The Irishman(Ο Ιρλανδός): η αληθινή ιστορία του διάσημου γκάνγκστερ Frank Sheeran

 



« Έμαθα πως βάφεις σπίτια»; Είναι η ερώτηση που ακούγεται με ένα τόνο μυστηρίου στη χροιά της φωνής. «Ναι. Τα βάφω. Και αναλαμβάνω και ξυλουργικές εργασίες» είναι η απάντηση. Με φωνή σταθερή, που δεν προδίδει ίχνος δισταγμού.

Φαινομενικά ο παραπάνω διάλογος είναι εντελώς αθώος. Είναι; Εξαρτάται από το ποιοι συμμετέχουν σε αυτόν. Αν μιλάνε δυο εργάτες της οικοδομής, για παράδειγμα, προφανώς και είναι ένας εντελώς αθώος διάλογος. Τι γίνεται, όμως, αν αυτός ο διάλογος γίνεται μεταξύ μαφιόζων; Τότε σίγουρα εδώ μπαίνουν και δεύτερες σκέψεις. Περισσότερο σκοτεινές. Και σίγουρα πιο αιματοβαμμένες.

Ο συγκεκριμένος διάλογος δεν επιλέχθηκε τυχαία, για την εισαγωγή του θέματος που διαβάζετε. Ήταν κάτι σαν σήμα κατατεθέν ενός από τους πιο σκληρούς και αδίστακτους μαφιόζους που γνώρισαν ποτέ οι ΗΠΑ.

Για τον Φρανκ Σίραν ο λόγος. Γνωστός και ως «ο Ιρλανδός», ο Σίραν όταν ήθελε να πει πως αναλαμβάνει ένα -όπως θα λέγαμε σήμερα- συμβόλαιο θανάτου, ξεκαθάριζε πως πράγματι… «έβαφε σπίτια». Έβαφε, δηλαδή, τους τοίχους με αίμα. Σε ότι αφορά τις «ξυλουργικές εργασίες», που αναφέρθηκαν νωρίτερα, ήταν και αυτές «κομμάτι» της δουλειάς του Σίραν. Ήταν το καθάρισμα του χώρου προκειμένου στη συνέχεια να μη μείνουν ίχνη για τους ερευνητές της αστυνομίας.

Ποιος ήταν ο Φρανκ Σίραν;

Το 1920 στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, γεννιέται ο Φρανκ Σίραν. Η οικογένεια του ήταν από την Ιρλανδία και όλοι τους πιστοί καθολικοί. Ο Φρανκ ήταν ένας εντυπωσιακός άνθρωπος που έβλεπε τον κόσμο από τα 1,93 μέτρα, με μια τρομακτική σωματική διάπλαση.

Ο Φρανκ Σίραν (αριστερά) την εποχή που υπηρετούσε στο στρατό των ΗΠΑ.

Πολέμησε και διακρίθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν στην στρατιωτική αστυνομία κατά τη διάρκεια της επίθεσης των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ και εξοργισμένος μετά από αυτό δήλωσε εθελοντής στην πολεμική αεροπορία. Υπηρέτησε συνολικά 411 ημέρες και πήρε μέρος, μεταξύ άλλων, στην απόβαση των συμμάχων στη Σικελία και στη Γερμανία.

Ο χαρακτήρας του Σίραν φάνηκε ήδη από εκείνες τις ημέρες αφού όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος συμμετείχε σε μάχες που είχαν τον χαρακτήρα μακελειού και δεν ακολουθούσαν κανένα πολεμικό κανόνα. Ο Σίραν κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου. Για μια τέτοια σφαγή αιχμάλωτων Γερμανών στρατιωτών, μάλιστα, ο Σίραν είχε πει πως «δεν είχα κανένα ενδοιασμό να κάνω αυτό που έπρεπε».

Απολύθηκε από τον στρατό τον Οκτώβριο του 1945 και σχεδόν αμέσως έπιασε «δουλειά» σαν εκτελεστής δίπλα στα αφεντικά της μαφίας Ράσελ Μπουφαλίνο και Άντζελο Μπρούνο. Αυτός αναλάμβανε όλες τις δύσκολες δουλειές της «οικογένειας» του Σικελού Ράσελ Μπουφαλίνου και λέγεται πως είχε διαπράξει τουλάχιστον 25 εν ψυχρώ εκτελέσεις!

Ο «Ιρλανδός» σε μεγαλύτερη ηλικία μαζί με άλλα μέλη της μαφίας.

Σύντομα φτιάχτηκε γύρω από το όνομά τους ένας μύθος. Ο ίδιος έλεγε πως συμμετείχε στην επέμβαση των ΗΠΑ στον κόλπο των Χοίρων κατά του Φιντέλ Κάστρο αλλά και πως είχε πλήρη γνώση της δολοφονίας του Τζόν Κένεντι. Πριν αυτή γίνει…

Ο Σίραν κατηγορήθηκε μαζί με έξι άλλους τον Ιούλιο του 1980, με κατηγορίες που αφορούσαν τις σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις μίσθωσης εργασίας που ελέγχονταν από τον Eugene Boffa Sr. του Hackensack του Νιου Τζέρσεϊ. Στις 31 Οκτωβρίου 1980, ο Σίραν κρίθηκε ένοχος για 11 κατηγορίες για εκβιασμούς εργασίας. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 32 ετών και υπηρετούσε 13 χρόνια.

Τελικά, πέθανε τον Δεκέμβριο του 2003, σε ηλικία 83 ετών, χτυπημένος από καρκίνο, σε γηροκομείο στο West Chester της Πενσυλβανίας. Τάφηκε στο νεκροταφείο του Τιμίου Σταυρού στο Yeadon της Πενσυλβανίας.

 

Η αληθινή ιστορία του Jimmy Hoffa

Ο James "Jimmy" Randle Hoffa, όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1913, στην Μπραζίλ της Ιντιάνα από τον John και την Viola (Riddle) Hoffa. Ο πατέρας του ήταν ολλανδικής καταγωγής Αμερικάνος από την Πενσιλβανία. Πέθανε το 1920 από καρκίνο των πνευμόνων, που προκλήθηκε από τις αντίξοες συνθήκες εργασίας στα ορυχεία. Ο Hoffa ήταν μόλις επτά ετών.


Τέσσερα χρόνια, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ντιτρόιτ. Στα 14, εγκατέλειψε το σχολείο και έκανε διάφορες δουλειές για να βοηθήσει οικονομικά τη μητέρα του και στα 16, βρήκε δουλειά σε κατάστημα τροφίμων στο τμήμα εκφόρτωσης των προϊόντων από τα φορτηγά.

Εκείνη την περίοδο, ξεκίνησε να συνδικαλίζεται και να ηγείται απεργιών. Ήταν 18 χρονών, όταν διοργάνωσε με επιτυχία καθιστική απεργία με τους υπόλοιπους εργάτες του καταστήματος για καλύτερες αμοιβές. Το 1932, του ζητήθηκε να γίνει ο οργανωτής των απεργιακών κινήσεων του Τμήματος 299 στο Ντιτρόιτ του Teamsters Union.

Με αυτό τον τρόπο ανέβηκε σταδιακά στην ιεραρχία, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν εργάστηκε ποτέ σαν οδηγός και τον Δεκέμβριο του 1946, ανακηρύχθηκε πρόεδρος του τμήματος, ενώ το 1952 στο συνέδριο των Teamsters στο Λος Άντζελες εκλέχτηκε αντιπρόεδρος σε εθνικό επίπεδο. Τη θέση του προέδρου ανέλαβε το 1957 και παρέμεινε σ' αυτήν μέχρι το 1971.

Η παράνομη δράση του

Προτού προλάβει να αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρόεδρος, ο Hoffa βρέθηκε στο στόχαστρο του FBI. Οι πρώτες έρευνες για τις παράνομες δραστηριότητές του ξεκίνησαν το 1957 και κορυφώθηκαν το 1960 με την εκλογή του John F. Kennedy στην προεδρία των ΗΠΑ και την τοποθέτηση του αδερφού του, Robert F. Kennedy στη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης.

Λένε ότι ο Χόφα αντέδρασε ακόμη πιο ‘ψυχρά’ απ’ ό,τι περιγράφεται στην ταινία, όταν στην τηλεόραση ανακοινωνόταν ο θάνατος του Τζον Κένετι, μετά τα δολοφονικά πυρά στο Ντάλας. Απλά συνέχιζε να τρώει το παγωτό του, σχεδόν … απολαμβάνοντάς το. Αργότερα φέρεται να έχει δηλώσει και το εξής: “Ελπίζω τα σκουλήκια να του έχουν φάει ήδη τα μάτια” Ευγενέστατος!

Η κόντρα με τον JFK και κυρίως τον του Μπόμπι Κένεντι ήταν αδυσώπητη. Ο αδερφός του προέδρου, γενικός εισαγγελέας από τον Ιανουάριο του 1961, εξελίχθηκε σε απηνή κυνηγό του διάσημου συνδικαλιστή για τον οποίο πίστευε ότι συνδεόταν απευθείας με το οργανωμένο έγκλημα.

Ο Μπόμπι είχε δημιουργήσει, σύμφωνα με την Washigton Post ειδική ομάδα στο υπουργείο δικαιοσύνης των ΗΠΑ, με την ονομασία «πιάστε τον Χόφα». Η συλλογή στοιχείων για τις παρανομίες του προέδρου του συνδικάτου των οδηγών ήταν ενδελεχής, ο Χόφα θεώρησε κάθε προσπάθεια των Κένεντι για την πάταξη της διαφθοράς ως ένα ακόμη βήμα εξόντωσής του και η κόντρα έγινε άγρια.

Στις διάφορες επιτροπές της γερουσίας, όπου ο Χόφα καλούταν να δώσει εξηγήσεις, οι μονομαχίες τους έμειναν στην ιστορία. Μια εξ’ αυτών απεικονίζεται με μαεστρία από τον Σκορτσέζε.

Ο Ρόμπερτ Κένεντι δεν άφηνε τίποτε που να μην ελέγξει. Επιτέθηκε χωρίς έλεος στον Χόφα, τον οποίο σε συνέντευξή του στο National Public Radio, χαρακτήρισε ως τον “επικίνδυνο άνθρωπο στην Αμερική”. “Ο ένας μισούσε τον άλλο και ο Χόφα ήθελε να ταπεινώσει τον Κένεντι” έχει πει ο Τζεφ Νεφ, συγγραφέας του βιβλίου ‘Μπόμπι Κένεντι εναντίον Τζίμι Χόφα’, προσθέτοντας: “Ήταν μετρ της χειραγώγησης, τρομερός διαπραγματευτής και πάντα έπαιρνε αυτό που ήθελε, αφού έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να το πετύχει. Η υπονόμευση των ‘εχθρών’ του ήταν βασικό μέλημά του. Ο Κένεντι, από την πλευρά του, δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει”.

Κατά καιρούς ο Χόφα και εν γένει η μαφία έχουν συνδεθεί με τη δολοφονία του Τζον Κένεντι. Το αποτυχημένο ‘κίνημα’ για επέμβαση στην Κούβα από παραστρατιωτικούς, είχε οργανωθεί σε συνεργασία με τη μαφία, καθώς το συνδικάτο του εγκλήματος σε πιθανή πτώση του Φιντέλ Κάστρο, πίστευε ότι θα πάρει πίσω την … αξιοποίηση της Αβάνας. Καζίνο, πορνεία, μπαρ, εστιατόρια κι όλα όσα είχε υπό τον έλεγχό του, πριν οι Κουβανοί επαναστάτες ανατρέψουν τον δικτάτορα Μπατίστα.

Η κρίση του κόλπου των χοίρων, που ακολούθησε, έφερε τον κόσμο κοντά σε μια πυρηνική σύγκρουση 15 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τότε ο Κένεντι μπήκε στο στόχαστρο της μαφίας, έστω κι αν το ‘συνδικάτο’ του Σικάγου, όπως γράφει στο βιβλίο του ο Γκας Ρούσο είχε στενές σχέσεις με τον Τζο Κένεντι, τον πατριάρχη της οικογένειας.

Το 1964 ο Ρόμπερτ Κένεντι κατηγορεί τον Χόφα για δωροδοκία ενόρκων ομοσπονδιακού δικαστηρίου και πετυχαίνει τη φυλάκισή του για οκτώ χρόνια. Άλλα πέντε θα του επιβληθούν για διάφορα σκάνδαλα που αποδεικνύονται. Η φυλάκιση του πανίσχυρου Χόφα (το 1967) θα κρατήσει σχεδόν πέντε χρόνια, καθώς τον Δεκέμβριο του 1971 ο Ρίτσαρντ Νίξον του χορηγεί αμνηστία με περιοριστικό όρο την αναστολή της συνδικαλιστικής του δραστηριότητας μέχρι το 1980. Λέγεται ότι η αμνηστία του κόστισε μισό εκατομμύριο δολάρια Τα ηνία του συνδικάτου παίρνει ο Φρανκ Φιτσίμονς, ευνοούμενος στην αρχή, εχθρός στη συνέχεια του Χόφα.

Ο Τζίμι ήταν πολύ … σκληρός για να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια και εκτός των άλλων ήξερε πολλά, ιδίως για τη μαφία και τη διαπλοκή της με τα κέντρα εξουσίας. Δεν δίνει σημασία στην συμφωνία της αποφυλάκισής του και αποφασίζει να ξαναβάλει υποψηφιότητα. Ζητάει τη βοήθεια των «ισχυρών» φίλων του οργανωμένου εγκλήματος.

Στις 30 Ιουλίου 1975, ο Χόφα έχει ραντεβού στο εστιατόριο Red Fox στο Μπλούφιλντ Τάουνσιπ του Μίτσιγκαν, με τρεις…μαφιόζους. Τον Άντονι Προβεντσάνο (με τον οποίο ήταν μαζί ένα διάστημα στη φυλακή, τον Άντονι Τζιακαλόνε και τον Λέοναρντ Σουλτς.

Τον βλέπουν να κάνει δυο κλήσεις (μια στη γυναίκα του και μία σε ένα παλιό του φίλο) από τηλεφωνικό θάλαμο ενώ έχει μια σύντομη συνομιλία με δυο γνωστούς που τον αναγνωρίζουν έξω από το εστιατόριο. Το σίγουρο είναι ότι στο Red Fox δυο Τόνι και ο Σουλτς (πρωτοπαλίκαρο του Τζιανκαλόνε) δεν εμφανίστηκαν.

Η αστυνομία και το FBI εικάζουν από την αρχή ότι δολοφονήθηκε σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Από το 1976 σε μια έκθεση 56 σελίδων του FBI, η δολοφονία του Χόφα αποδίδεται στη μαφία, η οποία θεωρούσε απειλή την προσπάθειά του να ξαναπάρει την προεδρία του συνδικάτου. Το πτώμα, ωστόσο, δεν βρίσκεται, οπότε κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τα πραγματικά γεγονότα και η αστυνομία τον θεωρεί και επίσημα νεκρό από το 1982.

To 1989 o πράκτορας του FBI, Κένεθ Γουόλτον, είπε στην εφημερίδα Ντιτρόιτ Νιους ότι γνωρίζει τι συνέβη, αλλά δεν μπορεί να πει λεπτομέρειες λόγω εμπιστευτικών πηγών. Πάντως, το 2001, το FBI ταυτοποίησε το DNA του Χόφα σε τρίχες που είχε περισυλλέξει το 1975 από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο προστατευόμενός του Τσάκι Ο΄Μπράιεν. Τόσο η αστυνομία όσο και η οικογένεια του Χόφα πιστεύουν ότι ο Ο’ Μπράιεν έπαιξε ρόλο στην εξαφάνιση και ενδεχομένως στη δολοφονία. Το DNA ωστόσο δεν μπορεί να προσδιορίσει την ημερομηνία που ο Χόφα μπήκε στο συγκεκριμένο αυτοκίνητο.

Σύμφωνα με τον πληρωμένο δολοφόνο της μαφίας Ρίτσαρντ Κουκλίνσκι και το βιβλίου του Φίλιπ Κάρλο ‘The iceman’ το πτώμα του Χόφα κάηκε σε άγνωστο μέρος. Η αστυνομία αμφισβήτησε την μαρτυρία του. Ο μύθος ότι ο Χόφα θάφτηκε κάτω από το στάδιο των Νιου Τζέρσεϊ Τζάιαντς καταρρίφθηκε το 2010 όταν το στάδιο κατεδαφίστηκε (δεν βρέθηκε το παραμικρό που να υποδείκνυε ταφή ανθρώπινου σώματος). Ούτε ο αυτόπτης μάρτυρας της ‘ταφής’ του Χόφα δικαιώθηκε. Υποστήριξε το 2012, ότι το πτώμα βρισκόταν κάπου στο Ρουζβιλ του Μίτσιγκαν, χωρίς όμως η αστυνομία να βρει κάτι συγκεκριμένο. Δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε οι ισχυρισμοί του γκάνγκστερ Τόνι Ζερίλι που υποδεικνύει μια περιοχή στο Όκλαντ ως το σημείο που βρίσκεται θαμμένος ο Χόφα.

Το 2017, ο καθηγητής εγκληματολογίας του πανεπιστημίου Northern Arizona, Τζέιμς Mπουκελάτο, καταλήγει στη θεωρία ότι ο Χόφα δολοφονήθηκε στο σπίτι του Κάρλο Λικάτα και εν συνεχεία κάηκε σε κρεματόριο στο Ντιτρόιτ. Ο ύποπτος για τη δολοφονία Τόμας Αντρέτα πέθανε το 2019. Είχε θεωρηθεί στενός συνεργάτης του Άντονι Προβεντσάνο. Ο πρώην μαφιόζος Μάικλ Φραντσέζε, δηλώνει τον Απρίλιο του 2019, ότι το πτώμα του Χόφα είναι … υγρό (άρα πετάχτηκε σε κάποια υδάτινη επιφάνεια) και ότι ο δολοφόνος είναι ακόμη ζωντανός, αλλά βρίσκεται στη φυλακή (προφανώς για άλλο λόγο).

Η σχέση του Φρανκ Σίραν με τον Χόφα

Ο Ράσελ Μπαφαλίνο ήταν αυτός που γνώρισε τον Σίραν στον Πρόεδρο του Teamsters Τζίμι Χόφα. Σύμφωνα με τον Σίραν, η πρώτη συνομιλία που είχε με τον Χόφα ήταν μέσω τηλεφώνου, όπου ο Χόφα ξεκίνησε λέγοντας: "Άκουσα ότι βάφεις σπίτια" (ένας κωδικός της μαφίας που σημαίνει "άκουσα ότι σκοτώνεις ανθρώπους") και το "χρώμα" είναι το χυμένο αίμα. Οι Χόφα και Σίραν σύντομα έγιναν στενοί φίλοι, με τον Ιρλανδό να χρησιμεύει ως μπράβος στον αρχηγό του Teamster, εκφοβίζοντας και σκοτώνοντας όσους απειλούσαν τη δομή της εξουσίας που κράτησε τον Χόφα στην κορυφή. Ο Χόφα σύντομα προίκισε τον Σιραν με μια πολυπόθητη θέση ως επικεφαλής της τοπικής οργάνωσης 326 στο Ντελαγουέρ. Οι δύο ήταν κοντά, αλλά όταν ο Χόφα πήγε στη φυλακή μια δεκαετία αργότερα με κατηγορίες περί εκβιασμών, η αφοσίωση του Σίραν παρέμεινε στην οικογένεια του εγκλήματος Μπαφαλίνο και στον άνδρα που πήρε τη θέση του Χόφα, επικεφαλής του Teamsters Φρανκ Φιτζσίμονς. Όταν ο Χόφα βγήκε από τη φυλακή το 1972, ήταν πρόθυμος να πάρει πίσω τη θέση του, αλλά τα αφεντικά του οργανωμένου εγκλήματος δεν το ήθελαν καθώς ήταν σε θέση να ελέγχουν τον Φιτζσίμονς.

Σπάνια φωτογραφία του Χόφα (δεξιά) μαζί με τον Σίραν (στο κέντρο) και τη σύζυγο του δεύτερου.

Ο συγγραφέας Τσαρλς Μπραντ ισχυρίζεται στο βίβλιο του I Heard You Paint Houses (2004) ότι ο Σίραν ομολόγησε ότι σκότωσε τον Χόφα. Σύμφωνα με τον Σίραν, «δεν αισθάνθηκε τίποτε» όταν του είπαν να βγάλει από την μέση τον Χόφα. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Τσαρλς Μπαντ, ο Τσάκι Ο' Μπράιεν οδήγησε τον Σίραν, τον Χόφα και τον συνάδελφό του Σαλ Μπριτζούγκλιο σε ένα σπίτι στο Metro Detroit όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μια συνάντηση του Χόφα και του Τόνι Προβεντσάνο. Οι Ο' Μπράιεν και Μπριτζούγκλιο έφυγαν και οι Σίραν και Χόφα μπήκαν στο σπίτι, όπου ο Σίραν ισχυρίζεται ότι πυροβόλησε τον Χόφα δύο φορές στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο Σίραν επίσης ισχυρίστηκε ότι του είπαν να αποτεφρώσει τον Χόφα μετά τη δολοφονία.

Ο Μπιλ Τονέλι αμφισβητεί την αξιοπιστία του βιβλίου στο άρθρο του Slate "The Lies of the Irishman", όπως και ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ Τζακ Γκόλντσμιθ στο "Τζίμι Χόφα και ο Ιρλανδός: Μια πραγματική ιστορία εγκλημάτος"; που εμφανίστηκε στο The New York Review of Books. Κηλίδες αίματος βρέθηκαν στο σπίτι του Ντιτρόιτ, όπου ο Σίραν ισχυρίστηκε ότι έγινε η δολοφονία, αλλά σύμφωνα με την αστυνομία αυτές δεν ταιριάζουν με το DNA του Χόφα.


Τα αληθινά πρόσωπα που παρουσιάζει στην ταινία του ο Σκορσέζε


Φρανκ Σίραν (Ρόμπερτ Ντε Νίρο)



Τζίμι Χόφα (Αλ Πατσίνο)



Ράσελ Μπουφαλίνο (Τζο Πέσι)



Ο Ροζάριο Αλμπέρτο Μπουφαλίνο έγινε το 1957 αρχηγός της μαφίας της βορειοανατολικής Πενσιλβάνια. Οι πιο κοντινοί του άνθρωποι τον φώναζαν με το χαϊδευτικό όνομα “ΜακΓκί” (McGee).


Άντζελο Μπρούνο (Χάρβεϊ Καϊτέλ)


Ο Μπρούνο ήταν αρχηγός της μαφίας της Φιλαδέλφια, γνωστός με το παρατσούκλι “Ευγενικός Ντον” (Gentle Don).


Άντονι Προβενζάνο (Στίβεν Γκρέιαμ)


Το αφεντικό της μαφιόζικης οικογένειας Τζενοβέζε αρχικά ήταν φίλος και σύμμαχος του Τζίμι Χόφα, και αντιπρόεδρος του συνδικάτου των οδηγών φορτηγών.


Τζο Γκάλο (Σεμπαστιάν Μανισκάλκο)




Ο Γκάλο, γνωστός και με το ψευδώνυμο “Τρελός Τζόι”, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν και σύμφωνα με πληροφορίες άρχισε τη σταδιοδρομία στο οργανωμένο έγκλημα δουλεύοντας για την οικογένεια Προφάτσι, που δρούσε κυρίως στη Νέα Υόρκη. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν ένας από τους άντρες που σκότωσαν τον αρχιμαφιόζο Άλμπερτ Αναστάζια στο κομμωτήριο του ξενοδοχείου Park Sheraton της Νέας Υόρκης (Αυτή η δολοφονία απεικονίζεται στον “Ιρλανδό”, συνοδευόμενη από μια πραγματική φωτογραφία της σκηνής του εγκλήματος, αλλά δεν μας δείχνει ότι την διαπράττει ο Γκάλο).


Στην ταινία, ο Φρανκ Σίραν μιλάει για τον Γκάλο λέγοντας ότι στις αρχές τις καριέρας του απήγαγε τα αφεντικά του. “Δεν ξέρω πως ξέφυγε μ’αυτό”, λέει ο Σίραν και συνεχίζει, “Δεν ξεφεύγεις από αυτό, αν το κάνεις πεθαίνεις”.

Λέγεται ότι αυτό είναι αληθινή ιστορία, καθώς αναφέρθηκε ότι το 1961 ο Γκάλο και οι συνεργάτες απήγαγαν και εξαγόρασαν τους ηγέτες της οικογένειας Προφάτσι, ωστόσο ο Γκάλο δεν κατάφερε να αναλάβει τα ηνία της οργάνωσης, με πολλούς από τους συνεργάτες του να σκοτώνονται και τον ίδιο να την γλιτώνει επειδή μπήκε φυλακή. Καταδικάστηκε σε 10ετή ποινή φυλάκισης για εκβιασμούς και απελευθερώθηκε μετά από 8 χρόνια.

Η δολοφονία του Τζόζεφ Κολόμπο, ο οποίος ήταν επικεφαλής της εγκληματικής οργάνωσης του Τζο Προφάτσι μετά τον θάνατο του, και άλλαξε το όνομα της σε Κολόμπο, εμφανίστηκε επίσης στον “Ιρλανδό”. Ο Κολόμπο πυροβολήθηκε τρεις φορές στο κεφάλι το 1971 και έμεινε παράλυτος μέχρι τον θάνατο του επτά χρόνια αργότερα. Πίσω από την δολοφονία φημολογείται ότι ήταν ο Γκάλο, ο οποίος είχε αναπτύξει δεσμούς με Αφροαμερικάνούς στην φυλακή, επειδή ο δράστης ήταν έγχρωμος.

Στο βιβλίο “I Heard You Paint Houses”, στο οποίο βασίστηκε ο “Ιρλανδός”, εικάζεται ότι ο Γκάλο πιθανότατα είχε πάρει την άδεια από τους υπόλοιπους αρχηγούς της Μαφίας να σκοτώσει τον Κολόμπο, ο οποίος τραβούσε πολύ την προσοχή με την προώθηση της Ιταλοαμερικάνικης Λίγκας.

Ο Γκάλο νευρίαζε επίσης τα αφεντικά της Μαφίας, καθώς προσέλκυε πάρα πολύ την προσοχή των media, στην προσπάθεια του να κάνει παρέα με διασημότητες. Δεν έκανε καθόλου προσπάθεια για να διατηρήσει χαμηλούς τόνους, σε αντίθεση με τον περίφημο νονό Ράσελ Μπαφαλίνο, που υποδύεται ο Τζο Πέσι, ο οποίος απέφευγε συστηματικά να βρίσκεται στα φώτα της δημοσιότητας.

Η δολοφονία του Γκάλο ήταν παρόμοια με αυτή που απεικονίστηκε στον “Ιρλανδό”. Όπως και στην ταινία, ο Γκάλο πέρασε τη νύχτα της 6ης Απριλίου 1972 γιορτάζοντας τα 43α γενέθλιά του. Παρακολούθησε έναν κωμικό στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης Copacabana και στη συνέχεια πήγε στο Umberto’s Clam House στη Μικρή Ιταλία τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Απριλίου. Συνοδευόταν από την αδελφή του, τη γυναίκα του, την κόρη του και έναν σωματοφύλακα, όταν άνδρες εισήλθαν στο εστιατόριο και πυροβόλησαν τον Γκάλο μέχρι θανάτου.

Σύμφωνα με τις ομολογίες του στο “I Heard You Paint Houses”, ο Σίραν είπε ότι είχε διαταχθεί από τον Μπαφαλίνο να σκοτώσει τον Γκάλο, τον οποίο δεν είχε δει ποτέ του. Ο ίδιος είπε γι’ αυτό το χτύπημα, “Δεν ήξερα ποιον είχε κατά νου, αλλά χρειαζόταν μια χάρη και αυτό ήταν”. Ο ίδιος παραδέχθηκε το ότι δεν ήταν γνωστός έκανε το χτύπημα κάπως πιο εύκολο.


Τζοζεφίν Χόφα (Γουέλκερ Ουάιτ)


H Τζοζεφίν Πόζιγουακ παντρεύτηκε τον Τζίμι Χόφα όταν ήταν μόλις 18 ετών. Πέθανε στα 62 της χρόνια, πέντε χρόνια μετά την εξαφάνιση του συζύγου της.


Μπιλ Μπουφαλίνο ( Ρέι Ρομάνο)


Ο Bufalino ήταν δικηγόρος που εκπροσωπούσε τη International Brotherhood of Teamsters, ήταν επίσης ξάδελφος με τον Russell Bufalino και συνεργάστηκε στενά με τον Jimmy Hoffa πριν την εξαφάνισή του.


Τσάκι Ο'μπράιαν (Τζέσι Πλίμονς)


Ο O'Brien είναι ο θετός γιος του Hoffa. Υπάρχουν ακόμη πολλές συζητήσεις για την εμπλοκή του (αθώου ή μη) στην εξαφάνιση του Χόφα.


Ρόμπερτ Κέννεντυ (Τζακ Χιούστον)


Ο Ρόμπερτ «Μπόμπι» Κένεντι ήταν φυσικά ο αδερφός του Τζον Φ. Κένεντι. Διορίστηκε αμφιλεγόμενα Γενικός Εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών από τον JFK το 1961.


Η ταινία


Η ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε έκανε ντεμπούτο στις κινηματογραφικές αίθουσες, ενώ λίγο αργότερα έγινε διαθέσιμη και για τους συνδρομητές του Netflix. Πρόκειται για ταινία 3,5 ωρών, η οποία και πραγματεύεται μια από τις πιο σκοτεινές ιστορίες εξαφανίσεων στην αμερικανική ιστορία. Αυτήν του συνδικαλιστή Τζίμι Χόφα, οποίος εξαφανίστηκε το 1975 και κηρύχθηκε νεκρός 7 χρόνια αργότερα. Ο Μάρτιν Σκορσέζε, αξιοποίησε το βιβλίο «Έμαθα πως βάφεις σπίτια» του ερευνητή Τσαρλς Μπραντ, η οποία αφηγείται την ιστορία του «Ιρλανδού» Φρανκ Σίραν, ο οποίος λίγη ώρα πριν αφήσει την τελευταία του πνοή ισχυρίστηκε πως είναι ο δολοφόνος του Τζίμι Χόφα.

Ο «Ιρλανδός» που είναι και ο τίτλος της ταινίας, αναφέρεται στον Φρανκ Σίραν, τον οποίο στην ταινία υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Πρόκειται για έναν σκληρό πρώην φορτηγατζή, με προβλήματα αλκοολισμού, ο οποίος χρημάτισε πρόεδρος παραρτήματος του πανίσχυρου Συνδικάτου των Teamsters, στενός φίλος του Χόφα ενώ υπήρξε και στον κύκλο γνωστών όσο και καταδικασμένων μελών της Μαφίας.

Ο συγγραφέας Τσαρλς Μπραντ, πραγματοποίησε σειρά συνεντεύξεων μαζί του από το 1991 ως το 2003. Ενώ ο Σίραν ήταν πια βαριά άρρωστος με καρκίνο, ομολόγησε στον Μπραντ ότι ήταν ο ίδιος που με δυο σφαίρες στο πίσω μέρος του κεφαλιού, σκότωσε τον Σίραν κατ’ εντολή των αφεντικών της Μαφίας της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ.

Ο Μπραντ έγραψε το βιβλίο «Έμαθα πως βάφεις σπίτια» για την υπόθεση των Σίραν και Χόφα. Τα… βαμμένα σπίτια του Brandt είναι αναφορά στο αίμα στους τοίχους που προκύπτει όταν κάποιος εκτελεί το θύμα του με πυροβολισμό και σε κλειστό χώρο. Η Πολιτειακή Αστυνομία του Μίσιγκαν ερεύνησε το σπίτι που υπέδειξε ο Σίραν δεν βρήκε όμως πουθενά το αίμα του Χόφα. Και αυτό ήταν το λιγότερο.

Mε ένα μακρόσυρτο, υγρό μονοπλάνο η κάμερα μπαίνει στο κτίριο, εξετάζοντας τοίχο-τοίχο, δωμάτιο με δωμάτιο, διάδρομο με διάδρομο, τους χώρους. Ένα είναι σίγουρο: δεν βρισκόμαστε στο Copa. Κανείς δεν έχει βγάλει σε πρώτο ραντεβού το κορίτσι του, επιδεικνύοντας της με ναρκισσιστική αλαζονεία την εξουσία και τα νιάτα του. Το νοσταλγικό «In the Still of the Night» των Five Satins ακούγεται σε μια διαπασών μελαγχολία κι όσους συναντάει ο φακός στην ελικοειδή εισβολή του είναι γιατροί, νοσοκόμες και ηλικιωμένοι. Παρατημένοι άνθρωποι που κάθονται σε ιδρυματικά επιπλωμένους χώρους, διαβάζουν εφημερίδα, παίζουν χαρτιά, κοιτάνε με απλανές βλέμμα. Η κάμερα σταματά στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Φρανκ. Σκυφτός πάνω στο μπαστούνι του, μας κοιτάζει κατάματα κι αναπολογητικά. Και ξεκινά την ιστορία του.

 


Ο Φρανκ Σίραν ξεκίνησε να δουλεύει ως φορτηγατζής, αμέσως μόλις επέστρεψε από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Από μία συγκυρία, γνώρισε τον Ράσελ Μπαφαλίνο, ένα καλά δικτυωμένο Αφεντικό της μαφίας της Φιλαδέλφειας κι έγινε το πρωτοπαλίκαρο κι ο εκτελεστής του – γνωστός κι ως «ο Ιρλανδός», λόγω της καταγωγής του. Οι διασυνδέσεις του Μπαφαλίνο τον οδήγησαν μέχρι τον ισχυρό συνδικαλιστή Τζίμι Χόφα, ο οποίος διαβόητα συνέδεσε το οργανωμένο εργατικό κίνημα με το οργανωμένο έγκλημα. Ο Φρανκ ήταν το δεξί χέρι και προσωπικός φίλος του Χόφα για πάνω από 15 χρόνια κι ο άνθρωπος κλειδί για να αποκαλύψει το μεγάλο μυστήριο της εξαφάνισής του. Όπως επίσης μπορεί να μάς κλείσει το μάτι για το ποιος πραγματικά πάτησε τη σκανδάλη στη δολοφονία του JFK. Έχουμε έρθει μπροστά σε αυτόν τον γέροντα γιατί μπορεί να μας βάλει από την πίσω πόρτα (μέσα από την «κουζίνα») στον κόσμο της μαφίας τον οποίο υπηρέτησε πιστά για 40 χρόνια. Ενα παρακρατικό ισχυρό σύστημα πίσω από το σύστημα - τόσο αδίστακτο και κυνικό, που παραμένει ανίκητο.

Ο Μάρτιν Σκορσέζε επιστρέφει σε αυτό που γνωρίζει τόσο καλά – το σκοτεινό, επικίνδυνο κι ανατριχιαστικά γοητευτικό σύμπαν του γκανγκστερικού είδους. Ομως από το πρώτο αυτό μονοπλάνο δηλώνει τις προθέσεις του. Το πάρτι τελείωσε κι ο λογαριασμός ήρθε στο τραπέζι των Καλών Παιδιών.

Πατώντας πάνω στο βιβλίο του Τσαρλς Μπραντ («I Heard You Paint Houses» - ευφημισμός για τους εκτελεστές της μαφίας, καθώς το αίμα των θυμάτων τους έβαφε τους τοίχους) και στην κινηματογραφική μεταφορά του από τον Στιβ Ζέλιαν, ο Σκορσέζε, στα 77 του χρόνια, θέλει να μάς πει διαφορετικά την ιστορία των κακόφημων δρόμων της καριέρας του. Ναι, αυτό που παραδίδει είναι ένα αριστουργηματικό απόσταγμα του ένδοξου oeuvre του - ένα σύνθετο μαφιόζικο έπος συνωμοσιών, σκοτεινών δυνάμεων και πολιτικής διαφθοράς. Μία αμαρτωλή αφήγηση προσωπικής φιλοδοξίας, απληστίας, και απαράμιλλης βίας. Ταυτόχρονα όμως, η ωριμότητα και το καταστάλαγμα των χρόνων του δημιουργού το μετατρέπει σε κάτι πιο θλιμμένο και σοφό. Μία ελεγειακή παραβολή της ανθρώπινης θνησιμότητας. Μία εξομολόγηση ενοχών, μία τελευταία ανάσα σπαραχτικής μεταμέλειας, μοναξιάς και ματαιότητας. Την πιο σκοτεινή καρδιά δεν την έχει η μαφία, ο καπιταλισμός, η εξουσία. Αλλά ο χρόνος.


Στυλιστικά, όλα τα στοιχεία που έχουν ορίσει το σκορσεζικό ύφος είναι εδώ. Η αριστοτεχνική, φιδίσια κίνηση της κάμερας που θα σε ξεγελάσει και θα σε παρασύρει υπνωτισμένο σε ξαφνικά, οργισμένα ξεσπάσματα βίας. Οι μελετημένοι όγκοι των χώρων, οι δεσποτικές φιγούρες των χαρακτήρων στα πλάνα, το γεμάτο ενέργεια μοντάζ. Το στιβαρό voice over του ήρωα, οι απολαυστικές αναφορές στην ποπ κουλτούρα, η vintage αισθητική, το πορωτικό σάουντρακ. Τα φριζαρίσματα της εικόνας στα μαφιόζικα πρόσωπα και τα παιχνιδιάρικα τιτλάκια που μαρτυρούν πώς και πότε ακριβώς στο μέλλον θα φάνε τη σφαίρα που θα τερματίσει την αλαζονεία και τη ζωή τους. Αυτό το δαιμόνιο, κατάμαυρο, σκορσεζικό χιούμορ που εναλλάσσεται με τη σκληρότητα της βίαιης αφήγησης.

Εδώ όμως, περισσότερο από όλες τις άλλες φορές, ο Σκορσέζε ενδιαφέρεται για τους (αντι)ήρωές του. Μπαίνει στην καρδιά των πραγματικών γεγονότων με λεπτομέρεια αλλά και ποιητική αδεία (άλλωστε και η αποκαλυπτική αφήγηση του Σίραν στο βιβλίο του Μπραντ έχει αμφισβητηθεί για το αν είναι βάσιμη ή το παραλήρημα ενός γέροντα), όμως δεν στέκεται στην αλήθεια της ειδησιογραφίας, όσο στην κινηματογραφική αλήθεια. Αυτή που μπορεί να διαβαστεί ως μία παραβολή για την ανθρώπινη φύση και να αφορά κι εμάς – τον κάθε ένα προσωπικά- και τις μικρές ζωές μας που δε θα απασχολούσαν ποτέ την μεγάλη οθόνη.

Όλοι θα πεθάνουμε – πλούσιοι και φτωχοί, επιτυχημένοι κι αποτυχημένοι, άσημοι και διάσημοι, αμαρτωλοί κι αθώοι. Ο Φρανκ επέζησε της βαρβαρότητας της δουλειάς του. Πιστός, ξηγημένος κι έξυπνος κέρδιζε τις ισορροπίες στα στημένα παιχνίδια και την εμπιστοσύνη των ισχυρών παικτών. Δεν έφαγε σφαίρα, δεν κάηκε ζωντανός, δεν “εξαφανίστηκε”. Να τος μπροστά μας, γέροντας, άρρωστος και μόνος. Ένας άνθρωπος μια ζωή παγερός, ψυχρός κι ανίκανος για συναισθήματα, να μην έχει που αλλού να κρυφτεί από τον θάνατο που πλησιάζει.

Ο Ντε Νίρο τον ερμηνεύει με εγκράτεια, πυγμή, στωικότητα. Κινεί το σώμα του μονοκόμματα, ενώ πειθαρχεί το πρόσωπο του σε παγωμένα, αμοραλιστικά βλέμματα που κάνουν τους φόνους του ακόμα σκληρότερους. Τα ειδικά εφέ που χρησιμοποιεί ο Σκορσέζε για να τον κάνει νεότερο, προβληματίζουν για λίγα δευτερόλεπτα και μετά τα ξεχνάς. Γιατί η βιρτουοζιτέ του Ντε Νίρο, μια προσωπική ηθική που θα χαρίσει στον ανήθικο ήρωά του, υπερβαίνουν οτιδήποτε άλλο.

Ο Πατσίνο είναι... ο θρυλικός Πατσίνο. Τον βοηθά ότι κι ο Χόφα ήταν έτσι – larger than life, αχαλίνωτος, ασυγκράτητος και για αυτό ορατός κίνδυνος για τη μαφία που τον έβγαλε τελικά από την μέση. Ο Πατσίνο μπαίνει στις σκηνές του σαν αγρίμι, ηλεκτρίζει της θερμοκρασία των χώρων, επιβάλλει το δικό του ρυθμό (με απότομες παύσεις ή ηφαιστειακά ξεσπάσματα) στο διάλογο, τη δική του δαιμόνια δυναμική στη ροή της αφήγησης.

Η πραγματική αποκάλυψη όμως είναι ο Τζο Πέσι. Δεν τον βλέπουμε συχνά πια στο σινεμά, αλλά οι σήμα-κατατεθέν σκορσεζικοί ρόλοι του, που τον ήθελαν πάντα δορυφόρο των κεντρικών ηρώων, έναν χαριτωμένο φαφλατά που ραπάρει ανυπόμονα και φωνακλάδικα τις ατάκες του, παραμένουν κλασικοί. Εδώ όμως ο Πέσι αλλάζει δέρμα. Έχει κομβικό, πρωταγωνιστικό ρόλο και τον ερμηνεύει ανατριχιαστικά σιωπηλά. Δεν μπορείς να διαβάσεις τις προθέσεις του. Είναι θλιμμένος, γλυκός, προστατευτικός; Είναι ιδέα σου ή αποπνέει μία ακίνητη επικινδυνότητα - σαν γάτα που σε λίγα δευτερόλεπτα θα επιτεθεί στο ποντίκι που προσπέρασε και νόμιζε ότι τη γλίτωσε;


Ναι, ο Σκορσέζε έχει επιτρέψει στον φιλμικό χρόνο να επεκταθεί στις απαγορευτικές στην εποχή μας τρεισήμισι ώρες. Κι αυτό γιατί, πρώτον, θέλει να κάνει μία βαθιά υπόκλιση στο κλασικό, παραδοσιακό, μεγάλο σινεμά – με τον διευθυντή φωτογραφίας του Ροντρίγκο Πριέτο να φωτίζει μεγαλόπρεπα έναν σκοτεινό κόσμο, την Θέλμα Σκουνμέικερ να κόβει με χειρουργική ακρίβεια στο ψαχνό, όσο ο ίδιος πίσω από την κάμερα, χαλαρώνει και πατάει ένα απελευθερωτικό pause. Σταματά και να παρατηρεί τους ηθοποιούς του να αυτοσχεδιάζουν (πόσο αριστούργημα κι ο Στίβεν Γκρέιχαμ, που ατρόμητος προτάσσει ανάστημα μπροστά σε μύθους), να παίρνουν το χώρο και το χρόνο για απολαυστικές αναμετρήσεις που δίνουν οξυγόνο στους ήρωές τους. Οταν βλέπεις τον Πατσίνο και τον Ντε Νίρο μαζί δεν ενθουσιάζεσαι μόνο, συγκινείσαι. Γιατί έχεις ξεχάσει ότι η τέχνη δεν είναι μόνο μεγαλόστομη, είναι και ψιθυριστή. Κατασκευάζεται από ψήγματα, λεπτομέρειες κι ανάσες που χρειάζονται άπλα. Κι ο Σκορσέζε κάνει πίσω και τη χαρίζει. Γιατί ειναι δώρο να βλέπεις δυο κινηματογραφικούς μύθους να δοκιμάζουν, να τολμούν, να πειραματίζονται, να χαρίζουν πάσες ο ένας στον άλλον και να συνθέτουν τους διαλόγους τους σαν ψιλή βροχή. 

Η ταινία του Martin Scorsese στην οποία συμπρωταγωνιστούν οι Robert De Niro, Al Pacino και Joe Pesci, δεν κατάφερε να κερδίσει κάποιο βραβείο Όσκαρ, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε υποψήφια σε 10 κατηγορίες. Σε παγκόσμιο επίπεδο η ταινία βρέθηκε υποψήφια σε 238 κατηγορίες κερδίζοντας τις 65.



























Σχόλια