάβετ «Λιζ» Χρυσαφίδη.

Φορούσε ένα ακριβό φόρεμα, αλλά όχι εσώρουχο, στοιχείο που οδήγησε τις αρχές στο συμπέρασμα ότι είχε βιαστεί.

Από την ιατροδικαστική εξέταση, προέκυψε ότι οι δράστες είχαν σκοτώσει την οικογένεια σε “δόσεις”.

Πρώτα πέθαναν τα παιδιά στις 20 Ιουνίου, μετά ο πατέρας στις 21 και τελευταία η μητέρα, στις 23 Ιουνίου, αφού είχε φύγει από τη χώρα ο βασικός ύποπτος, ο Ταϊλανδός Πρασέρτ Σερτουασάνα.

Όλα τα μέλη της οικογένειας είχαν ξυλοκοπηθεί, πριν τα σκοτώσουν με τα φονικά όπλα που βρέθηκαν στο λεβητοστάσιο και κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας, δηλαδή μια βαριοπούλα, έναν τσεκούρι και ένα σκερπάνι.

Όλα ήταν λερωμένα με αίμα, όπως και ήταν και το πάτωμα του γκαράζ.Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο, βρήκαν χρυσαφικά, ομόλογα και διάφορα έγγραφα, αλλά καθόλου χρήματα.

Υποπτεύονταν ότι ο δράστης είχε πάρει τα χρήματα και ορισμένα απ’ τα κοσμήματα που φυλάσσονταν στο χρηματοκιβώτιο.

Ο Ταϊλανδός μπάτλερ

Πρασέρτ Σερτουσουάνα.

Ο Πρασέρτ Σερτουσουάνα γεννήθηκε στην Μπανγκόκ το 1963 και  ζούσε πολλά χρόνια στην Ελλάδα.

Δούλευε για την οικογένεια Χρυσαφίδη από το 1989, είχε δικό του δωμάτιο και πλέον θεωρούνταν μέλος της οικογένειας.

Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν ως ένα ήρεμο, ευγενικό και χαμογελαστό νέο.

Δύο μήνες πριν από τη δολοφονία, παντρεύτηκε την αγαπημένη του, Ουαζίτα, που εργαζόταν στη Βάρη, στο σπίτι της Μαρίας Πουλιάση.

Σε συνέντευξή της στο “Έθνος” στον Πάνο Σόμπολο, δήλωσε ότι δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το ζευγάρι ήταν υπεύθυνο για τις δολοφονίες: “Αν έχουν σχέση με τις δολοφονίες, κάποιος τους έβαλε, κάποιος τους ανάγκασε να το κάνουν”.

Τα αναπάντητα ερωτήματα

Δυστυχώς, η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη.

Οι ελληνικές αρχές ζήτησαν να συνεργαστούν με την Ταϊλάνδη για την ανάκριση του Σερτουσουάνα, αλλά δεν έλαβαν θετική απάντηση.

Το 1993 και ξανά το 1995, έφτασαν στην Ελλάδα, Ταϊλανδοί αξιωματικοί, οι οποίοι συζήτησαν την υπόθεση με την ελληνική αστυνομία, αλλά δεν κατέληξαν πουθενά.

Παρά την αγριότητα της δολοφονίας και το σοκ που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία, δεν συνελήφθη ποτέ κανείς ούτε δόθηκε ποτέ απάντηση στα ερωτήματα που βασάνιζαν φίλους και συγγενείς.

Βασικός ύποπτος ήταν ασφαλώς ο Σερτουσουάνα, αλλά οι αρχές υποπτεύονταν ότι είχε συνεργούς, καθώς η Λιζ Χρυσαφίδη πέθανε, αφού αυτός είχε φύγει για την Ταϊλάνδη.

Ένα άλλο στοιχείο που προβλημάτισε την αστυνομία ήταν η διαθήκη του Χρυσαφίδη.

Υπήρχε χειρόγραφο σημείωμα του ίδιου, που όριζε ότι αν πέθαιναν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η περιουσία του θα πήγαινε στον ανιψιό του.

Η έρευνα της αστυνομίας δεν κατέληξε πουθενά ούτε θεωρήθηκε ποτέ ύποπτος ο συγγενής.

Την υπόθεση του “μυστηριώδη μπάτλερ” κάλυψε ο δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος και τη συμπεριέλαβε στο βιβλίο του, “Τα Εγκλήματα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα”.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Ο επισκέπτης» της σειράς Κόκκινος Κύκλος.

 

Υπόθεση Θανάση Αρβανίτη

Αποκεφάλισε τη σύντροφό του και περιφερόταν με το κεφάλι της στο χέρι.


Παγωμένη όλη η Ελλάδα παρακολουθούσε τις εξελίξεις σ’ ένα από τα πιο άγρια εγκλήματα. Στις 3 Αυγούστου 2008 στο Βούρβουλο Σαντορίνης, ο 31χρονος Θανάσης Αρβανίτης σκοτώνει με μαχαίρι την 25χρονη σύντροφό του Αδαμαντία Κάρκαλη και στη συνέχεια την αποκεφαλίζει. Στη συνέχεια με απίστευτη ψυχραιμία περιφερόταν στα σοκάκια του νησιού με το κεφάλι και το μαχαίρι στα χέρια προκαλώντας σοκ και αποτροπιασμό σε όσους τον συναντούσαν. Λίγα λεπτά πριν φτάσει η αστυνομία ο 31χρονος, σε κατάσταση αμόκ, πέταξε έξω από το σπίτι αποκεφαλισμένο το σκύλο της κοπέλας.

Όταν έφθασαν οι αστυνομικοί, ο 31χρονος προσποιήθηκε ότι ήθελε να παραδοθεί και πλησίασε τον αστυνομικό που ήταν έξω από το περιπολικό και τον σημάδευε, αλλά ξαφνικά του επιτέθηκε με το μαχαίρι, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει στο στόμα. Ο αστυνομικός πυροβόλησε και τραυμάτισε τον δράστη. Ο 31χρονος ακόμη και τραυματίας πήρε το περιπολικό παρέσυρε και τραυμάτισε δύο γυναίκες γιατρούς, και σταμάτησε όταν οι αστυνομικοί εμβόλισαν το όχημα.

Φονικά σημάδια πριν από το έγκλημα

Ψυχολογική υποστήριξη είχε ζητήσει λίγες ώρες προτού διαπράξει το στυγερό έγκλημα στη Σαντορίνη ο 31χρονος Αθανάσιος Αρβανίτης. Ο δράστης αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και όπως αποκάλυψε ο πατέρας του στους αστυνομικούς είχε νοσηλευτεί κατ΄ επανάληψη σε ψυχιατρικά ιδρύματα και έπαιρνε σχετική φαρμακευτική αγωγή.

Δύο ημέρες προτού σκοτώσει τη γυναίκα του είχε επισκεφθεί με τη συνοδεία της άτυχης Αδαμαντίας το Κέντρο Υγείας του νησιού, όπου του οι γιατροί του συνέστησαν να ακολουθήσει και πάλι θεραπευτική αγωγή. Ο αγροτικός γιατρός που τον εξέτασε συνέστησε στο ζευγάρι να επισκεφθούν ιδιώτη ψυχίατρο, καθώς στη Σαντορίνη δεν υπήρχε ανάλογη υποδομή.«Η Αδαμαντία γνώριζε πολύ καλά το πρόβλημα του άντρα της. Άλλωστε ήταν μαζί 8χρόνια. Είχε όμως αποφασίσει να τον βοηθήσει και ενδεχομένως να είχε πιστέψει πως το είχε ξεπεράσει», είπε στενός συγγενής της κοπέλας.

Χρόνια άρρωστος

Όπως αποκάλυψε στους αστυνομικούς της Ασφάλειας Αττικής ο πατέρας του δράστη, Παναγιώτης Αρβανίτης, ο γιος του παρουσίασε πρώτη φορά προβλήματα ψυχωσικής φύσεως σε ηλικία 21 ετών. Για τον λόγο αυτό διέκοψε τη στρατιωτική θητεία του. Από τους ψυχιάτρους του στρατού εξετάστηκε δύο φορές, κρίθηκε ακατάλληλος για στράτευση και τελικά πήρε απολυτήριο Ι-5. Για δύο χρόνια υποβλήθηκε σε ειδική φαρμακευτική αγωγή και κατά περιόδους νοσηλεύτηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να τον μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη όταν άρχισε να προκαλεί προβλήματα με τη συμπεριφορά του στους συγχωριανούς του στην Άνθεια Έβρου. Ο Αθ. Αρβανίτης, ο οποίος συνέχιζε να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή, άρχισε τις σπουδές του σε σχολή μαγειρικής στη συμπρωτεύουσα. Εκεί, πριν από 8χρόνια, γνώρισε την Αδαμαντία.

Όταν εκείνη πέρασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Ρεθύμνου, την ακολούθησε και εργαζόταν σε εστιατόρια της περιοχής. Συχνά όμως έμενε χωρίς δουλειά για μεγάλα χρονικά διαστήματα καθώς μάλωνε με τους εργοδότες του.

Η οικογένεια της Αδαμαντίας τη συμβούλευσε να επανεξετάσει τη σχέση της. Όμως εκείνη, όπως λένε άνθρωποι του περιβάλλοντος της, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να τον αφήσει. «Πίστευε πως θα μπορούσε να γίνει καλά», λένε συγγενείς της, που αποκαλύπτουν και τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της, όταν τελικά το ζευγάρι αποφάσισε να παντρευτεί.

Το ζευγάρι μετακόμισε στη Σαντορίνη, όπου η Αδαμαντία διορίστηκε στο Ολοήμερο Σχολείο στο Ακρωτήρι. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να γίνει πολύ αγαπητή στους μαθητές της, οι οποίοι την περιγράφουν ως ιδιαίτερα καλή και ευχάριστη δασκάλα. Ο Αθ. Αρβανίτης κατάφερε να βρει τελικά δουλειά ως μάγειρας σε ξενοδοχείο στο Ημεροβίγλι. Όμως και εκεί δεν κατάφερε να μείνει πολύ. Μόλις την προηγούμενη ημέρα ο Αρβανίτης είχε παρουσιάσει ακόμη ένα από τα ξεσπάσματά του και η Αδαμαντια τον είχε πείσει να επισκεφθούν το Κέντρο Υγείας Σαντορίνης. Όπως είχε ενημερώσει την οικογένειά της και την οικογένεια του δράστη,ο Αθ. Αρβανίτης βρισκόταν σε πολύ μεγάλη ένταση και έπασχε από αϋπνίες. Ο γιατρός που ενημερώθηκε για την κατάστασή του τους συνέστησε κάποια ηρεμιστικά χάπια σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνέλεξε η Αστυνομία και τους παρέπεμψε σε ψυχίατρο που θα χορηγούσε θεραπευτική αγωγή.

Η νεκροτομή

Ο δράστης αιφνιδίασε τη γυναίκα του και την αποκεφάλισε ενώ ήταν ζωντανή, συμπέρανε ο ιατροδικαστής Νίκος Καρακούκης, ο οποίος έκανε τη νεκροτομή της άτυχης 25χρονης δασκάλας. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έρευνα η Αδαμαντία Κάρκαλη έφερε συνολικά δέκα μαχαιριές, οι περισσότερες από πίσω στον θώρακα και μία στον λαιμό, εκ των οποίων οι επτά ήταν μεταθανάτιες. Σύμφωνα με τον κ. Καρακούκη δεν υπάρχου ίχνη αντίστασης ή πάλης, γεγονός που επιβεβαιώνει πως η 25χρονη αιφνιδιάστηκε πλήρως.

Το ανατριχιαστικό είναι ότι η πρώτη φάση του αποκεφαλισμού της έγινε ενώ η Αδαμαντία ήταν ζωντανή. «Πρόκειται για ένα από τα στυγερότερα εγκλήματα ακόμη και για εμάς που έχουμε αντιμετωπίσει τόσες δολοφονίες. Συνήθως οι δράστες σκυλεύουν το πτώμα του θύματός τους όταν αυτό έχει πεθάνει. Ο Αθ. Αρβανίτης όμως αποκεφάλισε τη γυναίκα του ενώ αυτή ήταν ζωντανή», αποκάλυψε ανώτερος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.

Τι προκάλεσε το αμόκ του δράστη

ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ «ΑΜΟΚ» οι ειδικοί περιγράφουν μια ψυχική και σωματική κατάσταση στην οποία το άτομο δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του, οι αντιδράσεις του είναι ιδιαίτερα βίαιες και η αντιμετώπισή τους αδύνατη. Πολλές φορές, μάλιστα, όπως συνέβη στην περίπτωση του 31χρονου μάγειρα στη Σαντορίνη, μπορεί να φτάσει με μεγάλη ευκολία στον φόνο.

Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, τέτοιες καταστάσεις εκδηλώνονται σε ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, οι οποίες έχουν ιστορικό αλκοολισμού ή τοξικομανίας, ενώ παρουσίασαν παραβατικότητα κατά το παρελθόν. Οι ψυχοπαθητικές προσωπικότητες γίνονται εύκολα αντιληπτές, αφού χαρακτηρίζονται από έντονη αυτο-περιθωριοποίηση.

Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασθενής, που έχει περιέλθει σε αμόκ, στρέφεται κατά του ίδιου του εαυτού του.«Αν μέχρι να εκδηλωθούν οι συναισθηματικές συγκρούσεις του ατόμου που το οδηγούν στο ξέσπασμα έχει παρουσιάσει σημεία κατάθλιψης ή έντονης εσωστρέφειας, μπορεί να αρχίσει να βλάπτει τον εαυτό του ή ακόμα και να οδηγηθεί στην αυτοκτονία», αναφέρει ο καθηγητής Ψυχολογίας στο Παν. Κρήτης κ. Νίκος Παπαδόπουλος.

Η καταδίκη

Ο Αθανάσιος Αρβανίτης καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για την δολοφονία της συζύγου του, σε κάθειρξη 25 ετών κατά συγχώνευση για απόπειρα ανθρωποκτονίας ενός αστυνομικού και δύο γιατρών και σε φυλάκιση δέκα ετών για τις υπόλοιπες  κατηγορίες μεταξύ των οποίων οπλοφορία, οπλοχρησία, περιύβριση νεκρού, διατάραξη των συγκοινωνιών κλπ. Ο δράστης δέχτηκε την απόφαση απαθής, ενώ δεν δήλωσε μετανιωμένος για τις πράξεις του.

 

Υπόθεση Γιάννη Κατσιλάμπρου

Τα μεσάνυχτα της 16ης Σεπτεμβρίου 2008, δύο μέρες μετά τη γιορτή του Σταυρού και σχεδόν δύο βδομάδες μετά τη βάφτιση της δεκατριών μηνών κορούλας του, ο 38χρονος καθηγητής μουσικής Γιάννης Κατσιλάμπρος έκανε έναν ασυνήθιστο περίπατο στο πάρκο Πικιώνη, απέναντι από τη μονοκατοικία του στη Φιλοθέη. Εκεί όπου κάθε απόγευμα έβγαζε βόλτα την κόρη του και τον γιο του σπρώχνοντας το μπλε καροτσάκι….

Είχε βάλει νωρίς τα παιδιά για ύπνο, γιατί είχε αποφασίσει να θάψει μέσα στις φυλλωσιές τη γυναίκα του.

Ο γιος του διάσημου καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο σκοτεινό μονοπάτι. Μια αστραπή φώτισε τον ουρανό, την ώρα που έβγαζε από το πορτμπαγκάζ το άψυχο σώμα της Παναγιώτας. Ο υπόκωφος ήχος της αξίνας, μέσα  στην ησυχία της νύχτας και ο ανατριχιαστικός ήχος από το φτυάρι που έσκαβε τα φρέσκα χώματα για να ανοίξει τον πρόχειρο λάκκο, συνθέτουν ένα σκηνικό λες και βγήκε από ταινία τρόμου, όμως ήταν ένα από τα πιο μακάβρια εγκλήματα που διαδραματίστηκε, ανάμεσα στα ψηλά δέντρα της κοσμοπολίτικης Φιλοθέης.

Έρωτας με την πρώτη ματιά



Έφηβοι από καλές οικογένειες των βορείων προαστίων και οι δύο, γνωρίστηκαν στα 18 τους μέσω κοινών γνωστών σε καφετέρια και συνήψαν σχέση που εξελίχθηκε και σχέση ζωής. Αυτός ήταν γόνος εύπορης οικογένειας ακαδημαϊκών των βορείων προαστίων (ο πατέρας του Ιωάννη Κατσιλάμπρου ήταν  συνταξιούχος καθηγητής Ιατρικής με ειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη), καθηγητής μουσικής στο Αρσάκειο της Εκάλης.

Η Παναγιώτα Μαζαράκη ξεκίνησε τις μουσικές της σπουδές στην Ελλάδα (Ωδείο Athenaeum, Ωδείο Αττικόν) για να συνεχίσει με υποτροφία στις ΗΠΑ, απ’ όπου πήρε master Πιάνου (Grane School of Music). Στη συνέχεια έγινε δεκτή με υποτροφία στο διδακτορικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα, ενώ τo 2001 πήρε το δίπλωμά της από την Ακαδημία Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ.

Είχε δώσει ρεσιτάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό και είχε συμπράξει με την Ορχήστρα της Βορείου Νέας Υόρκης, αφού κατέκτησε την πρώτη θέση στο Διαγωνισμό Κοντσέρτου της Νέας Υόρκης το 1997. Συμμετείχε σε σεμινάρια πιάνου στην Ελλάδα και το εξωτερικό πλάι σε σημαντικούς σολίστ και είχε εργαστεί ως βοηθός καθηγητή πιάνου στο Crane School of Music.

Τα άφησε όμως για να αφοσιωθεί στον άντρα της και στα παιδιά της. Ήταν σολίστ και είχε δώσει εκπληκτικές παραστάσεις στο εξωτερικό και στο Μέγαρο Μουσικής. Κατέληξε για χάρη του να παραδίδει μαθήματα σε ένα ωδείο. Αλλά δεν την πείραζε. Είχε κάνει πολλές θυσίες γι’ αυτόν. Για χρόνια ολόκληρα, μέχρι να σταθούν στα πόδια τους, ζούσαν με τους γονείς της Παναγιώτας και τα τέσσερα αδέλφια της στο Χολαργό. Τον είχαν σαν παιδί τους, τον λάτρευαν.

Όσοι τους γνώριζαν μιλούσαν για έναν παράφορο, δυνατό έρωτα που κατέληξε σε γάμο, μέσα από τον οποίο απέκτησαν δύο πανέμορφα μωρά.

Το σαράκι

Σύμφωνα με τους γείτονες, το ζευγάρι ζούσε μια φυσιολογική ζωή. «Κάθε μέρα έφευγαν για τις δουλειές τους. Ο Γιάννης ήταν καθηγητής στο Αρσάκειο, στην Εκάλη και εκείνη πήγαινε στο ωδείο. Τα παιδιά τα κρατούσε μια μπέιμπι σίτερ, αλλά και η μητέρα του Γιάννη. Το μεσημέρι επέστρεφαν από τις δουλειές και το απόγευμα έβγαζαν μαζί βόλτα τα παιδιά στο πάρκο Πικιώνη, απέναντι από το σπίτι τους». Ωστόσο τις τελευταίες ημέρες αρκετοί από τους γείτονες είχαν καταλάβει ότι οι ευτυχισμένες μέρες για το ζευγάρι είχαν τελειώσει, καθώς οι φωνές τους, οι καβγάδες τους μέσα στη μέση της νύχτας, ακούγονταν σχεδόν σε όλο το τετράγωνο.

«Από τα τέλη Αυγούστου, μετά τη βάπτιση της μικρής τους κόρης, καβγάδιζαν σχεδόν καθημερινά. Μάλιστα αρκετές φορές ερχόταν η μητέρα του άντρα και έπαιρνε τα παιδιά για να μην ακούνε τις βρισιές, ανέφερε ο κ. Γιάννης και κατέληξε: «Όλοι πιστεύουμε ότι τη ζήλευε, καθώς ήταν μια όμορφη γυναίκα, με φινέτσα, αεράτη και, όπως λένε, πολύ καλύτερη στη δουλειά της από αυτόν. Αυτή ήταν σολίστ και αυτός ένας απλός καθηγητής μουσικής».

Το τελευταίο διάστημα, και εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Γιάννης Κατσιλάμπρου είχε σταματήσει τη φαρμακευτική αγωγή που λάμβανε, η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο άγρια. Κανένας όμως δεν φανταζόταν ότι θα έφταναν στα άκρα.

Η αρχή του τέλους

Στις 15 του μηνός το ζευγάρι άρχισε να τσακώνεται. Η Παναγιώτα επιτέθηκε φραστικά στον Γιάννη και του ζήτησε να χωρίσουν, όμως ο Γιάννης Κατσιλάμπρος δεν την πίστεψε. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που ξεστόμιζε αυτές τις λέξεις…  Κουβέντα στην κουβέντα τα αίματα άναψαν.

Η Παναγιώτα επέμενε αποφασισμένη να κόψει τον γόρδιο δεσμό και να αλλάξει σελίδα στη ζωή της.  Ο Κατσιλάμπρος θόλωσε και κυριεύτηκε από αμόκ.

Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του και σε μια έκρηξη όρμησε πάνω της και τη χτύπησε στο πρόσωπο με ένα σίδερο. Η κοπέλα σωριάστηκε αιμόφυρτη στο πάτωμα και λιποθύμησε.

Την έπιασε από τον λαιμό, λιπόθυμη και την έσυρε στην μπανιέρα για να την πνίξει και τα κατάφερε..

Της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, έπλυνε το σώμα της στην μπανιέρα και την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι. Δοκίμασε να τη θάψει, στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου, στο σπίτι τους. Όμως άλλαξε γνώμη και τις δύο φορές. Φοβόταν.

Την έβαλε στο πορτ μπαγκάζ του Honda CRV και άρχισε να ψάχνει το κατάλληλο μέρος, φθάνοντας μέχρι τα Γλυκά Νερά. Τελικά την πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία, αλλά λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, πήρε ξανά τη σορό και γύρισε σπίτι.


Το σημείο που έθαψε και τσιμέντωσε την Παναγιώτα Μαζαράκη

Το απόγευμα, μετά το έγκλημα, όταν ο Κατσιλάμπρος συνάντησε στο κατώφλι του σπιτιού του τη μάνα του να κρατά στα δυο της χέρια τα μωρά του. Μισό μέτρο πιο πέρα, μέσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, βρισκόταν η όμορφη Παναγιώτα, τυλιγμένη στο σεντόνι και τις μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Το ίδιο βράδυ με το αυτοκίνητο την μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη, όπου την έθαψε και σκέπασε τον αυτοσχέδιο τάφο με τσιμέντο και πέτρες.

Όσκαρ υποκρισίας

Για να θολώσει τα νερά είπε στους γονείς της συζύγου του την επόμενη μέρα πως ενώ οδηγούσε, καυγάδισε με τη γυναίκα του και όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο, αυτή κατέβηκε, έφυγε και από τότε εξαφανίστηκε.  Μαζί με τα πεθερικά του δήλωσαν στις 18 Σεπτεμβρίου στην αστυνομία την εξαφάνισή. Την ίδια ιστορία που είπε στα πεθερικά του, κατέθεσε και στην αστυνομία. Άφησε δύο πρόσφατες φωτογραφίες και έφυγε για το σπίτι του, καθώς έπρεπε να φροντίσει τα δύο ανήλικα παιδιά του. Οι αστυνομικοί ξεκίνησαν τις έρευνες, ενώ την επομένη το πρωί τον κάλεσαν και πάλι στην Ασφάλεια. Όταν ρωτήθηκε αν πάνω στον καβγά χτύπησε τη σύζυγό του, με δάκρυα στα μάτια τούς απάντησε: «Πώς είναι δυνατόν να πιστεύετε κάτι τέτοιο; Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να χτυπήσω τη μητέρα των παιδιών μου. Εγώ τη λατρεύω και θέλω να τη βρείτε πριν να είναι αργά».

Έπειτα επέστρεψε και πάλι στην οικία του για να βγάλει βόλτα στο πάρκο τον σκύλο του και τα παιδιά του. Όλη την εβδομάδα πήγαινε το πρωί στην Ασφάλεια, έπειτα έβγαζε βόλτα τα μωρά στο πάρκο και έπαιζε μαζί τους, είκοσι μόλις μέτρα -σύμφωνα με μαρτυρίες- από το σημείο όπου είχε θάψει την 36χρονη, ενώ τηλεφωνούσε συνεχώς στη διοικήτρια της Ασφάλειας Φιλοθέης, Φωτεινή Καραμέτρου, για να μάθει αν υπήρχαν νεότερα από τις έρευνες. Ωστόσο, τηλεφωνούσε και στην πεθερά του για να πληροφορηθεί αν πέρασε από εκεί η Παναγιώτα και την εκλιπαρούσε, αν την έβλεπε, να της έλεγε να γυρίσει πίσω στα παιδιά της! Πες της να γυρίσει» έλεγε και στη συνέχεια έβγαινε και καθόταν με τις ώρες στο μπαλκόνι του σπιτιού του, που βρίσκεται απέναντι από το πάρκο….

Όμως το μυστικό δεν μπόρεσε να το κρατήσει βαθιά μέσα του.

Συμβούλεψε τον γιο του να ομολογήσει

Κάποια μισόλογα που του ξέφυγαν μπροστά στον πατέρα του, τον ομότιμο καθηγητή Παθολογίας Νικόλαο Κατσιλάμπρο, στάθηκαν αφορμή να αποκαλυφθεί ότι ο γιος του ότι σκότωσε και έθαψε τη νύφη του. Το αρχικό σοκ για τον πανεπιστημιακό άνδρα ήταν μεγάλο, όμως συνήλθε αμέσως και συμβούλευσε τον γιο του, να πάει στην Ασφάλεια με τον δικηγόρο του και να παραδεχτεί την εμπλοκή του στην ανθρωποκτονία, πράγμα το οποίο και έπραξε.

Μία εβδομάδα μετά το άγριο φονικό, ο 36χρονος ύστερα από δύο ώρες εξέτασης «έσπασε» και σε δύο ώρες τα είχε ομολογήσει όλα με κάθε λεπτομέρεια. Στη συνέχεια οδήγησε τους αστυνομικούς του Ανθρωποκτονιών στο πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη, όπου έδειξε το σημείο στο οποίο είχε ενταφιάσει τη σύζυγό του. «Μετάνιωσα για όλα όσα έκανα. Την αγαπούσα. Μαλώσαμε και ήταν προκλητική. Επιθετική. Μου ζήτησε να χωρίσουμε και δεν το άντεξα…» επαναλάμβανε.

Η ομολογία

Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος στο άδειο ανακριτικό γραφείο κατάλαβε ότι τώρα ήταν και ο ίδιος ένα κομμάτι από τις αρχαίες τραγωδίες που στο παρελθόν είχε υπηρετήσει. Ο καθ’ ομολογία εγκληματίας από την πρώτη στιγμή επιμένει στην «νόμιμη άμυνα» απέναντι σε μια γυναίκα που προσπάθησε να τον μαχαιρώσει την ώρα της σύρραξης.

Στην ομολογία του ο κατηγορούμενος προβάλλει επίσης ιδιαίτερα υποτιθέμενες οικονομικές αξιώσεις της συζύγου του: «Με την Παναγιώτα τα προβλήματά μας ξεκίνησαν τα τελευταία δύο με δυόμισι χρόνια. Στην αρχή για ένα γραφείο που είχα στον Πύργο των Αθηνών και ήθελε να το γράψω στο όνομά της και τώρα τελευταία, που εντάθηκαν τα προβλήματα, είχε ζητήσει από τη μητέρα μου να παραιτηθεί από την επικαρπία κατά 50% που διατηρούσε για το σπίτι μας στη Φιλοθέη.

Στους καβγάδες μας κάποιες φορές πετούσε κάτω τα στέφανα, με χτυπούσε μπροστά στα παιδιά, πετούσε τη βέρα της και μια φορά είχε σκίσει τη φωτογραφία του γιου μας. «Την Τρίτη το μεσημέρι (σ.σ.: την ημέρα της δολοφονίας) τσακωθήκαμε και πάλι για το ίδιο θέμα, γύρω στις 3 με 4 το μεσημέρι. Αυτή με χτυπούσε, ενώ εγώ καθόμουν σκυμμένος σε ένα παιδικό καρεκλάκι στην κουζίνα. Η Παναγιώτα πήρε ένα μαχαίρι και προσπάθησε να με χτυπήσει. Της έπιασα το χέρι, το χτύπησα στον πάγκο και το μαχαίρι έπεσε κάτω. Μετά ανέβηκα στο υπνοδωμάτιο και έκλαιγα.

Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και την είδα να μπαίνει, είχε αφρούς στο στόμα και το μαχαίρι το είχε και πάλι στο χέρι της. Προσπάθησε να με χτυπήσει κατευθείαν στο λαιμό. Απέφυγα το χτύπημα, πήρα το σίδερο από τη σιδερώστρα και τη χτύπησα στο κεφάλι. Έπεσε κάτω, αλλά δεν έβγαλε πολύ αίμα. Τότε μου είπε “τι είναι αυτό που έκανες; Να ξέρεις ότι θα πας φυλακή. Θα το πληρώσεις αυτό για μια ζωή”.

Ξαναπροσπάθησε να με χτυπήσει και τότε εγώ την ξαναχτύπησα με το σίδερο και μετά με τα χέρια. Έπεσε κάτω και ήταν σαν λιπόθυμη.

Όταν κατάλαβα ότι πέθανε, της έβγαλα τα ρούχα και πήρα τη ματωμένη μπλούζα και την έβαλα σε μια σακούλα. Την πήγα στο μπάνιο και την έπλυνα. Την τύλιξα με δύο σακούλες και ένα σεντόνι και την κατέβασα για να τη θάψω στο φρεάτιο όπου σκοπεύαμε να φτιάξουμε το ασανσέρ. Εκεί όμως ήταν αδύνατον. Μετά δοκίμασα να σκάψω κάτω από το σπίτι του σκύλου. Κι εκεί δεν μπόρεσα και τότε την έβαλα στο πορτμπαγκάζ. Τις σακούλες και το σεντόνι τα πέταξα σε δύο κάδους απορριμμάτων στην πλατεία Κέννεντυ, στο Χαλάνδρι. Μετά πήγα και πέταξα την Παναγιώτα μου σε έναν κάδο στην Παιανία. Αυτό έγινε πριν ακόμα δύσει ο ήλιος. Μάλιστα κάποια στιγμή πέρασε στα πέντε μέτρα κάποιος και μου λέει “τι κάνεις εκεί, ρε παλικάρι;” Δεν του απάντησα και έφυγε.

Όλο αυτό το διάστημα είχα τύψεις και ήθελα να αυτοκτονήσω. Ξέχασα να σας πω ότι η πιο ανατριχιαστική στιγμή ήταν όταν γύρισε η μητέρα μου με τα παιδιά από το πάρκο και τα είδα στην αυλή, ξέροντας ότι η Παναγιώτα μου ήταν στο πορτμπαγκάζ. Δεν ήθελα τα παιδιά μου, που έχασαν τη μητέρα τους, να έχαναν κι εμένα.

Μετά τον Χολαργό γύρισα στην Παιανία, πήρα την Παναγιώτα από τον κάδο και την έβαλα στο πορτμπαγκάζ. Όταν είχα γυρίσει, είχε πια σουρουπώσει για τα καλά. Πήρα ένα φτυάρι, μία αξίνα και έναν παιδικό φακό, και έσκαψα στο πάρκο. Έβαλα την Παναγιώτα μου εκεί, τη σκέπασα με πέτρες και έριξα από πάνω χώμα. Τα ξημερώματα της Τετάρτης έφτιαξα τσιμέντο σε ένα καροτσάκι, έριξα μια στρώση από πάνω της και μετά έριξα ξανά χώμα».

Η προφυλάκιση

Μετά την κατάθεση της ομολογίας του ο εισαγγελέας  Πρωτοδικών Αθήνας ασκεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε βάρος του 36χρονου καθηγητή.

Ο συνήγορός του, Γιάννης Μαντζουράνης, δήλωσε ότι απαιτείται περισσότερη ευαισθησία όταν πρόκειται για οικογενειακή και προσωπική τραγωδία και όπως είπε “είναι η μόνη απάντηση στις ανακρίβειες, τις υπερβολές και τις κακοήθειες”.

Ο 36χρονος δολοφόνος, σύμφωνα με πληροφορίες, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και τον τελευταίο καιρό είχε διακόψει την φαρμακευτική αγωγή που του είχαν συστήσει οι γιατροί.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της νεκροτομής που διενεργήθηκε την Τετάρτη από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, κ. Φίλιππο Κουτσάφτη, ο θάνατος της άτυχης γυναίκας δεν προήλθε από τα χτυπήματα στο κεφάλι και τον θώρακα, αλλά από πνιγμό.

Η Δίκη

Στις 15 Ιανουαρίου ξεκινάει στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου.  Ο εισαγγελέας  ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο Γιάννης Κατσιλάμπρος για ανθρωποκτονία από πρόθεση την οποία τέλεσε ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης για τη δολοφονία της συζύγου του όσο και κατά την εκτέλεσή της.

Χαρακτήρισε δε το έγκλημα «αντιπαλότητας και μίσους απέναντι στη σύζυγό του», από «υπέρμετρο εγωισμό» του , ο οποίος δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι «η γυναίκα του ήθελε να γίνει κάτι ανώτερο από αυτόν»,

«Ποτέ δεν έμαθε να στερείται κάτι, ούτε να μοιράζεται ούτε να του παίρνουν πράγματα. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να δεχθεί ότι θα φύγει από δίπλα του η Παναγιώτα, η μοναδική γυναίκα της ζωής του», είπε  η εισαγγελέας, στην αγόρευση του ζητώντας για τον άνθρωπο που «καταδίκασε τα παιδιά του να ζήσουν χωρίς τη μητέρα τους» την παραδειγματική καταδίκη.

Πράγματι, η τιμωρία της ισόβιας κάθειρξης που επιβάλλει με την απόφαση του το Μικτό Ορκωτό  Δικαστήριο στον Γιάννη Κατσιλάμπρου είναι παραδειγματική.

Στην Φυλακή

Ο 36χρονος καθηγητής μουσικής οδηγείται και φυλακίζεται στη Γ΄ πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού. Απομονωμένος από όλους, δείχνει να είναι χαμένος στο δικό του κόσμο. Στις ελάχιστες κουβέντες με τους συγκρατούμενους του, αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά στο φρικτό έγκλημά που διέπραξε ενώ αυτό που πραγματικά δείχνει να τον απασχολεί είναι το τι θα απογίνουν τα δύο παιδία του. Στο πλευρό του δράστη βρίσκεται η μητέρα του, Λήδα Ευθυμίου, αλλά και ο πατέρας του μεγαλογιατρός Νικόλαος Κατσιλάμπρος, οι οποίοι τον επισκέπτονται στη φυλακή, ενώ ο κατηγορούμενος έχει τακτική επικοινωνία και με τα δυο του παιδιά.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσω της μητέρας του προμήθευσε με κινητό τηλέφωνο τον μικρό Χρηστάκη, για να μπορεί να τον καλεί μέσα από τη φυλακή, ενώ πρόσφατα φέρεται να έδωσε ως δώρο στα παιδιά του δύο κρεμαστά κομποσκοίνια με σταυρό καθώς και παραμύθια. Ο κατηγορούμενος φέρεται, μάλιστα, να είχε και διά ζώσης επικοινωνία με τον γιο του, ο οποίος πήγε με τη γιαγιά του σε ένα επισκεπτήριο στη φυλακή. Σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς του ο καθηγητής μουσικής εμφανίζεται να εμμένει σε ό,τι είπε στην απολογία του, όπου ισχυρίσθηκε ότι δεν είχε πρόθεση να δολοφονήσει τη σύζυγό του καθώς και ότι βρισκόταν σε άμυνα. Ο κατηγορούμενος δεν θα καταθέσει -όπως αναμενόταν- αίτηση αποφυλάκισης, ενώ στο σπίτι της Φιλοθέης, όπου στεγαζόταν η επιφανειακή -όπως αποδείχτηκε- ευτυχία της οικογένειας, μπήκε ενοικιαστήριο.

Μάχη για την επιμέλεια

Όταν ο Γιάννης Κατσιλάμπρος έπαιρνε το δρόμο για τις φυλακές Κορυδαλλού, οι δύο οικογένειες κινήθηκαν άμεσα προκειμένου τα δύο τέκνα του ζευγαριού να απομακρυνθούν από τη μεζονέτα της Φιλοθέης. Μάλιστα, από την πρώτη στιγμή, ειδικοί παιδοψυχολόγοι ανέλαβαν την φροντίδα τους.

Καταφύγιο, έγινε αρχικά για αυτά το σπίτι της γιαγιάς τους, της μητέρας του Γιάννη Κατσιλάμπρου πάντα υπό την επίβλεψη ειδικών. Όμως η οικογένεια του 36χρονου μουσικού όσο και της άτυχης πιανίστας έδειχναν αποφασισμένες να διεκδικήσουν και να μεγαλώσουν τα δύο παιδιά.

«Καμία από τις δύο πλευρές αρχικά, δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει πίσω. Δεν μπήκαν καν στη διαδικασία του διαλόγου αφού εκτιμούσαν πως η λύση θα βρισκόταν μόνο μέσω της δικαστικής οδού».

Η αρνητική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί όλο αυτό το διάστημα, άρχισε να αλλάζει με τη βοήθεια και των δικηγόρων τους, οι δύο πλευρές κατάλαβαν πως τηρώντας σκληρή γραμμή περισσότερο κακό, παρά καλό θα κάνουν στα δύο παιδιά και έτσι αποφάσισαν να γίνουν πιο διαλλακτικοί.

Το να μεγαλώσουν τα παιδιά με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, δηλαδή τη γιαγιά και τον παππού, δεν είναι και η ιδανικότερη λύση, από τη στιγμή μάλιστα που και στις δύο οικογένειες υπάρχουν νέοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν την επιμέλεια των παιδιών.

Η οικογένεια της αδερφής της Παναγιώτας Μαζαράκη, Βασιλικής ανέλαβε την φροντίδα των παιδιών και η οικογένεια Κατσιλάμπρου λόγο μεγάλης οικονομικής επιφάνειας την οικονομική στήριξη.

«Τα παιδιά ζούνε τώρα μαζί με την κόρη μου και είναι ας το πούμε καλά. Ζουν μια φυσιολογική ζωή και η Βασιλική τα αγαπάει σαν τη μαμά τους. Βλέπουν φυσικά και την άλλη γιαγιά μια φορά την εβδομάδα» επισημαίνει η κ. Ειρήνη Μαζαράκη, αισιοδοξώντας ότι και το θέμα της οριστικής επιμέλειας θα λήξει «θετικά» υπέρ της οικογένειάς της.

Το εφετείο

Στις 14 Ιουνίου 2014 πραγματοποιείται στο Δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου σε δεύτερο βαθμό.

Στην απολογία του ο 42χρονος καθηγητής μουσικής, που είχε ομολογήσει την πράξη του, επέμεινε στην εκδοχή ότι είχε προηγηθεί έντονος καυγάς με τη σύζυγό του που τον έβγαλε εκτός ελέγχου, οδηγώντας τον στο έγκλημα. Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώ δεχόταν λεκτικές επιθέσεις των συγγενών του θύματος, υποστήριξε στους δικαστές: «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη».

Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν διαφορετική από την εισήγηση του Εισαγγελέα Έδρας, ο οποίος ζήτησε να μην μεταβληθεί η ισόβια κάθειρξη για τον 42χρονο, αναφερόμενος σε προμελετημένο έγκλημα, στην παντελή απουσία βρασμού ψυχικής ορμής του δράστη αλλά και στην «ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά» που επέδειξε ο κατηγορούμενος ακόμη και στο πτώμα της 36χρονης σολίστ.

Το δικαστήριο, αναγνώρισε στον καθηγητή το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, γεγονός που «έσπασε» την ποινή της ισόβιας κάθειρξης που είχε επιβληθεί σε πρώτο βαθμό. Το Δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο επέβαλε κάθειρξη 20 ετών στον 42χρονο καθηγητή μουσικής.

Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος όμως δεν θα καθίσει για πολύ στην φυλακή. Το 2015 αποφυλακίζεται μετά από 7 χρόνια ,επειδή το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου….

«Φτου ξελευτερία» είναι ο τίτλος του διαδικτυακού ημερολογίου του καθηγητή μουσικής Γιάννη Κατσιλάμπρου που εξέτισε μόλις 7 χρόνια στη φυλακή για τη δολοφονία της γυναίκας του το 2008 κι από το 2015 κυκλοφορεί ελεύθερος. Στις 206 σελίδες καταθέτει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για το διάστημα που έμεινε στη φυλακή. Στην εισαγωγή του ημερολογίου του το οποίο ολοκλήρωσε τον Σεπτέμβριο του 2015 αναφέρει ότι «πριν από επτά χρόνια αφαίρεσα τη ζωή της γυναίκας μου. Πριν από επτά χρόνια σκότωσα το όνειρο που ο ίδιος γέννησα και ανάθρεψα. Πριν από επτά χρόνια άφησα ορφανά τα παιδιά μου με μια μαμά νεκρή με ένα μπαμπά ζωντανό-νεκρό.

Μέσα σε αυτά τα επτά χρόνια βίωσα τις συνέπειες αυτού του δράματος. Είδα στον ουρανό, χωρίς να καταφέρω να δω τίποτα. Τίποτα, όσο κι αν έψαξα. Ούτε ένα σημάδι. Είδα τα παιδιά μου να πονούν και να απορούν. Είδα τα παιδιά μου λίγο-λίγο να απομακρύνονται, καθώς η δυνατότητα επικοινωνίας ολοένα μειωνόταν και τελικά μηδενίστηκε. Είδα τη μορφή στον καθρέφτη. Τη μίσησα, μα όχι αρκετά.

Την άφησα να ζήσει. Είδα τους γονείς μου να με επισκέπτονται στη φυλακή. Είδα τον αδελφό μου για τελευταία φορά. Μα είδα επίσης φως. Μου τό ’δειχναν τα μάτια εκείνων των ελάχιστων που στάθηκαν δίπλα μου αυτά τα χρόνια. Το ακολούθησα. Κάποια στιγμή ο χρόνος κουράστηκε.

Η ζωή ήρθε πιο κοντά. Η αρχική ποινή της ισόβιας κάθειρξης μειώθηκε στο εφετείο. Γεγονότα και συναισθήματα ακραία. Ορισμένα τα κατέγραψα, άλλοτε γράφοντας ένα τραγούδι κι άλλοτε κρατώντας σημειώσεις στο ημερολόγιό μου».

Ενώ στον επίλογό του αναφέρει «Μόνη μου ελπίδα είναι πλέον να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Ξέρω πως τα χρώματα που θα χρησιμοποιήσω για να καλύψω το σκοτάδι θα έχουν πάντα μια σκιά θανάτου στη ζωντάνια τους. Όμως δεν γέρασα ακόμη κι ούτε άντεξα τόσο για να τα παρατήσω. Εμπρός λοιπόν Γιαννάκο, πάμε πάλι απ’ την αρχή. Παίρνεις το πινέλο και αγωνίζεσαι. Βλέπω ένα σπιτάκι. Βλέπω ένα χέρι πλάι στο δικό σου. Βλέπω λίγο χαμόγελο. Βλέπω μια συγχώρεση. Βλέπω τον ουρανό».

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Κρεβάτι στο χώμα» της σειράς 3ος νόμος.

 

Γράφει ο George James

 


Πήγες:

- mixanitouxronou.gr

- Reader.gr

-Βιβλίο Πάνου Σόμπολου «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα όπως τα έζησα»

Ένας Παράφορος έρωτας

Γιάννης Κατσιλάμπρος: Ο καθηγητής μουσικής που τσιμέντωσε τη γυναίκα του στο πάρκο που έπαιζαν τα παιδιά τους

 

 

 


Σχόλια