Εγκλήματα που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία (Γ’ Μέρος)

 


Υπόθεση Αντώνη Δαγκλή

Τον Οκτώβριο του 1995 ένα άγριο έγκλημα κυριαρχούσε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων.

Στην Εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας, κοντά στα διόδια της Τραγάνας εντοπίστηκε το άψυχο σώμα της 29χρονης ιερόδουλης Ελένης Παναγιωτοπούλου.

Η κατάσταση του πτώματος σόκαρε τους αξιωματικούς της αστυνομίας και σκόρπισε τον τρόμο στις πιάτσες των ιερόδουλων.

Ο δολοφόνος αφού στραγγάλισε, όπως απεφάνθη ο ιατροδικαστής, την κοπέλα, αφαίρεσε τα σπλάχνα της , έκοψε τις θηλές από το στήθος της και στο τέλος την τεμάχισε.

Οι αρχές δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τον δράστη και δύο μήνες μετά, ανήμερα των Χριστουγέννων, βρέθηκε δεύτερο πτώμα.

Το φορτηγάκι που χρησιμοποιούσε ο δολοφόνος .

Το θύμα ήταν και πάλι μια ιερόδουλη, η 26χρονη Αθηνά Λαζάρου.

Αιτία θανάτου και πάλι ο στραγγαλισμός.

Το πτώμα, που βρέθηκε τυχαία σε ένα στενό του Βοτανικού από περαστικούς, δεν ήταν κακοποιημένο όσο το πρώτο, αλλά οι αρχές κατέληξαν πως είχαν να αντιμετωπίσουν ένα μανιακό και κατά συρροή δολοφόνο.

Οι ανακρίσεις και η σύλληψη του δολοφόνου

Από τις ανακρίσεις αποδείχτηκε ότι ο δράστης είχε αποπειραθεί να στραγγαλίσει τουλάχιστον άλλες πέντε ιερόδουλες, που γλίτωσαν την τελευταία στιγμή.

Μία από τις κοπέλες που είχε προσπαθήσει να σκοτώσει, η Βρετανή Αν Χάμσον, περιέγραψε την περιπέτειά της:«Με πήρε από την Σόλωνος και με το φορτηγάκι με οδήγησε σε ένα ερημικό μέρος, κοντά στο Μοναστηράκι. Έσφιξε γύρω από το λαιμό μου ένα σκοινί και με ανάγκασε να του κάνω στοματικό έρωτα.

Ένα μήνα μετά το δεύτερο φόνο οι Αρχές συνέλαβαν τον Αντώνη Δαγκλή.

Εκείνη την ώρα μου είπε πως «όλες οι πουτάνες πρέπει να πεθάνουν».

Του εξήγησα πως εγώ δεν ήμουν μία κοινή γυναίκα και πως ήμουν αναγκασμένη να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί ήθελα να μαζέψω χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα μου.

Τότε εκείνος μου είπε: ‘Καλά, φύγε. Αλλά να προσέχεις’. Και με το ίδιο φορτηγάκι με γύρισε στη Σόλωνος».

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο άντρας που αναζητούσε η αστυνομία, χρησιμοποιούσε ένα λευκό φορτηγάκι μάρκας Βολκσβάγκεν.

Αυτό το στοιχείο οδήγησε τελικά στη σύλληψη του, μετά από παρακολούθηση, στις 21 Ιανουαρίου του 1996.Ο δολοφόνος ήταν ο 22χρονος Αντώνης Δαγκλής.

Μέσα στο φορτηγό βρέθηκε ένα στρώμα από αφρολέξ, που χρησιμοποιούσε για τις συνευρέσεις με τις κοπέλες πριν τις δολοφονήσει. Βρήκαν ακόμη ένα κουτί με εργαλεία και ένα χειροποίητο σταυρό, που ανήκε στο πρώτο θύμα.

Τα στοιχεία ήταν αρκετά για τους αστυνομικούς, αλλά η ομολογία τεκμηρίωσε την υπόθεση.

Ο Δαγκλής δεν είχε προλάβει να σκοτώσει άλλη κοπέλα, στο διάστημα που μεσολάβησε από το δεύτερο του έγκλημα έως τη σύλληψή του, αλλά ομολόγησε πως είχε διαπράξει άλλη μία δολοφονία τον Οκτώβριο του 1992.Θύμα του ήταν μια ιερόδουλη, τα στοιχεία της οποίας δεν βρέθηκαν ποτέ.

Η δολοφονία ήταν σχεδόν ίδια με τις άλλες δύο.

Ο δράστης ανέφερε πως στραγγάλισε την κοπέλα, κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής τους και στη συνέχεια την τεμάχισε και σκόρπισε τα κομμάτια σε διάφορα σημεία της Αθήνας.

Τα παιδικά τραύματα του Δαγκλή

Πριν ακόμα συλλάβουν το δράστη των φόνων των ιερόδουλων, οι αρχές ήξεραν πως αναζητούσαν ένα άτομο με ψυχολογικά προβλήματα.

Το παρελθόν του Αντώνη Δαγκλή και τα δύσκολα παιδικά του χρόνια επιβεβαίωσαν τις υποψίες.

Γεννήθηκε το 1974 στην Κοκκινιά της Νίκαιας και μεγάλωσε με πολλές στερήσεις, ωστόσο αυτό που τον σημάδεψε ανεπανόρθωτα ήταν η βία που δεχόταν ο ίδιος, η μητέρα και ο αδελφός του, από τον πατέρα του.

Η κακοποίηση σταμάτησε όταν ο Αντώνης ήταν 12 ετών, όχι γιατί ο πατέρας του συμμορφώθηκε, αλλά γιατί έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας την οικογένεια μόνο χρέη και ψυχολογικά τραύματα.

Τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας ανάγκασαν τον νεαρό να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί ως οδηγός σε μια εταιρία.

Στα 16 του συνελήφθη και καταδικάστηκε για αποπλάνηση ανήλικης.

Λόγω της ηλικίας του, οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο, όπου εξέτισε ποινή έξι μηνών.

Το διάστημα εκείνο, η μητέρα του αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά σε ένα κακόφημο μπαρ, γεγονός που όπως αποδείχτηκε αργότερα, έπαιξε τον πιο καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Ο Δαγκλής έμαθε για τη δουλειά της μητέρας του από ένα γείτονα και έσπευσε να επιβεβαιώσει την πληροφορία, με αποτέλεσμα να τη δει με τα ίδια του τα μάτια, την ώρα της ερωτικής επαφής με ένα «πελάτη».

Η εικόνα του δημιούργησε αποστροφή, το έβαλε στα πόδια και πήγε στο ξενοδοχείο όπου έμενε, καθώς το σπίτι τους είχε κατασχεθεί.

Η μητέρα του τον ακολούθησε και μάταια προσπάθησε να τον πείσει ότι δεν είχε άλλη επιλογή.

Για τον Αντώνη ήταν ήδη αργά. Η ζημιά στην ψυχοσύνθεσή του είχε γίνει.

Στην ανάκριση είπε: «Έβλεπα τη μητέρα μου στο πρόσωπο των ιερόδουλων. Κάθε φορά νόμιζα πως σκότωνα εκείνη».

Η διάγνωση των γιατρών και η δίκη του δολοφόνου

Η δίκη του Αντώνη Δαγκλή έγινε τον Ιανουάριο του 1997.Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν κατέληξαν στο ότι δεν έπασχε από καμία ψυχική νόσο και του διέγνωσαν μόνο τη σεξουαλική διαστροφή.

Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν δεν διέγνωσαν ψυχική νόσο..

Ο δράστης δεν είχε το ακαταλόγιστο, γεγονός που οδήγησε στην κατηγορηματική καταδίκη του.

Η ετυμηγορία ήταν δεκατρείς φορές ισόβια.

Ήταν η μεγαλύτερη ποινή που είχε επιβληθεί σε ελληνικό δικαστήριο μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής.

Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Δαγκλής ανέφερε πως είχε συγχωρήσει τη μητέρα του, ενώ εκείνη προσπαθούσε να κερδίσει τον οίκτο των δημοσιογράφων.

Λίγο πριν την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης, ο δολοφόνος προσπάθησε να πάρει πίσω την ομολογία του με διάφορους ισχυρισμούς, χωρίς όμως να πείσει.

Στην απολογία του ανέφερε μεταξύ άλλων:«Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. Πήγαινα κανονικά μαζί τους για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον.Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα. Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες».

Οδηγήθηκε στη φυλακή. Στις 2 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Κληρονομιά» της σειράς 10η εντολή.

 

Υπόθεση Μανώλη Δουρή

Στις 31 Δεκεμβρίου του 1993 ένα έγκλημα που έγινε στην Ερμιόνη συγκλόνισε την Ελλάδα. Ο 6χρονος γιος του Μανώλη και της Γεωργίας Δουρή,  βρέθηκε νεκρός και κακοποιημένος σεξουαλικά.

Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς, ο μικρός Νίκος άργησε να επιστρέψει στο σπίτι, κάνοντας τους γονείς του και τα έξι αδέλφια του να ανησυχήσουν.

Ο Μανώλης και η Γεωργία Δουρή απευθύνθηκαν αμέσως στην αστυνομία, όπου δήλωσαν την εξαφάνιση του γιου τους.

Ο μικρός Νίκος Δουρής, βρέθηκε νεκρός και κακοποιημένος σεξουαλικά..

Αν και δεν είχαν περάσει οι απαιτούμενες ώρες, μετά τις οποίες αρχίζουν επίσημα οι έρευνες, οι αρχές κινητοποιήθηκαν άμεσα. Το ίδιο και η τοπική κοινωνία της Ερμιόνης. Αστυνομικοί αλλά και γείτονες, συγγενείς και φίλοι της οικογένειας «χτένιζαν» την περιοχή, για να βρουν το εξάχρονο αγόρι.

Τελικά ο Μανώλης Δουρής μαζί με ένα γιο του βρήκαν το παιδί νεκρό και κακοποιημένο.

Το πτώμα του αγοριού ήταν κρυμμένο στο μαντρότοιχο μιας αλάνας, κοντά στο σπίτι της οικογένειας.

Ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης ανέφερε στο πόρισμά του ότι το παιδί πέθανε από ασφυξία, καθώς ο δράστης του είχε κλείσει τη μύτη και το στόμα, αφού πρώτα το είχε βιάσει.

Ακολούθησαν σκηνές τραγωδίας. Ο πατέρας θρηνούσε σπαρακτικά για το χαμό του παιδιού του και ορκιζόταν να εκδικηθεί το φονιά.

Στα μάτια της κοινωνίας, που παρακολουθούσε σοκαρισμένη τις εξελίξεις, ο Δουρής ήταν ο  χαροκαμένος πατέρας.


Σύντομα όμως έγινε η μεγάλη ανατροπή.

Ο Μανώλης Δουρής συνελήφθη και ομολόγησε το έγκλημά του.

Οι αντιφάσεις στην κατάθεση του και το γεγονός ότι βρήκε ο ίδιος το πτώμα σε ένα μέρος που μόνο κάποιος που ήξερε, θα έψαχνε, έκαναν τους αστυνομικούς να τον υποψιαστούν.  Στην ανάκριση έσπασε γρήγορα και προσπάθησε να δικαιολογηθεί: «Με κυριεύει μια σπάνια ασθένεια, με μεταμορφώνει. Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να έκανε», είπε ο παιδοκτόνος στην ομολογία του.


Το κλίμα αντιστράφηκε αμέσως. Η κοινή γνώμη όχι μόνο χαρακτήρισε τον Δουρή «ανθρωπόμορφο τέρας» και «κτήνος», αλλά απαιτούσε την παραδειγματική τιμωρία του.

Το προφίλ του παιδοκτόνου

Ο  Μανώλης Δουρής ήταν ένας άνθρωπος με έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Το 1974 πολέμησε στην Κύπρο αντιστεκόμενος στην εισβολή των Τούρκων.

Η εμπειρία ήταν πολύ σκληρή καθώς είδε πολλές  άγριες σφαγές.

Ο Δουρής έπαθε αμόκ και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι έπασχε από το «σύνδρομο της Κύπρου».

Τα προβλήματα που είχε πριν από τη συμμετοχή του στις εχθροπραξίες, επιδεινώθηκαν.

Ο ίδιος αργότερα υποστήριξε ότι έπασχε από μια ασθένεια που του προκαλούσε κρίσεις και του θόλωνε το μυαλό.

Οι αντιφατικές δηλώσεις του Δουρή

Μπορεί αρχικά ο δράστης να ομολόγησε, στη συνέχεια όμως αρνήθηκε όσα είπε και δήλωνε αθώος.

Κατηγόρησε τη γυναίκα του και εμφανιζόταν αβέβαιος για το αν είχε διαπράξει ή όχι το έγκλημα.«Αν το έκανα εγώ να τιμωρηθώ», μονολογούσε ενώ απευθυνόμενος στη σύζυγό του είπε:«Θα είσαι ελεύθερη να ζήσεις τη ζωή σου, όπως εσύ το ζήτησες μαζί με τον εραστή σου με τον οποίο σκοτώσατε το Νίκο».

Παρά τις δηλώσεις του, ο Δουρής κρίθηκε προφυλακιστέος από εισαγγελέα και ανακριτή. Η αποστροφή προς το πρόσωπό του ήταν τέτοια, που κανείς συνήγορος δεν ήθελε να τον υπερασπιστεί. Έτσι το κράτος διόρισε τον δικηγόρο Βασίλη Καρύδη.

Η δίκη του παιδοκτόνου και η καταδικαστική απόφαση

Η δίκη του παιδοκτόνου μονοπώλησε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ. Ο συνήγορός του, μελετώντας την υπόθεση, κατέληξε στον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. Στο δικαστήριο παρουσιάστηκαν στοιχεία που ενίσχυαν τους ισχυρισμούς του. Στο άψυχο σώμα του αγοριού, στον πρωκτό και το στόμα,  βρέθηκαν τρίχες γεννητικών οργάνων που δεν ανήκαν στον Μανώλη Δουρή.

Ο καθηγητής εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης που ερεύνησε το θέμα δήλωσε στην Ελευθεροτυπία: «από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης των εγκληματολογικών εργαστηρίων μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί άλλος να είναι ο βιαστής κι άλλος ο δολοφόνος».

Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που ζήτησε ο Βασίλης Καρύδης για τον πελάτη του, δεν έγινε.

Ο Δουρής κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 1 έτους για ασέλγεια, κάθειρξης 20 ετών για βιασμό και ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.

Η απόφαση του δικαστηρίου ικανοποίησε το κοινό αίσθημα περί δικαιοσύνης.«Είναι μια μυστηριώδης υπόθεση και πιστεύω ότι δεν εξετάστηκε όπως έπρεπε, πριν βγει η απόφαση» είπε ο συνήγορος μετά τη δίκη.

Η δεύτερη καταδίκη του Δουρή από τους συγκρατούμενους του

Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση, άρχισαν οι αντιδράσεις των κρατούμενων.

Οι τρόφιμοι των φυλακών της Τρίπολης απείλησαν με εξέγερση σε περίπτωση που μεταφερόταν εκεί ο παιδοκτόνος.

Οι αρχές αποφάσισαν να τον οδηγήσουν στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Κέρκυρας, όπου διαμορφώθηκε ειδικός χώρος για την κράτησή του.

Κατά τη μεταγωγή του, ο Δουρής ξυλοκοπήθηκε από τους υπόλοιπους κρατούμενους.

Όταν κατέβηκε από την κλούβα το πρόσωπο του ήταν αλλοιωμένο.

Στη διαδρομή κακοποιήθηκε, βιάστηκε και ξυλοκοπήθηκε από τους βαρυποινίτες που τήρησαν τον άγραφο νόμο της φυλακής, σύμφωνα με τον οποίο οι παιδοκτόνοι δεν συγχωρούνται.

Η κακοποίηση του συνεχίστηκε και μέσα στη φυλακή. Το κλίμα ήταν τόσο αρνητικό που οι αρχές αναγκάζονταν να τον μετακινούν συνέχεια.

Μέσα σε δύο χρόνια ο Δουρής άλλαξε τέσσερα διαφορετικά σωφρονιστικά ιδρύματα.


Η αυτοκτονία στις φυλακές Τρίπολης

Στις 24 Φεβρουαρίου του 1996 σχεδόν δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του γιού του, ο Μανώλης Δουρής έδωσε τέλος στη ζωή του μέσα στο κελί στις φυλακές της Τρίπολης.

Οι φύλακες τον βρήκαν κρεμασμένο με το καλώδιο της τηλεόρασης.

Τα σενάρια για την «υπόθεση Δουρή» άρχισαν να φουντώνουν ξανά.

Τα ερωτήματα ήταν πολλά.

Αυτοκτόνησε από τις τύψεις; Δεν άντεξε το λιντσάρισμα των συγκρατουμένων του;

Δεν άντεξε την τιμωρία για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε;

Όποια και αν είναι η αλήθεια, γεγονός είναι ότι ο Μανώλης Δουρής παραμένει μέχρι σήμερα στη συνείδηση του κόσμου, παιδοκτόνος, όπως ήταν και η ετυμηγορία του δικαστηρίου.

 

Υπόθεση Κωστή Πολύζου

Η Δέσποινα Κουτσέγκου κατηγορείται πως σκότωσε το παιδί της μαζί με τον σύντροφό της - Εμφανιζόταν στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη και τον αναζητούσε, μέχρι που οκτώ μήνες μετά το έγκλημα, εντοπίστηκε το πτώμα του 23χρονου στο κτήμα του παππού του.

Η μητέρα του θύματος τότε είχε στραφεί στην εκπομπή «Φως στο τούνελ», προσποιούμενη την θλιμμένη μάνα για να βρει το παιδί της το οποίο δήθεν είχε εξαφανιστεί. Μερικά 24ωρα αργότερα, το παιδί βρέθηκε το μισό ξεθαμμένο από άγρια ζώα στο χωράφι του πατριού του τυχαία από διερχόμενο κυνηγό. Επειδή η σορός ήταν μισοφαγωμένη από σκυλιά και αγρίμια, ο ιατροδικαστής δεν μπόρεσε να διαπιστώσει την αιτία θανάτου.

Αξίζει να σημειωθεί πως μόλις μερικές μέρες μετά το ειδεχθές έγκλημα, μητέρα και πατριός και ο μικρός τους γιος που είχαν αποκτήσει, έκλεισαν το σπίτι, μετακόμισαν στην Ελευσίνα όπου και συνελήφθησαν σήμερα, μετά από 5  χρόνια.  Υπήρχαν μαρτυρίες τότε κατοίκων στα Σιάτιστα που ανέφεραν πως η μητέρα την επόμενη μέρα της εξαφάνισης καθάριζε το σπίτι και τα χαλιά με ατμοκαθαριστή, ενώ υπήρξαν μαρτυρίες που είχαν δει το ζευγάρι να φορτώνει στο αγροτικό ένα βαρύ κουτί.


Αξίζει να σημειωθεί πως η εκπομπή Φως στο τούνελ μετά από πολυετή έρευνα εντόπισε το φορτηγάκι του πατριού που το είχε πουλήσει σε ειδική μάντρα.

Εντόπισε τον ιδιοκτήτη του οχήματος και με τη βοήθεια ιδιωτικού εγκληματολογικού εργαστηρίου εντόπισε ίχνη αίματος στη καρότσα, παρά το γεγονός ότι το φορτηγάκι είχε υποστεί υπεράριθμους διαδοχικούς βιολογικούς καθαρισμούς.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι έπρεπε να αλλάξουν αρκετοί ανακριτές στην υπόθεση αυτή για να φτάσει στη σημερινή της εξέλιξη και σίγουρα προκαλεί αίσθηση το γεγονός ότι λίγο έως πολύ τα στοιχεία τα είχε η δικαιοσύνη στα χέρια της έχει εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το ζευγάρι, 49 ετών εκείνη, 42 ετών ο πατριός, είχε πάρει δάνεια στο όνομα του νεαρού ύψους 250.000 ευρώ, κάποια από αυτά μάλιστα με υπογραφή του πατριού και στοιχεία του Κωστή Πολύζου. Η δολοφονία φαίνεται να έγινε μετά από έναν ακόμη καυγά με αφορμή τα υπέρογκα δάνεια που είχε πάρει ο νεαρός για λογαριασμό της οικογένειας και τον κυνηγούσαν οι τράπεζες. Ο πατριός είχε αρνηθεί αυτές τις υπογραφές, οι οποίες όπως ταυτοποιήθηκαν στην γραφολογική εξέταση.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι εκείνη την εποχή, μητέρα και πατριός είχαν δασκαλέψει το μικρό τους γιος να ψευδομαρτυρήσει για χάρη τους με τρόπο όμως που από έμπειρους ψυχολόγους φαινόταν καθαρά ότι το παιδί ακολουθούσε ένα μοτίβο που του είχε απαγγελθεί από τρίτους.

Η συνέχεια αυτής της τραγικής υπόθεσης που αναμένεται να μείνει στην ιστορία των εγκληματολογικών χρονικών της χώρας θα δοθεί στο γραφείο της ανακρίτριας στη Κοζάνη.

Το χρονικό της εξαφάνισης

Όπως αναφέρει το Φως στο Τούνελ, ο Κωστής Πολύζος είχε εξαφανιστεί από το σπίτι του μια νύχτα με καταιγίδα στις 18 Φλεβάρη του 2011. Τότε η μητέρα του και ο ανήλικος αδελφός του έλεγαν στο «Τούνελ», πως κάποιο άγνωστο αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι, ο Κωστής φάνηκε να γνωρίζει τον οδηγό, επιβιβάστηκε σ’ αυτό και από τότε δεν τον ξαναείδαν .Οκτώ μήνες μετά, στις 26 Σεπτεμβρίου του 2011, τα σκυλιά ενός κυνηγού ξέθαψαν από χωράφι του πατριού το μισοφαγωμένο πτώμα του άτυχου 23χρονου. Ήταν θαμμένος κάθετα με τη φόρμα που φορούσε στο σπίτι και χωρίς παπούτσια. Το σημείο είχε καλυφθεί γύρω – γύρω με κλαδιά και ήταν απορίας άξιο πως η οικογένεια δεν το είχε αντιληφθεί. Πατριός και μητέρα δεν είχαν δηλώσει ποτέ στην Αστυνομία το συγκεκριμένο χωράφι στο οποίο διατηρούσαν αποθήκη με κυψέλες για τα μελίσσια τους.

Τον Ιούνιο του 2020 έπεσε η αυλαία στη δίκη για την υπόθεση του Κωστή Πολύζου, που δολοφονήθηκε πριν από 9 χρόνια στη Σιάτιστα Κοζάνης, συγκλονίζοντας το πανελλήνιο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας έκρινε ένοχους και σε δεύτερο βαθμό τη μητέρα του και τον πατριό του, επιβάλλοντάς τους ισόβια κάθειρξη χωρίς ελαφρυντικά.

Η δίκη κράτησε 7 μήνες εξαιτίας της διακοπής λόγω της πανδημίας, με το ζευγάρι να αρνείται την ενοχή του. Δεν έπεισαν, όμως, το δικαστήριο, που, όπως και πρωτόδικα, τους τιμώρησε με τη βαρύτερη των ποινών.

Πριν ξαναπάρουν τον δρόμο για τη φυλακή, η μητέρα του Κωστή Πολύζου απευθύνθηκε προς τους δικαστές, λέγοντας: "Θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση. Το βράδυ που θα πάτε σπίτια σας, θα έχετε ήσυχη τη συνείδησή σας, που αφήνετε δύο ανθρώπους αθώους στη φυλακή και οι πραγματικοί ένοχοι να είναι έξω; Εύχομαι να κοιμάστε ήσυχοι τα βράδια. Λυπάμαι πολύ για όλους".

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Καταιγίδα» της σειράς Ου φονεύσεις.

 

Υπόθεση Κώστα Ταχτσή

27 Αύγουστου 1988. Η Ελπίδα Αρτέμη ανησύχησε για τον αδελφό της, τον γνωστό συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, καθώς για δύο μέρες δεν σήκωνε το τηλέφωνό του. Ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μπαίνοντας στο σπίτι του στον Κολωνό, οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Ο συγγραφέας που έγραψε το θρυλικό «Τρίτο  στεφάνι», ήταν νεκρός.

Η αδελφή του, αμέσως ειδοποίησε την αστυνομία.

Σύμφωνα με τους αστυνομικούς ρεπόρτερ της εποχής, ο Ταχτσής βρέθηκε νεκρός πάνω στο κρεβάτι του σε πλάγια θέση. Ήταν γυμνός και φορούσε ξανθιά γυναικεία περούκα, τα νύχια του ήταν βαμμένα κόκκινα, ενώ δίπλα στο κρεβάτι του ήταν πεταμένα γυναικεία ρούχα. Αιτία θανάτου, ήταν ο στραγγαλισμός.


Οι αστυνομικοί ανέλαβαν ένα πολύ δύσκολο έργο, αφού δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία. Η μαρτυρία ενός γείτονα, δεν βοήθησε τις έρευνες.«Τον είδα κατά το σούρουπο να έρχεται με το αυτοκίνητό του, ήταν ντυμένος γυναίκα και φορούσε περούκα. Συνοδευόταν από έναν νεαρό. Μετά από ώρα, ο νεαρός έφυγε από το σπίτι. Ο συγγραφέας ξαναβγήκε, γύρισε  αργότερα με άλλον νεαρό, που έφυγε και εκείνος. Γύρω στις 3 τα ξημερώματα, ο Ταχτσής ήρθε πάλι με έναν νεαρό με μουστάκι».

Για τη δολοφονία κυκλοφόρησαν, στο πέρασμα του χρόνου, διάφορα σενάρια.

Σενάριο πρώτο. Ληστεία μετά φόνου

Η απλούστερη εκδοχή ήταν ότι ο δολοφόνος ήταν ένας άπειρος ληστής που έκανε άνω κάτω το σπίτι για να βρει χρήματα. Δεν αναγνώρισε την αξία των έργων τέχνης τα οποία είχε ο συγγραφέας στο σπίτι του και αρκέστηκε στο να αρπάξει ένα βίντεο, που εκείνη την εποχή είχε μεγάλη αξία. Πριν φύγει, σκότωσε τον συγγραφέα.

Η γκάφα της αστυνομίας

Το βίντεο που έλειπε από τον τόπο του εγκλήματος θα μπορούσε να βοηθήσει στις έρευνες. Ο μοναδικός κωδικός, που υπάρχει σε κάθε συσκευή θα οδηγούσε τις Αρχές στον δράστη.

Η αστυνομία όμως έκανε μια μεγάλη γκάφα. Πριν καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, έδωσε στον Τύπο τον κωδικό.

Ο δράστης προφανώς το πληροφορήθηκε και εξαφάνισε οποιοδήποτε στοιχείο θα οδηγούσε σε αυτόν.


Σενάριο δεύτερο. Τυχαίο συμβάν

Κάποια οικεία πρόσωπα που γνώριζαν τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες του Ταχτσή, υποστήριξαν ότι η δολοφονία του μπορεί να ήταν ατύχημα το οποίο συνέβη κατά τη σεξουαλική πράξη. Στο σαδομαζοχιστικό σεξ, η διαφορά της δολοφονικής ενέργειας από το ατύχημα είναι δυσδιάκριτη. Υπάρχει περίπτωση ο δολοφόνος να στραγγάλισε κατά λάθος τον συγγραφέα, στην προσπάθειά του να τον ερεθίσει κατά την πράξη.


Σενάριο τρίτο. Ο δολοφόνος ήθελε να «κλείσει το στόμα» του Ταχτσή

Το σενάριο της φίμωσης του συγγραφέα έχει δύο σκέλη. Κάποιοι υπέθεσαν ότι ο δολοφόνος ήταν παλιός του εραστής, που ήθελε να διατηρήσει κρυφή τη σχέση τους. Άλλοι είπαν ότι ήταν κάποιος ο οποίος φοβόταν τις αποκαλύψεις, που ετοιμαζόταν να κάνει ο συγγραφέας στο καινούριο του βιβλίο, για την κρυφή του ζωή και τις επαφές του.

Αυτό ήταν το επικρατέστερο σενάριο. Ίσως επειδή ήταν το πιο γαργαλιστικό.

Σε ανύποπτο χρόνο, ο Ταχτσής είχε πει: «Ο σκοπός μου είναι να βρίσω περισσότερο, παρά να παραπονεθώ και κάποια στιγμή αποφάσισα, ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια».

Μέχρι και σήμερα, η δολοφονία Ταχτσή παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστη, αν και τη διερεύνηση είχε αναλάβει ένας ικανότατος αξιωματικός. Όμως και τα μέσα της εποχής ήταν πενιχρά. Τα αστυνομικά εργαστήρια ήταν υποτυπώδη και δεν υπήρχαν εργαλεία όπως το DNA. Τα διάφορα σενάρια δεν είναι, παρά αυτό που λέει η λέξη: Σενάρια. Και απλά γοητεύουν τους λάτρεις των αστυνομικών αινιγμάτων.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Τελευταία παράσταση» της σειράς Ανατομία ενός εγκλήματος.

 

Υπόθεση Δημήτρη Βακρινού

Πέντε εν ψυχρώ δολοφονίες και έξι σοβαροί τραυματισμοί ήταν τα εγκλήματα που διέπραξε ο ο οδηγός ταξί, Δημήτρης Βακρινός, σε διάστημα ενός έτους (1995-6) και χαρακτηρίστηκε ο πρώτος «σίριαλ κίλερ» της Ελλάδας.

Η διπλή δολοφονία των αδελφών Σπυρόπουλου για οικονομικούς λόγους

Αν και τα εγκλήματα του Βακρινού δεν είναι όλα τοποθετημένα με χρονολογική ακρίβεια, η πρώτη του δολοφονική ενέργεια φαίνεται πως έγινε στις 21 Δεκεμβρίου του 1995, όταν σκότωσε εν ψυχρώ τον Κώστα και τον Αντώνη Σπυρόπουλο.


Ο δολοφόνος ένιωσε πως αδικήθηκε οικονομικά από τα δύο αδέλφια, όταν τους πούλησε ένα αυτοκίνητο για 600.000 δραχμές έναντι 700.000 που ήταν η αρχική συμφωνία.

Έτσι, αποφάσισε να πάρει πίσω το αυτοκίνητο με το αντικλείδι που είχε κρατήσει.

Για κακή του τύχη την τελευταία στιγμή τον άκουσαν οι αδελφοί Σπυρόπουλοι και άρχισαν να τον καταδιώκουν με άλλο αυτοκίνητο.

Ο Βακρινός έμεινε από βενζίνη και αναγκάστηκε να σταματήσει σε ένα βενζινάδικο, όπου τον ακολούθησαν και οι Σπυρόπουλοι.

Προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν χωρίς να γνωρίζουν ότι κουβαλούσε πάνω του όπλα.


Ο Βακρινός άνοιξε πυρ. Αφού άδειασε πάνω τους όλες τις σφαίρες, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του. Πήρε ένα δεύτερο όπλο, έδωσε στα δύο αδέλφια τη χαριστική βολή και εξαφανίστηκε.

Η δολοφονία του Σεραφείμ Αγιαννίδη γιατί του χάλασε το προξενιό

Το Μάιο του 1996 ο Βακρινός διέπραξε έναν ακόμη φόνο. Σκότωσε τον Σεραφείμ Αγιαννίδη, γιατί, όπως ισχυρίστηκε αργότερα στην αστυνομία, «του είχε χαλάσει ένα προξενιό με μια κοπέλα που ήταν ερωτευμένος και για αυτό έπρεπε να πεθάνει».

Ο Βακρινός επισκέφτηκε το σπίτι του θύματος στο Περιστέρι φορώντας μια μαύρη κουκούλα. Ψύχραιμα χτύπησε το κουδούνι. Την ώρα εκείνη ο Αγιαννίδης απουσίαζε και η μητέρα του που είδε τον κουκουλοφόρο από το ματάκι της πόρτας, ειδοποίησε την αστυνομία.

Ο δολοφόνος κρύφτηκε και περίμενε μέχρι που εμφανίστηκε ο Αγιαννίδης, τον οποίο πυροβόλησε θανάσιμα.


Από τα πυρά του δολοφόνου δεν γλίτωσαν ούτε οι αστυνομικοί που είχαν φτάσει για να διερευνήσουν την καταγγελία, ούτε ο πατέρας του θύματος, που τραυματίστηκαν σοβαρά.

Ο τραυματισμός του συναδέλφου τους πείσμωσε τους αστυνομικούς, που έβαλαν σκοπό να συλλάβουν το δράστη.

Η σύλληψη

Εκτός από δολοφονίες, ο Βακρινός έκλεβε αυτοκίνητα και μηχανάκια. Παράλληλα εργαζόταν ως οδηγός ταξί.

Η αστυνομία τον αναζητούσε παντού, αλλά δεν είχε καταφέρει να τον εντοπίσει.

Η μαρτυρία μιας γυναίκας για μια από τις κλοπές του Βακρινού που ανέφερε ότι ο δράστης διέφυγε με ταξί, βοήθησε την έρευνα των αστυνομικών.

Αρχικά «χτένισαν» όλες τις πιάτσες ταξί ρωτώντας τους οδηγούς αν είχαν πάρει κούρσα ένα κοντό και μικροκαμωμένο άντρα, μια συγκεκριμένη ημέρα και ώρα.

Σύντομα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, μέχρι που κάποιος αστυνομικός σκέφτηκε ότι ο ύποπτος θα μπορούσε να είναι οδηγός και όχι πελάτης.

Το όνομα «Δημήτρης Βακρινός» ήταν ήδη γραμμένο στα κατάστιχα της αστυνομίας από τη δολοφονία των αδελφών Σπυρόπουλου.

Οι αστυνομικοί σκέφτηκαν ότι αντικλείδι για το κλεμμένο αυτοκίνητο θα μπορούσε να έχει μόνο ο αρχικός ιδιοκτήτης του, δηλαδή ο Βακρινός.

Συνελήφθη στις 12 Μαΐου του 1997.


Οι ομολογίες και η κατάληξη του δολοφόνου

Ο Βακρινός οδηγήθηκε στην ασφάλεια και προφυλακίστηκε.

Στην κατάθεση του ομολόγησε τις δύο δολοφονίες (η μία διπλή) και αποκάλυψε και άλλες τρεις.

Πρώτο θύμα του κατά συρροή δολοφόνου ήταν ο συγκάτοικος του, Παναγιώτης Δαγλιάς, που τον είχε αδικήσει σύμφωνα με τα λεγόμενά του, όταν του έκλεψε ένα κυνηγετικό όπλο.

Επόμενο θύμα ήταν μια γυναίκα, η Αναστασία Σιμιτζή, που τον είχε προσβάλει αποκαλώντας τον «κοντό».

Τρίτο θύμα ήταν ένας συνάδελφος του οδηγός ταξί, ο Θεόδωρος Ανδρεάδης, που τον σκότωσε γιατί δεν τον είχε αφήσει να πάρει κάποιο πελάτη στο ταξί του.

Στις 25 Μαΐου ο Βακρινός βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού.

Ο δολοφόνος είχε κρεμαστεί με τα κορδόνια των παπουτσιών του, προτού προλάβει να δικαστεί.

Οι αστυνομικοί και οι ψυχολόγοι τον χαρακτήρισαν μανιακό δολοφόνο, παρόλο που η δράση του δεν ήταν ακριβώς ίδια με τους αντίστοιχους του εξωτερικού.

Οι ειδικοί έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο με ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο που είχε τις ρίζες του στην τραυματική του παιδική ηλικία.

Είχε μειωμένη αυτοεκτίμηση και συμπλεγματική συμπεριφορά, γεγονός που τον οδηγούσε στο να διαπράττει φόνους για ασήμαντους λόγους, απλά και μόνο επειδή θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο. Το χειρότερο που θα μπορούσε κάποιος να του πει, ήταν ότι ήταν κοντός. Αυτό ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη, καθώς, όπως είπε σε μια αναπαράσταση, την ώρα της δολοφονίας «ψήλωνε».

Η ζωή του δολοφόνου

Ο Δημήτρης Βακρινός γεννήθηκε στη Γορτυνία το 1963 και μεγάλωσε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια.

Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίστηκαν από τις συγκρούσεις με τον αλκοολικό πατέρα του που τον κακομεταχειρίζονταν.

Ο Βακρινός ήταν ένα αντικοινωνικό παιδί και καλός μαθητής που τελείωσε με το ζόρι το δημοτικό σχολείο.

Σε ηλικία 13 ετών εγκατέλειψε το χωριό και εργάστηκε σε μια ταβέρνα στη Χασιά.

Αργότερα φοίτησε σε μια τεχνική σχολή. Έγινε οξυγονοκολλητής και εργάστηκε στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά έως το 1992.Μετά έγινε ταξιτζής. Η προσωπική του ζωή ήταν προβληματική, εξαιτίας της άσχημης παιδικής ηλικίας και της κακομεταχείρισης από τον πατέρα του.

Το 1990 έκανε τον πρώτο του γάμο ο οποίος κράτησε μόνο 14 μήνες, επειδή δεν ήθελε να κάνει παιδιά.

Η μεγάλη ρήξη όμως ήρθε όταν σταμάτησε να δουλεύει στα ναυπηγεία και παρά τη μεγάλη αποζημίωση που πήρε, απαίτησε από τη σύζυγό του να ξεκινήσει να εργάζεται.

Εκείνη αρνήθηκε και τον έδιωξε από το σπίτι.

Για να  την εκδικηθεί ο Βακρινός, έκαψε το εξοχικό σπίτι του πατέρα της στη Σαλαμίνα.

Ήταν η πρώτη έκρηξη βίας του μετέπειτα δολοφόνου, αλλά κανείς τότε δεν μπορούσε να φανταστεί την συνέχεια.

Το καλοκαίρι του 1996 πραγματοποίησε το δεύτερο γάμο του, ο οποίος δεν στέριωσε, καθώς λίγο μετά, συνελήφθη για τα εγκλήματά του και οδηγήθηκε στη φυλακή.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Ο ιππότης» της σειράς Κόκκινος κύκλος και το επεισόδιο «Ένας ήσυχος άνθρωπος» της σειράς 10η εντολή.

 

Υπόθεση Μαρσελίνο

Η απαγωγή και η δολοφονία του 17χρονου Μαρσελίνο, που τον αποκαλούσαν «Μαραντόνα» στην Αγία Βαρβάρα, συγκλόνισε το πανελλήνιο το 1990 και αναβίωσε  το 2015 με την έκδοση από τις τουρκικές Αρχές του ηθικού αυτουργού της δολοφονίας, 57χρονου τότε, Κώστα Σπινάρη.

Τον Νοέμβριο του 2005, ο Σπινάρης παραβίασε άδεια από τις Φυλακές Αλικαρνασσού και τον Μάρτιο του 2006 συνελήφθη στην Τουρκία για διακίνηση ναρκωτικών. Εκεί του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 12 ετών και 6 μηνών.

Στην Τουρκία προσπάθησε να βρει καταφύγιο για να γλιτώσει από τον κίνδυνο της βεντέτας. Εκεί ολοκλήρωσε μεγάλο μέρος της ποινής του και εκδόθηκε στην Ελλάδα από τις αρχές της Τουρκίας, κατόπιν αιτήματος των ελληνικών Δικαστικών Αρχών, καθώς έχει καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης δις ισόβια και κάθειρξη 25 ετών για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία «Μαρσελίνο» και για παραβάσεις περί ναρκωτικών.

Ο Μαρσελίνο με την εμφάνιση της ομάδας.

Ταλαντούχος και εύπορος τσιγγάνος

Ο Μαρσελίνο ήταν ένα τσιγγανόπουλο που γεννήθηκε στην Αγία Βαρβάρα στο Αιγάλεω. Αλλά ξεχώριζε από τα υπόλοιπα παιδιά της περιοχής. Δημοφιλής στην παρέα και σπουδαίο ταλέντο στο ποδόσφαιρο, όπου διακρινόταν με τον Κεραυνό Αγίας Βαρβάρα και οι φίλαθλοι τον φώναζαν τότε «Μαραντόνα», καθώς εκείνη την εποχή μεσουρανούσε ο Αργεντινός άσσος.

Ο Γιάννης Τσατσάνης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, δεν ήταν όμως μόνο ένας πολλά υποσχόμενος αθλητής. Αν και τσιγγάνος, ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας, καθώς ο πατέρας του Γιώργος Τσατσάνης, ήταν εισαγωγέας ηλεκτρονικών ειδών με καλό όνομα στο εμπόριο.

Το συγκλονιστικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι δράστες του εγκλήματος ήταν αδελφικοί φίλοι και στενοί συγγενείς του θύματος. Είναι ασύλληπτο ότι στην κηδεία του «Μαρσελίνο» ένας από τους δράστες σήκωσε το φέρετρο στον ώμο, ένας άλλος ρωτούσε παντού για να ανακαλύψει τον 17χρονο και ένας τρίτος έτρωγε το βράδυ με τους γονείς του θύματος και έβριζε και καταριόταν τους φονιάδες!

Ο 17χρονος Μαρσελίνο ήταν το αστέρι του Κεραυνού Αγ.Βαρβάρας.

Φίλοι και συγγενείς στήνουν παγίδα στον νεαρό

Το απόγευμα της Κυριακής 18 Μαρτίου 1990 ο Γιάννης Τσατσάνης καθόταν στην καφετέρια «Τροπικάνα» όταν οι κολλητοί του, Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός τον πλησίασαν και του είπαν ότι γνώριζαν ποιοι είχαν κλέψει το ραδιομαγνητόφωνο από το αυτοκίνητό του και μπορούσαν να το βρουν. Ο 17χρονος τους ακολούθησε και αφού άλλαξαν αυτοκίνητα στη Νίκαια πήγαν να βρουν το κασετόφωνο στο Σχιστό.

Στα Πυροβολεία τους περίμεναν ο Σταμάτης Γρυπαίος, ο Δημήτρης Σκαφτούρος και ο Γιάννης Λαζάρου. Αυτοί όρμηξαν στον Μαρσελίνο μόλις βγήκε από το αμάξι και έριξαν μια πιστολιά στον αέρα.

Ο Σπινιάρης και ο Αγαπητός έκαναν ότι φοβήθηκαν και έφυγαν τρέχοντας.

Οι τρεις πήγαν στο σπίτι του Γιάννη Πετράκη στο Χαϊδάρι, ο οποίος σύμφωνα με όσα έλεγε τότε η Αστυνομία, δεν γνώριζε για την απαγωγή. Στο διαμέρισμα βρισκόταν και η φίλη του Θεοφανία Μεσμερλή.

Ο Μαρσελίνο δεν επέστρεψε σπίτι το βράδυ και η οικογένεια άρχισε να τον αναζητά. Την επομένη κατήγγειλαν την εξαφάνιση στην Αστυνομία.

Οι απαγωγείς κράτησαν τον Μαρσελίνο δεμένο με κουκούλα και χειροπέδες για περίπου 4 – 5 μέρες στο διαμέρισμα του Πετράκη. Σύμφωνα με την Αστυνομία, ο Γρυπαίος τηλεφωνούσε από θαλάμους και διάφορα άλλα σημεία στον πατέρα του νεαρού και ζητούσε λύτρα, προσποιούμενος τον αλλοδαπό. Μάλιστα, χρησιμοποιούσε μια γραμμένη κασέτα με τη φωνή του Μαρσελίνο για να στέλνει μηνύματα στον πατέρα του.

Ποτέ όμως δεν υπήρξε ζωντανή επικοινωνία. Την Τρίτη 20 Μαρτίου ο Γρυπαίος πήρε τηλέφωνο τον Γιώργο Τσατσάνη και μίλησε ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά.

Είπε στον πατέρα του παιδιού: «Ο Μαρσελίνο είναι καλά. Αλλά για να τον ξαναδείς θα πρέπει να μας δώσεις 150.000.000 δρχ». Και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο.

Ακολούθησαν και άλλα τηλεφωνήματα σε πιο δραματικό τόνο. Ο πατέρας είχε καταφέρει να μαζέψει 30.000.000 δρχ και πήγε στην Αστυνομία να καταγγείλει ότι είχε γίνει απαγωγή.

Η στυγερή δολοφονία και η φρικιαστική αποκάλυψή της

Οι δράστες αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Μαρσελίνο γιατί ο πατέρας καθυστερούσε να παραδώσει τα λύτρα και γιατί υπέθεσαν ότι ο 17χρονος είχε αναγνωρίσει τον Σπινάρη και τον Αγαπητό που ήταν φίλοι του.

Νύχτα, λίγες μέρες μετά την απαγωγή, τον έβαλαν σε ένα αμάξι και τον μετέφεραν στα Σκούρτα Βοιωτίας. Εκεί τον έβαλαν σε άλλο όχημα και τον πήγαν σε ένα μαντρί στο Κάτω Πηγάδι Σκούρτων.

Με βάση τα στοιχεία της προανάκρισης, ο Αγαπητός, ο Σπινάρης και ο Γρυπαίος οδήγησαν τον Μαρσελίνο μέσα στο μαντρί όπου είχαν σκάψει ένα λάκκο με βάθος πάνω από μισό μέτρο. Το περίστροφο ανήκε στον Σκαφτούρο αλλά ο Αγαπητός και ο Σπινάρης δίσταζαν να τραβήξουν τη σκανδάλη, γιατί είχαν μεγαλώσει μαζί με τον Μαρσελίνο και ήταν και συμπαίκτες στον Κεραυνό.

Τελικά, ο Γρυπαίος πείστηκε να πάρει το όπλο και πυροβόλησε δύο φορές τον 17χρονο στην καρδιά και τον αυχένα.

Αφού επέστρεψαν στην Αθήνα, έπεισαν τον Γρυπαίο και συνέχισε να τηλεφωνεί στον πατέρα του άτυχου παιδιού και να ζητά λύτρα!

Την Τρίτη 19 Ιουνίου ο κτηνοτρόφος Χρήστος Αγαθής πήγε στο μαντρί του και άκουσε έναν άγριο σκυλοκαβγά. Όταν πλησίασε ένιωσε μια έντονη δυσοσμία και πρόσεξε ότι τα τσοπανόσκυλα είχαν τραβήξει ένα μισοσκισμένο μπουφάν. Ανατρίχιασε μόλις αντίκρισε όλο το θέαμα και έντρομος ειδοποίησε την Αστυνομία. Το πτώμα ήταν σε προχωρημένη αποσύνθεση γιατί είχε θαφτεί σε κοπριά, ενώ το κεφάλι βρέθηκε 50 μέτρα μακριά.

Βρέθηκαν κάποια προσωπικά αντικείμενα όπως ένας αναπτήρας, τα οποία αναγνώρισαν οι συγγενείς και ξέσπασαν σε λυγμούς. Η υπόθεση εξιχνιάστηκε μέσα σε λίγες ημέρες.

Ο πατέρας, Γιώργος Τσατσάνης στο δικαστήριο, φώναζε «θάνατος, εκτελέστε τους φονιάδες».

Η δίκη και η βεντέτα

Τον Δεκέμβριο του 1991 άρχισε η δίκη στο κακουργιοδικείο της Αθήνας. Παρά το δράμα του, ο πατέρας του Γιάννη Τσατσάνη είχε πει ότι δεν θέλει βεντέτα γιατί αυτά τα πράγματα δεν οδηγούν πουθενά και κυρίως δε θα έφερναν πίσω το παιδί του.

Όμως κατά τη σύλληψή του, ο Κώστας Σπινάρης δέχθηκε πυροβολισμούς μέσα στο αυτοκίνητο της Ασφάλειας που τον μετέφερε και τραυματίστηκε. Τσιγγάνοι συγγενείς και φίλοι επιτέθηκαν πολλές φορές στους κατηγορούμενους στη διάρκεια της δίκης.

Την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου, το δικαστήριο έκρινε ένοχους τους 8 κατηγορούμενους και τους επέβαλλε βαρύτατες ποινές. Στους Γρυπαίο και Σπινάρη επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου αν και είχε καταργηθεί διά νόμου.


Η δίκη για τον Σκαφτούρο είχε διαχωριστεί γιατί δεν είχε συλληφθεί. Διέφυγε στο εξωτερικό και συνελήφθη σε συνεργασία με το FBI στη Νέα Υόρκη στις 29 Μαίου του 2008, δύο χρόνια προτού παραγραφεί το αδίκημα.

Τον Ιανουάριο του 2021 οδηγήθηκε ένας 52χρονος άνδρας, ο οποίος συνελήφθη στην ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου, καθώς φέρεται να εμπλέκεται σε υπόθεση διακίνησης ηρωίνης. Ο συλληφθείς παρουσιάστηκε εν εξάλλω ενώπιον των δικαστικών Αρχών και τελικά πήρε προθεσμία για να απολογηθεί.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, ο 52χρονος δεν είναι άγνωστος στις Διωκτικές Αρχές: Πρόκειται για πρώην βαρυποινίτη, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε δις ισόβια κάθειρξη συν κάθειρξη 18 ετών για την εμπλοκή του στην υπόθεση απαγωγής και δολοφονίας του 17χρονου ποδοσφαιριστή Μαρσελίνο, τον Μάρτιο του 1990.

Ο 52χρονος ήταν κρατούμενος των φυλακών της Νέας Αλικαρνασσού. Πριν από λίγα χρόνια αποφυλακίστηκε και σύμφωνα με πληροφορίες δεν έφυγε από το Ηράκλειο αφού διέμενε στην ευρύτερη περιοχή του Γαζίου.

Χθες το πρωί, αστυνομικοί έκαναν έρευνα στο σπίτι του 52χρονου, όπου βρήκαν - μέσα σε ψυγείο - δύο συσκευασίες που περιείχαν ηρωίνη 474 γραμμαρίων σε μορφή βράχου.

Επίσης εντοπίστηκε το ποσό των 1800 ευρώ που φέρεται να προήλθε από παράνομες δραστηριότητες, μια ζυγαριά ακριβείας, δύο κινητά τηλέφωνα, ένα γραμμάριο ηρωίνης, καθώς και «διάφορα είδη τα οποία προοριζόντουσαν για την συσκευασία και την πώληση ναρκωτικών ουσιών».

Όλα τα εν λόγω ευρήματα κατασχέθηκαν, ενώ στη συνέχεια έγινε έρευνα στο σπίτι μιας γυναίκας που φέρεται να προμηθεύτηκε ναρκωτικά από τον 52χρονο. Τόσο η γυναίκα, όσο κι ένας άνδρας, ο οποίος διαμένει μαζί της, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν μαζί με τον 52χρονο ενώπιον του Εισαγγελέα.

Στον 52χρονο ασκήθηκε κακουργηματική ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε στον ανακριτή για να απολογηθεί. Από εκεί πήρε προθεσμία για να απολογηθεί το πρωί της Παρασκευής. Στον αντίποδα, οι άλλοι δύο συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι.

 

Υπόθεση Ματθαίου Μονσελά

Τον Ιανουάριο του 1994 μια δολοφονία συγκλόνισε την Ελλάδα. Ο 40χρονος Ματθαίος Μονσελάς σκότωσε την επίσης 40χρονη οδοντίατρο Γιόλα (Γεωργία) Βαγενά.Δεν επρόκειτο για κάποιο έγκλημα πάθους με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ωστόσο η είδηση προκάλεσε αίσθηση.Το πρωτοφανές της υπόθεσης ήταν ότι ο Μονσελάς έγινε «δολοφόνος κατά παραγγελία» του ίδιου του θύματος.Η Βαγενά δηλαδή του ζήτησε να τη σκοτώσει και εκείνος το έκανε!


Ο προβληματικός γάμος της Βαγενά

Η Γιόλα Βαγενά ήταν για πολλά χρόνια παντρεμένη με τον γιατρό Π.Κ, όταν ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση.

Η διάλυση του γάμου της στοίχισε τόσο στην οδοντίατρο που αναγκάστηκε να απευθυνθεί σε ψυχίατρο για να τη βοηθήσει.

Τόσο οι συνεδρίες, όσο και η συμπαράσταση των δικών της ανθρώπων δεν φάνηκαν αρκετές για να ηρεμήσουν τη Βαγενά, που άρχισε να εκδηλώνει τάσεις αυτοκτονίας.

Δεν ήταν όμως αρκετά «δυνατή» για να εκτελέσει μόνη της την απόφασή της και έτσι ζήτησε βοήθεια από συγγενείς και φίλους.

Η αδελφή της μάλιστα ανέφερε πως της είχε ζητήσει αρκετές φορές να την πετάξει από την ταράτσα. Φυσικά εκείνη αρνήθηκε.

Όταν η οδοντίατρος διαπίστωσε πως κανείς από τους δικούς της ανθρώπους δεν θα τη βοηθούσε να αυτοκτονήσει, άρχισε να ψάχνει τον «λυτρωτή» της σε αγνώστους.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής , η Βαγενά είχε ζητήσει ακόμα και από έναν ηλεκτρολόγο που βρέθηκε στο σπίτι της για κάποια δουλειά, να «προκαλέσει» βραχυκύκλωμα που θα την οδηγούσε στο θάνατο μέσω ηλεκτροπληξίας. Αλλά και εκείνος αρνήθηκε.

Η «φιλία» με τον παρκαδόρο

Η Βαγενά διατηρούσε ιατρείο στην Αθήνα και άφηνε καθημερινά το αυτοκίνητό της στο πάρκινγκ που εργαζόταν ο Μονσελάς.

Οι δυο τους είχαν μια τυπική σχέση υπαλλήλου – πελάτη, μέχρι τη στιγμή που η οδοντίατρος άρχισε να τον προσεγγίζει.

Η πληγωμένη γυναίκα πρότεινε στον μοναχικό υπάλληλο να του φτιάξει τα δόντια, εκείνος πήγε στο ιατρείο της και έτσι η γνωριμία τους άρχισε να μετατρέπεται σε φιλία.

Μια φιλία που αργότερα χαρακτηρίστηκε «στημένη» από την ίδια τη Βαγενά, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να έχει αποδειχτεί επίσημα.

Ο Μονσελάς δεν έφτιαξε τελικά τα δόντια του γιατί όπως ανέφερε ο ίδιος, φοβόταν τους οδοντιάτρους, αλλά οι συναντήσεις του με τη γιατρό καθιερώθηκαν.

Οι δύο φίλοι άρχισαν να πηγαίνουν συχνά βόλτες με το αυτοκίνητο και να συζητούν με τις ώρες, κυρίως για τα προσωπικά προβλήματα της οδοντιάτρου.

Η Βαγενά είχε δηλώσει ξεκάθαρα στον Μονσελά ότι ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή της, αλλά για να κάνει κάτι τέτοιο χρειαζόταν τη βοήθειά του.

Εκείνος συνέχισε να τη συναντά και να ακούει τα προβλήματά της, θεωρώντας πως κατ’ αυτό τον τρόπο τη βοηθούσε να τα ξεπεράσει και να βγάλει από το μυαλό της την αυτοκτονία.«Στις επισκέψεις μου στο ιατρείο, η Γιόλα μου έκανε προτάσεις να τη σκοτώσω προκειμένου να λυτρωθεί και επειδή δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τον άντρα της», ανέφερε ο Μονσελάς στην κατάθεσή του.

Όταν η απελπισμένη γυναίκα εμφάνισε στον φίλο της ένα όπλο, ο Μονσελάς της το πήρε, όπως δήλωσε, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε για να αυτοκτονήσει.«Από τότε που μου έδειξε το όπλο, με το αυτοκίνητό της με έπαιρνε και με πήγαινε σε ερημικές τοποθεσίες της Κορίνθου, της Χαλκίδας, της Λαμίας και της Αττικής. Όταν φτάναμε στα ερημικά σημεία, μου ζητούσε να τη σκοτώσω λέγοντάς μου ότι δεν μας έβλεπε κανένας επειδή ήταν ερημιά και νυχτερινές ώρες. Είχαμε πάει στις εν λόγω τοποθεσίες περίπου δέκα φορές», συνέχισε ο δράστης.

Η δολοφονία της Γιόλας Βαγενά

Στις 11 Ιανουαρίου του 1994 οι δυο φίλοι έκαναν την καθιερωμένη τους βόλτα με το αυτοκίνητο. Όπως ανέφερε αργότερα ο Μονσελάς, είχε προσπαθήσει να αρνηθεί αυτή τη συνάντηση, αλλά η Βαγενά είχε γίνει έξαλλη και δεν του είχε αφήσει περιθώρια.«Μου έλεγε πιεστικά να πάμε για να τελειώσει», ανέφερε.

Όταν έφτασαν στο Μαρκόπουλο σε ένα ήσυχο και απομονωμένο σημείο σταμάτησαν και βγήκαν από το όχημα.

Σε όλη τη διαδρομή η Βαγενά ζητούσε επίμονα και για πολλοστή φορά από τον Μονσελά να τη σκοτώσει.

Εκείνος είχε μαζί του το όπλο και όταν η γυναίκα απομακρύνθηκε, πυροβόλησε.«Σταμάτησε, γύρισε προς τα εμένα και μου είπε, άντε καλά είναι εδώ, εντάξει. Μετά από τα λόγια αυτά η Γιόλα, μου γύρισε την πλάτη. Εγώ με το πιστόλι που εκείνη τη στιγμή γέμισα, ή μάλλον όπλισα, πυροβόλησα από απόσταση δύο περίπου μέτρων τρεις φορές κατ’ αυτής. Αυτή τότε έπεσε κάτω και καθώς έπεφτε άκουσα ένα βογκητό της», είπε ο δράστης κατά την απολογία του.

Η περιπλάνηση του Μονσελά στην Αττική και η σύλληψή του

Μόλις η Βαγενά έπεσε στο έδαφος, ο Μονσελάς μπήκε στο αυτοκίνητο και αφού έκανε βόλτες στην περιοχή, το εγκατέλειψε στην περιοχή Κουβαρά και συνέχισε πεζός. Πέταξε το όπλο και τα κλειδιά του αυτοκινήτου και μετά από αρκετό περπάτημα βγήκε σε έναν κεντρικό δρόμο όπου έκανε ότο στοπ.

Ένας οδηγός που σταμάτησε τον πήγε μέχρι τη Γλυφάδα και από εκεί ο δράστης πήρε ταξί και έφτασε στο πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη, καθώς άρχιζε η βάρδιά του.

Εν τω μεταξύ, είχε βρεθεί το πτώμα της Βαγενά και οι αρχές αναζητούσαν τον δράστη.

Η έρευνα τους οδήγησε στον Ματθαίο Μονσελά ο οποίος συνελήφθη, αλλά δεν ομολόγησε αμέσως την πράξη του.

Αρχικά είπε στους αστυνομικούς ότι την προηγούμενη νύχτα είχε βρεθεί στην Πάτρα και είχε πάει στη δουλειά του αμέσως μετά την επιστροφή του.

Όσο προχωρούσε η κατάθεσή του ο Μονσελάς έπεφτε σε αντιφάσεις, μέχρι που αναγκάστηκε τελικά να ομολογήσει την πράξη του.«Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα», επαναλάμβανε στους αστυνομικούς, ενώ ισχυρίστηκε πως προσπάθησε να μην τη σημαδέψει θανατηφόρα, αλλά να της προξενήσει επιπόλαιο τραύμα.«Πίστευα ότι δεν θα πέθαινε και ότι μετά από αυτό θα μετάνιωνε και δεν θα με ξαναενοχλούσε, ο δε σύζυγός της, στον οποίο είχε πει ότι θα αυτοκτονούσε, θα την έπαιρνε στα σοβαρά και θα ξανασμίγανε».

Η Γιόλα Βαγενά όμως ήταν νεκρή.


Η δίκη και η φυλάκιση του δολοφόνου

Στη δίκη του Μονσελά η εισαγγελέας εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ εναντίον του συζύγου του θύματος.

Θεωρήθηκε υπεύθυνος για τα ψυχικά προβλήματα της Βαγενά και αναφέρθηκε η αδιαφορία του, όταν η σύζυγός του εξέφρασε ότι είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει.

Η υπόθεση ωστόσο ήταν πρωτοφανής στον δικαστικό κόσμο.

Η δολοφονία κατά παραγγελία ήταν μια πρωτόγνωρη υπόθεση που έφερε σε δύσκολη θέση δικαστές και ενόρκους.

Η απόφαση για τον Μονσελά ήταν καταδικαστική: 12 χρόνια και 9 μήνες ήταν η ποινή που του επιβλήθηκε.

Συνυπολογίστηκε ο πρότερος έντιμος βίος του δράστη, αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε πληρωθεί για το έγκλημά του.«Πιστεύω ότι ο Θεός και η Γιόλα με έχουν δικαιώσει» είπε ο κατηγορούμενος αμέσως μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, ενώ ανέφερε ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν σωστή.

Παρόλ’ αυτα άσκησε έφεση και κέρδισε τρεις μήνες αφού το δικαστήριο μείωσε την ποινή του σε 12 χρόνια και 6 μήνες.

Η κοινή γνώμη και μέρος του τύπου της εποχής χαρακτήρισαν επιεική την ποινή.

Ο Ματθαίος Μονσελάς αποφυλακίστηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 1998.

Ο Ματθαίος Μονσελάς σήμερα.

Αρχικά προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή του και αναζήτησε δουλειά αλλά δεν τα κατάφερε.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση βασίστηκε το επεισόδιο με τίτλο «Θέλω μια χάρη» της σειράς Κόκκινος Κύκλος.

 

Υπόθεση Γιώργου Σκιαδόπουλου

Στις 8 Ιανουαρίου του 1999 έγινε ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα, που οι λεπτομέρειές του συγκλόνισαν την κοινή γνώμη. Ο 24χρονος Γιώργος Σκιαδόπουλος δολοφόνησε την Αμερικανίδα μνηστή του, Τζούλι Μαρί Σκάλι, σε παράδρομο της Εθνικής Οδού.

Την έβαλε σε βαλίτσα και για να χωρέσει της έκοψε το κεφάλι ενώ προσπάθησε δύο φορές να κάψει τη σωρό της χωρίς να το καταφέρει.

Πέταξε το κεφάλι της στη θάλασσα, μαζί με το σιδεροπρίονο και το μπιτόνι. Η βαλίτσα με το διαμελισμένο πτώμα βρέθηκε σε λίμνη κοντά στο σημείο του εγκλήματος.

Πέρασαν 19 μέρες ώσπου ο Γ.Σ ομολόγησε.

Ο δολοφόνος καταδικάστηκε το 1999 σε ισόβια κάθειρξη. Το 2009 αποφυλακίστηκε λόγω καλής διαγωγής.

Η ιστορία αγάπης

Ο θύτης ήταν αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού. Στο πρώτο του ταξίδι, γνώρισε το μοντέλο Τζούλι – Μαρί Σκάλι που ήταν παντρεμένη και έμενε με το δεύτερο σύζυγό της και την τρίχρονη κόρη τους.

Ο έρωτάς τους ήταν παράφορος. Σε βαθμό που η Τζούλι μέσα σε διάστημα λίγων μηνών πήρε διαζύγιο και ενώ ακόμη ήταν σε διάσταση, ο νέος εραστής της την παρουσίαζε ως αρραβωνιαστικιά του, αφού ήθελαν να κάνουν οικογένεια.

Συγχρόνως έφυγε από το Ναυτικό για να μπορεί να είναι συνέχεια κοντά της. Όπως έλεγε: « Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το πώς θα την κάνω ευτυχισμένη, την αγαπούσα όσο τίποτε άλλο, ήταν η γυναίκα της ζωής μου…». Εκείνη, είχε δώσει την κηδεμονία της κόρης της στο πρώην σύζυγό της. Αυτός λέγεται πως ήταν ένας από τους λόγους που εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα στη σχέση της με τον Έλληνα ναυτικό.

Η Τζούλι ήταν καθολική. Έτσι πήραν την απόφαση να προχωρήσουν σε πολιτικό γάμο. Δεν μπορούσε όμως να ζήσει μακριά από το παιδί της. Οι διαφωνίες και οι καυγάδες άρχισαν να εμφανίζονται στη σχέση. Ο Γ.Σ δεν είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, γεγονός που δεν τους επέτρεπε να μετακομίσουν στην Αμερική.

Το έγκλημα

Οι έντονες λογομαχίες ήταν σύνηθες φαινόμενο.

Μια από αυτές έγινε όταν το ζευγάρι ξεκίνησε από την Καβάλα με προορισμό την Αθήνα και το σπίτι του πατέρα του και έμελλε να είναι και η τελευταία διαμάχη.

Πάνω στον τσακωμό, το αυτοκίνητο βγήκε από την Εθνική Οδό και κατευθύνθηκε σε χωματόδρομο. Εκεί ο οδηγός, Γ.Σ έπιασε τη μνηστή του από το λαιμό και την έσφιξε. Μετά από κάποια λεπτά, η Τζούλι ήταν νεκρή. Ο δράστης όμως, πάνω στον πανικό του όπως δήλωσε, αργότερα προσπάθησε να κάψει το πτώμα και να πετάξει τις στάχτες της 31χρονης στη θάλασσα.

Έτσι πήγε στο σπίτι της γιαγιάς του και πήρε μια μεγάλη βαλίτσα για να την βάλει μέσα. Προμηθεύτηκε και ένα σιδεροπρίονο καθώς είδε πως από τη βαλίτσα εξείχε το κεφάλι του άτυχου μοντέλου. Επέστρεψε κοντά στον τόπο του εγκλήματος, έβγαλε τη βαλίτσα και έκοψε το κεφάλι. Στη συνέχεια προσπάθησε να βάλει φωτιά, χωρίς πάλι να τα καταφέρει. Τότε πήρε την απόφαση να πετάξει τη βαλίτσα στη λίμνη.

Ξεκίνησε τον δρόμο της επιστροφής προς την Καβάλα και στα μέσα της διαδρομής πέταξε το κεφάλι στη θάλασσα.

Δημιούργησε σενάριο εξαφάνισης

Τις επόμενες ημέρες έκανε τέσσερις αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας του. Του ήρθε τότε η ιδέα να προφασιστεί εξαφάνιση του θύματος.

Η δολοφονία έγινε στις 8 Ιανουαρίου 1999. Ο Γ.Σ όμως δήλωσε πως στις 10 Ιανουαρίου ταξίδεψαν μαζί από την Καβάλα με προορισμό την Αθήνα. Ισχυρίστηκε πως  όταν έφτασαν, η Τζούλι μπήκε σε ένα μαγαζί για να φάει και από τότε η τύχη της αγνοούνταν.

Μάλιστα ο θύτης κυκλοφορούσε για αρκετές μέρες με φωτογραφίες του μοντέλου ενώ δήλωσε εξαφάνισή της στο Αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας. Έφτασε μέχρι και τις εκπομπές του Κ. Χαρδαβέλλα και της Α. Νικολούλη αφού έστελνε φωτογραφίες της Τζούλι και στοιχεία, χωρίς όμως να εμφανίζεται ο ίδιος.

Πέρασαν 19 μέρες ώσπου το σχέδιο του Γ.Σ ναυάγησε αφού η αστυνομία από την αρχή τον θεωρούσε ύποπτο και σταδιακά εντόπιζαν τις αντιφάσεις του. Τελικά κατά την ανάκριση αποκάλυψε στις αρχές πως η μνηστή του δεν είχε εξαφανιστεί, αλλά πως ο ίδιος την είχε δολοφονήσει. Μίλησε για όλες τις λεπτομέρειες της υπόθεσης σε βαθμό που κανείς δεν πίστευε τα λεγόμενά του.

 ΄Έλεγε όμως αλήθεια. Το πτώμα της νεαρής γυναίκας παρέλαβε ο πρώην σύζυγός της Τίμοθι, ενώ το κεφάλι δε βρέθηκε ποτέ.

Το πτώμα της άτυχης κοπέλας βρέθηκε σε λίμνη κοντά στον τόπο του εγκλήματος. Το κεφάλι της δε βρέθηκε ποτέ.

Ποινή

Ο Γ. Σ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Το 2002 η ποινή του μειώθηκε στα 23 χρόνια λόγω καλής διαγωγής. Λέγεται ότι είχε στραφεί στο Θεό, παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής μουσικής και ξεκίνησε σπουδές στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

Το 2009 αποφυλακίστηκε και έκτοτε του έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και εμφάνισης στο Αστυνομικό Τμήμα.

 

Γράφει ο George James

 

Πηγές:

- mixanitouxronou.gr

-Βιβλίο Πάνου Σόμπολου «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα όπως τα έζησα»




Σχόλια