Παρακάτω θα παρουσιαστεί
μία κριτική ανάλυση που έγραψε η κα Σαμοθράκη
Βικτωρία, που εστιάζει κυρίως στις χωροταξικές και οσφρητικές διαστάσεις
της κοινωνικής ανισότητας μέσα από μία σύντομη ανασκόπηση στα πεδία κυρίως της
Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και της Κοινωνιολογίας.
Τα
«Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-Χο είναι μία ταινία που πρέπει να δείτε οπωσδήποτε.
Καταρχάς το σενάριο της ταινίας είναι πρωτότυπο, ευφάνταστο και ευφυές. Οι ηθοποιοί δε που το ενσαρκώνουν με την υποκριτική τους, είναι επίσης εξαίρετοι. Πίσω από τους καλοφτιαγμένους διαλόγους σταδιακά ξεδιπλώνεται ένα εξαιρετικό κοινωνικό ψυχογράφημα. Είναι μία ταινία που καταφέρνει διατηρώντας το σασπένς να σε κάνει να γελάσεις- έστω και με πικρό χιούμορ- ,να τρομάξεις, να συγκινηθείς και κυρίως να προβληματιστείς με το αδιέξοδο που οδηγούν οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες ως αποκύημα του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο ευρηματικός σκηνοθέτης καταφέρνει να ενσωματώσει στην ταινία του πολλά κινηματογραφικά είδη, από τη μαύρη κωμωδία έως το σπλάτερ, σφιχτοδεμένα όμως σε ένα ενιαίο σύνολο που ρέει αβίαστα περνώντας τον θεατή ανεπαίσθητα από πολλές κινηματογραφικές εναλλαγές, ανατροπές και μεταπτώσεις.
Στα
«Παράσιτα» δεν υπάρχουν “καλοί” και “κακοί”, υπάρχουν μόνο άνθρωποι. Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι οι έννοιες της ηθικής καθορίζονται, κατά πολύ, από την
ταξική προέλευση των ηρώων. Ο χαρακτήρας και οι πράξεις των υποκειμένων
παρουσιάζεται σαν ένα μοιραίο αναπόφευκτο κατασκεύασμα μίας άκρως
καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι πρωταγωνιστές είναι παράγωγα της σύγχρονης εποχής,
ζούνε και δρουν μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο και η
στάση ζωής που υιοθετούν μοιάζει σαν φυσική απόρροια μίας άνισης κατανομής
πλούτου και αγαθών. Ακόμα και οι πιο ακραίες ή παράλογες πράξεις των χαρακτήρων
φαίνονται, εν τέλει, απολύτως «φυσιολογικές» και αιτιολογημένες. Η ταινία
πάντως δεν στοχεύει στις εύκολες ηθικές κρίσεις. Επιδιώκει περισσότερο να
προβληματίσει παρά να δώσει «αναίμακτες» απαντήσεις.
O
σκηνοθέτης, με κύριο όχημα τη φαντασία, καταφέρνει να αναπαραστήσει την
κοινωνική ανισότητα του 21ου αιώνα με μία ματιά τόσο διεισδυτική και πανανθρώπινη
που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτήν του κοινωνικού επιστήμονα.
Η κοινωνική
ανισότητα έχει πολλές όψεις, κρυφές και φανερές, συνειδητές και ασυνείδητες.
Στη συγκεκριμένη ταινία δύο ευδιάκριτες διαστάσεις που αναδεικνύει ο σκηνοθέτης
είναι σαφώς η γεωγραφική και οσφρητική χροιά της φτώχειας και του πλούτου. Ως
προς τη χωροταξική διάσταση ο σκηνοθέτης αναδεικνύει τρία –τουλάχιστον
–γεωγραφικά επίπεδα μέσα από τα οποία διαφαίνεται ότι ο πιο ευνοημένος και ο
πιο εύπορος άνθρωπος είναι αυτός που τελικά μπορεί να δει καλύτερα τον ήλιο. Ο
«ζωοδότης ήλιος», ένα αγαθό που προσφέρεται στους ανθρώπους δωρεάν από γενέσεως
της ανθρώπινης ύπαρξης, καταλήγει να γίνεται ένα ακόμη προϊόν που ο
καπιταλισμός μπορεί να εμπορευματοποιήσει, ειδικότερα στα αστικά τοπία που
έχουν μετατραπεί σε πόλεις-κολαστήρια πάμπoλων στιβαγμένων ψυχών. Η φτώχεια,
επίσης, πέρα από τη χωροταξική της διάσταση, «βρωμάει» διατείνεται σαφέστατα ο
Μπονγκ Τζουν-Χο. Η δυσωδία αυτή είναι ικανή να δημιουργήσει μία απέχθεια που
είναι βαθιά εδραιωμένη στις συνειδήσεις μας και είναι ικανή να εγείρει ακόμα
και τις πιο μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις. Ας αφήσουμε όμως τις κοινωνικές
επιστήμες να παρουσιάσουν τα δικά τους πορίσματα που δε φαίνονται να είναι
διόλου μακριά από τη μυθοπλασία της ταινίας.
Α) Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ
Γκέτο, camp,
safe zone, εργατικές κατοικίες ,εμπορικό κέντρο, βιομηχανική ζώνη, προάστια,
φαβέλα, παραγκούπολη, urban area, απαρτχάιντ. Οι εικόνες που φέρνουμε στο μυαλό
μας προφέροντας αυτές τις λέξεις, νομίζω πως οδηγούν ενστικτωδώς στο συμπέρασμα
ότι η χωροταξία ειδικά στο αστικό τοπίο είναι σαφώς επιφορτισμένη με ταξικές
σημάνσεις. Στα σύγχρονα αστικά περιβάλλοντα με μία χονδροειδή ανάλυση θα λέγαμε
ότι έχουμε από την μία πλευρά τις «αναβαθμισμένες» περιοχές τις οποίες
καταλαμβάνουν οι ανώτερες τάξεις (gentrification) και από την άλλη περίκλειστες
κοινότητες (gated communities), δηλαδή περι-αστικούς χώρους διαχωρισμού των
ανώτερων και μεσαίων τάξεων από τις χαμηλότερες κάστες. Συχνά στις δημόσιες
πολιτικές συναντάμε και το χαρακτηρισμό «χώροι-προβλημάτων», εννοώντας φτωχές
περιοχές οι οποίες αποτελούν κίνδυνο για την τάξη της πόλης, είτε με όρους βίας
είτε με όρους ανασφάλειας, λόγω των έντονων κοινωνικών ανισοτήτων που
εσωκλείουν. Σκεπτόμενοι γενικότερα τη γεωγραφική ταξινόμηση σε παγκόσμιο
επίπεδο, ας αναλογιστούμε επίσης ότι με την «προσφυγική κρίση» δημιουργήθηκαν
ορδές μετακινούμενων πληθυσμών που παντού τελικά «περισσεύουν» ως οι
επονομαζόμενοι no land’s people, δηλαδή άνθρωποι άνευ γης και τόπου και κατ’
επέκταση «ψυχές και σώματα» εκτός χωροταξικού σχεδίου.
Ο Ντέιβιντ
Χάρβεϋ, διακεκριμένος καθηγητής της Ανθρωπολογίας και της Γεωγραφίας, είναι
ένας μελετητής που με τα συγγράμματά του ανέδειξε την κοινωνιολογική όψη της
αστικής γεωγραφίας μέσα από μία μαρξιστική προσέγγιση. Ο Χάρβεϋ διερευνά το
κατά πόσο συσχετίζεται ο φυσικός σχεδιασμός του δημόσιου χώρου με τη συμμετοχή
των ατόμων στα κοινά, την πολιτική κινητοποίηση ακόμα και τη δυνατότητα
εξέγερσης. «Υπάρχουν άραγε μορφές δημόσιου χώρου που οι ιδιότητές τους
αντιστοιχούν σε πιο δημοκρατικές ή πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης
αντίστοιχα;». Στο έργο του αντιλαμβάνεται την παγκόσμια πολιτική οικονομία ως
ένα σύστημα που εν τέλει ωφελεί τους λίγους σε βάρος των πολλών, και το οποίο
έχει ως αποτέλεσμα την (ανά)δημιουργία της ταξικής διάκρισης. Με λίγα λόγια για
τον Χάρβευ ο καπιταλισμός εξαθλιώνει το χώρο για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή
του.
Στο
«Κοινωνική Δικαιοσύνη και Πόλη» (1973) ο Χάρβεϊ εξέφρασε τη θέση ότι η
γεωγραφία δεν θα μπορούσε να παραμείνει αντικειμενική εν όψει της αστικής
φτώχειας και των συναφών παθογενειών. Σε μία άλλη μελέτη του επίσης περιγράφει
τη διαδικασία του «εξευγενισμού», κατά την οποία γραφικές γειτονιές της πόλης,
με ιδιαίτερο χαρακτήρα, ξαφνικά αποκτούν αξία, με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν τα
ενοίκια και οι ίδιοι οι φτωχοί κάτοικοι και δημιουργοί αυτού του τοπίου
αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους, οι οποίες στη συνέχεια
διαμορφώνονται με την αισθητική “πατρόν” των ακριβών και “ασφαλών” προαστίων.
Το πιο
φοβερό ωστόσο είναι ότι η ταξική διαφοροποίηση, σύμφωνα με το Χάρβεϊ, δεν αφορά
μόνο τη φυσική γεωγραφία αλλά μπορεί να συμβαίνει και σε εικονικό χωρικό
επίπεδο, δηλαδή στην διαδικτυακή γεωγραφία όπως παράγεται μέσα από τον κόσμο
των υπολογιστών, του Ίντερνετ και της εικονικής πραγματικότητας. Πολλοί
σύγχρονοι μελετητές παρατηρούν ότι η εξάπλωση των νέων τεχνολογιών εγκυμονεί
τον κίνδυνο δημιουργίας διαφόρων διακρίσεων ανάµεσα στους έχοντες και στους µη
έχοντες πρόσβαση στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών και ακολούθως
της περιθωριοποίησης ορισµένων κοινωνικών οµάδων. Με άλλα λόγια δημιουργείται ο
κίνδυνο εµφάνισης ενός νέου, ψηφιακού αναλφαβητισµού, φαινόμενο που έχει
καταγραφεί ως «ψηφιακό χάσµα». Το ψηφιακό χάσμα ή αλλιώς ο «ψηφιακός
αποκλεισµός», είναι ένας όρος που έχει την αφετηρία του στη δεκαετία του 1970
τότε που ξεκίνησαν οι έρευνες σχετικά µε την άνιση κατανοµή της πληροφορίας.
Είναι γεγονός ότι διαφορετικές οµάδες ανθρώπων δεν επωφελούνται στον ίδιο βαθµό
από την πρόσβαση και τη χρήση της τεχνολογίας. Ως ψηφιακό χάσµα στις κοινωνικές
επιστήμες πλέον νοείται «το χάσµα µεταξύ των ατόµων, των οικογενειών, των
επιχειρήσεων και των γεωγραφικών περιοχών, σε διαφορετικά κοινωνικο-οικονοµικά
επίπεδα, όσον αφορά τις ίσες διαδικτυακές ευκαιρίες για ένα ευρύ φάσµα
δραστηριοτήτων».
Κάνοντας σε
αυτό το σημείο μία σύνδεση με την ταινία θα λέγαμε ότι αυτή η διάσταση δίνεται
ξεκάθαρα και από το σκηνοθέτη. Ένα από τα προβλήματα της φτωχής οικογένειας που
μας συστήνει ο Μπονγκ Τζουν-Χο είναι το «κακό σήμα» του ίντερνετ ,δηλαδή η
δυσκολία της πρόσβαση τους στην πληροφορία και την επικοινωνία και ο φόβος του
αποκλεισμού τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Πέρα από τις οικονομικές
δυσχέρειες και την ανεργία που βιώνει η συγκεκριμένη οικογένεια, βρίσκεται
ταυτόχρονα αντιμέτωπη και μία «διαδικτυακής φύσεως πείνα» η οποία όπως
παρουσιάζεται φαίνεται να είναι για τους ήρωες εξ ίσου σημαντική με τη σωματική
πείνα. Κοινώς ο Χάρβεϊ δε φαίνεται να έχει άδικο μιλώντας για ταξικές
ανισότητες και στη γεωγραφία της εικονικής πραγματικότητας.
Β) Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΜΕ
ΟΣΦΡΗΤΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ
Αυτή η
χωροταξική ανισότητα φαίνεται παράλληλα να συμπλέει και με μία οσφρητική κατηγοριοποίηση.
Ήδη από τον 20ο αιώνα στις δυτικές κοινωνίες υπάρχει μια έντονη τάση οσφρητικής
ταξινόμησης του περιβάλλοντος σε συμβολικό και κυριολεκτικό επίπεδο. Οι
διαφορετικοί οσφρητικοί χώροι της σύγχρονης πόλης έχουν πλέον καθιερωθεί και σε
νομικό επίπεδο επιβάλλοντας το διαχωρισμό των πόλεων σε οσφρητικές ζώνες. Οι
βιομηχανικές ζώνες βρίσκονται συνήθως σε απομακρυσμένες περιοχές στις οποίες το
κοινό δεν έχει πρόσβαση λόγω των άσχημων οσμών που αποπνέουν ως υποπροϊόν της
βιομηχανικής επεξεργασίας. Οι δημόσιοι χώροι που περιλαμβάνουν κατοικημένες,
εμπορικές περιοχές και χώρους αναψυχής χαρακτηρίζονται κυρίως για οσφρητική
ουδετερότητα. Στον ιδιωτικό χώρο από την άλλη επιτρέπονται οι οσμές όλων των
ειδών ενώ οι ενοχλητικές οσμές που διαφεύγουν από τα όρια του σπιτιού μπορούν
να προκαλέσουν μία «κοινωνική δυσανασχέτηση». Τις τελευταίες δεκαετίες έχει
στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία για τη συγκάλυψη των δυσάρεστων οσμών με
ευχάριστες μυρωδιές η οποία ξεκινάει από τις τσιχλόφουσκες και φτάνει ως τα
αρωματικά σπρέι των χώρων. Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι σήμερα βαδίζουμε
ολοταχώς σε μια εποχή οσφρητικής απονέκρωσης και ο φόβος για την απώλεια της
οσφρητικής μας ελευθερίας έρχεται στο προσκήνιο. Κάποιοι επιθυμούν να
επιβάλλουν μια άοσμη κοινωνία, η οποία μάλλον συμβαδίζει και με τα συμφέροντά
τους.
Γενικότερα,
η όσφρηση αποτελεί μία αίσθηση που έχει ισχυρές ταξικές σημάνσεις και
νοηματοδοτήσεις. Κάνοντας μία αναδρομή στην ιστορική και πολιτισμική κατασκευή
της οσμής, θα διαπιστώσουμε πως έχει απόλυτο δίκιο ο σκηνοθέτης που προβάλλει
μέσα από την ταινία του ότι η φτώχεια έχει τη δική της μυρωδιά -ή μάλλον πιο
σωστά αναδίδει τη δική της «μπόχα». Η φτώχεια «ζέχνει», με ότι αυτό συμβολικά
μπορεί να συνεπάγεται. Αν παρακολουθήσουμε την αίσθηση της οσμής μέσα σε διαφορετικά
ιστορικά πλαίσια μπορεί να εκμαιεύσουμε πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες
σχετικά με την ισχυρή ταξική της διάσταση. Η όσφρηση φαίνεται να αποτελεί την
αίσθηση που έχει υποτιμήσει περισσότερο ο σημερινός δυτικός κόσμος, παρόλο που
έχει μεγάλη σπουδαιότητα στη ζωή μας καθώς οι οσμές μας επηρεάζουν σε σωματικό,
ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. «Καμιά αίσθηση δεν έχει υπομείνει τόσο
ανάστροφη τύχη όσο η οσμή» παρατηρεί η Classen εννοώντας ότι στην προ-μοντέρνα
Δύση ήταν μια αίσθηση που της είχε αποδοθεί μεγάλη αξία. Αυτή η πολιτισμική
καταστολή της όσφρησης έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους ανθρωπολόγους. Μία
απάντηση που έχει δοθεί σε αυτό το ερώτημα είναι ότι οι πολιτισμοί έχουν την
τάση να καταστέλλουν συστηματικά κάποια στοιχεία που θεωρούν ότι απειλούν την
κοινωνική τάξη.
Η όσφρηση
στη σύγχρονη Δύση είναι τόσο υποανάπτυκτη που είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τη
σημασία που είχε η οσμή στην αρχαίο κόσμο. Στην αρχαία Ελλάδα τα αρώματα δεν
ήταν μόνο αντικείμενα προσωπικής χρήσης. Η παρουσία τους ήταν έντονη στο
δημόσιο βίο καθώς αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι των δημόσιων συγκεντρώσεων και
των ψυχαγωγικών εκδηλώσεων. Η παρουσία τους ήταν επίσης έντονη στα λογοτεχνικά
αλλά και στα φιλοσοφικά κείμενα καθώς η οσμή είχε απασχολήσει έντονα τους
αρχαίους φιλόσοφους. Παρόλα αυτά οι οσμές ήδη από την αρχαιότητα ήταν ένα
σημαντικό μέσο ταξικών διακρίσεων ιδιαίτερα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς.
Πολλά επαγγέλματα θεωρούνταν από τη φύση τους βρώμικα π.χ. το επάγγελμα του
βυρσοδέψη. Η οσμή ήταν επίσης το διακριτικό γνώρισμα ανάμεσα στους κατοίκους
των πόλεων και των κατοίκων της υπαίθρου, ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αλλά
και ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες καθώς οι επιθυμητές γυναίκες ταυτίζονταν με
την ευωδιά και οι ανεπιθύμητες με τη κακοσμία. Ωστόσο όλες αυτές οι οσμικές
διαφοροποιήσεις ήταν κυρίως συμβολικής σημασίας και χρησιμοποιούνταν για να
διαχωρίσουν τους ανθρώπους που είχαν υψηλή κοινωνική θέση από αυτούς που είχαν
ένα πιο χαμηλό κοινωνικό status.
Στον
χριστιανικό μεσαίωνα η χρήση των αρωμάτων περιορίστηκε καθώς συνδέθηκαν με τον
ειδωλολατρικό αισθησιασμό που ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική λιτότητα
και την αυτοσυγκράτηση. Τον μεσαίωνα, επειδή πολλοί άνθρωποι πέθαιναν από
επιδημίες, ήταν κοινή αντίληψη ότι οι ασθένειες μεταδίδονται με τις οσμές. Οι
άσχημες μυρωδιές των πόλεων εμφανίζονται και σε πολλά λογοτεχνικά κείμενα της
εποχής. Από την άλλη, η ευαισθητοποιημένη αστική τάξη αποστρεφόταν τους φτωχούς
λόγω της δυσοσμίας τους. Το 19ο αιώνα η οσφρητική επανάσταση για την υγιεινή
των πόλεων συνοδεύτηκε και από μια αναδιαμόρφωση των ηθών γύρω από την
προσωπική υγιεινή. Η οσμή ωστόσο λόγω της περιθωριακής θέσης που κατέχει στον
δυτικό κόσμο, σπάνια γίνεται αντιληπτή ως ένα πολιτικό όχημα ή ως ένα μέσο
ταξικής διαφοροποιήσεων. Ο Τζωρτζ Όργουελ τονίζοντας της πολιτικές διαστάσεις
της όσφρησης είπε χαρακτηριστικά ότι “δεν υπάρχει αίσθημα έλξης και αποστροφής
πιο ισχυρά εδραιωμένο από το σωματικό αίσθημα”, το οποίο φαίνεται να
φυσικοποιεί τις ταξικές διαφοροποιήσεις μέσα στους αιώνες. Παλαιότερα, ωστόσο,
η εξουσία ήταν προσωπική και διαποτισμένη με την οσμή αυτών που κυβερνούσαν ενώ
στις μέρες μας η εξουσία είναι απρόσωπη και άοσμη. Ενώ από τη μια αυτοί που
βρίσκονται σε υψηλές κοινωνικές βαθμίδες χαρακτηρίζονται άοσμοι σε συμβολικό
επίπεδο, όσοι βρίσκονται στα κατώτερα στρώματα θεωρείται ότι μυρίζουν. Για τον
Corbin η τοποθέτηση των υποκειμένων στην ‘περιφέρεια’ ή στο ‘κέντρο’ των
γεγονότων καθορίζει και την αισθητηριακή τους αντίληψη. Ένα ταξικός αγώνας,
κατά συνέπεια, φαίνεται να λαμβάνει χώρα και σε οσφρητικό επίπεδο.
Η οσμή και η
ηθική έχουν συνδεθεί πολλές φορές στην ιστορία της Δύσης σε σημείο να μπορούμε
να πούμε ότι η κακοσμία είναι η άλλη όψη της ηθικής διαφθοράς. Η τάση
εξαγνισμού της κοινωνίας από τα διαφθοροποιά στοιχεία γνώρισε το αποκορύφωμα
της στην ναζιστική Γερμανία, όπου η εξάλειψη των ανεπιθύμητων οσμών συνδέθηκε
με την εξάλειψη των ανεπιθύμητων λαών. Οι Εβραίοι χαρακτηρίζονταν ως ‘φορείς
μικροβίων’ και παράγοντες ‘φυλετικής μόλυνσης’. Η υποτιθέμενη άσχημη οσμή τους
συσχετίστηκε με τη σωματική και κοινωνική διαφθορά και έτσι στιγματίστηκαν ως
ανεπιθύμητοι και κοινωνικά επικίνδυνοι γι’ αυτό έπρεπε να εξαλειφθούν. Η
δυσοσμία των Εβραιών αιχμαλώτων λόγω βέβαια των απάνθρωπων συνθηκών που βίωναν
ερχόταν να επιβεβαιώσει την ταυτότητα του βρωμερού Εβραίου. Η τραγική ειρωνεία
σε αυτήν την υπόθεση ήταν ότι η δυσοσμία των σωμάτων που καίγονταν στο Άουσβιτς
ήταν τόσο ανυπόφορη που είχε καταφέρει να εισβάλλει στις γειτονικές
επικράτειες. ‘Όσο και αν προσπαθούσαν οι Ναζί να κρατήσουν τις εικόνες και τους
ήχους των θηριωδιών τους πίσω από τους αδιαπέραστους τοίχους του Άουσβιτς η
οσμή μπόρεσε να αποκαλύψει όλη τη φοβερή αλήθεια.
Η οσμή
αποτελεί σαφέστατα διακριτικό γνώρισμα και ανάμεσα στα δύο φύλα όπως και
ανάμεσα σε φυλές. Γενικότερα η οσμή αποτελεί ένα χρήσιμο συμβολικό μέσο για να
κατηγοριοποιηθούν οι άνθρωποι σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες και να
αναλάβουν συγκεκριμένους ρόλους που είναι σύμφωνοι με τους εκάστοτε
πολιτισμικούς κανόνες οι οποίοι πρέπει να μείνουν σταθεροί και να διαιωνίζονται
μέσα στον χρόνο. Έτσι η οσμή χρησιμεύει ως μέσο για να τεθούν σύνορα ανάμεσα σε
φύλα και σε φυλές έτσι ώστε να μπορεί η κάθε κατηγορία να περιχαρακωθεί και να
αποκτήσει μια ξεχωριστή οντότητα διαχωρίζοντας τον εαυτό της από τις άλλες σε
κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Εν
κατακλείδι, το σινεμά είναι από τη φύση του ένα άοσμο θέαμα. Μπορεί να τέρψει
πολλές από τις αισθήσεις μας αλλά δεν έχει βρει ακόμα τον τρόπο να συμπεριλάβει
την όσφρηση ως ένα επιπρόσθετο μέσο μεταφοράς των θεατών στους μυθοπλαστικούς
του κόσμους. Οι φανταστικοί κόσμοι που δημιούργησε στο παρελθόν ο
Χολιγουντιανός κινηματογράφος διαφαίνονται απολύτως άοσμοι καθώς αφορούν τα
αισθητηριακά πεδία της όρασης και της ακοής. Αυτές οι απεικονίσεις φαίνεται να
ενισχύουν τις κοινωνικές τάσεις απόσμησης καλλιεργώντας συχνά το όραμα μιας
«ευωδιαστής, ουτοπικής κοινωνίας». Ο Μπονγκ Τζουν-Χο ωστόσο με τα μέσα που
διέθετε μπόρεσε να φέρει την οσμή στο κινηματογραφικό προσκήνιο στοχεύοντας σε
μία ταξική αλλά και οσφρητική αφύπνιση των θεατών του. Η οσμή και ο χώρος
γίνονται πρωταγωνιστές της ιστορίας του, μήλον της έριδος αλλά και γενεσιουργές
αιτίες του κακού. Στο τέλος της ταινίας μένεις μετέωρος και διερωτάσαι τι
σημαίνει λοιπόν «βρωμερό παράσιτο» και ποιος παρασιτεί εις βάρος ποιανού εν
τέλει. Μήπως ολόκληρο το ανθρώπινο είδος παρασιτεί εις βάρους αυτού του πλανήτη
που λέγεται Γη; Πολλές οι απορίες και πολλά τα ερωτήματα, γιατί κυρίως αυτό
έχουν να προσφέρουν τα καλά θεάματα….. Κλείνοντας έτσι ακριβώς όπως άρχισα αυτό
το ιδιότυπο κείμενο καταλήγω στο συμπέρασμα: Τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-Χο
είναι μία ταινία που πρέπει να δείτε οπωσδήποτε!
Στη συνέχεια
θα παρουσιαστεί άλλη μία κριτική, αυτή του
κυρίου Νεκτάριου Σουλδάτου.
Η ιστορία
δύο οικογενειών στην Κορέα, μιας πλούσιας και μιας φτωχής που αρχικά κινούνται
παράλληλα. Η εισαγωγή δείχνει να έχει εγκλωβίσει τη φτωχή οικογένεια σε ένα
ημιυπόγειο, με τα συνεπακόλουθα προβλήματα. Σε κάποια στιγμή φαίνεται οι δύο
ιστορίες να συγκλίνουν και να συναντούνται, αφού η φτωχή οικογένεια βρίσκει
-νόμιμο αλλά όχι ηθικό- τρόπο να εισχωρήσει στη βίλα της πλούσιας – δικαιώνοντας
τον τίτλο της ταινίας. Η τύχη (με την κατάλληλη ώθηση) φαίνεται να χαμογελάει
στους ήρωές.
Η ταινία
ελίσσεται άνετα και αβίαστα ανάμεσα στα είδη. Τοποθετείται ως κοινωνικό δράμα,
εξελίσσεται σε κωμωδία, και αγγίζει αλήθειες της τραγωδίας. Στην τραγωδία το
δυσοίωνο τέλος είναι προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο, σε αυτήν την ταινία το
μέλλον μοιάζει ευέλικτο, μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Το χιούμορ, οι σκηνές
δράσης, και προβληματισμοί τάξης, φτώχειας, ίσων ή στην πραγματικότητα άνισων
ευκαιριών κοινωνικής κινητικότητας δεν έχουμε συνηθίσει να συνυπάρχουν. Εδώ όλα
μαζί συμπαρασύρουν τη δραματουργία.
Το ταξικό
ζήτημα λείπει από πολλές ταινίες λόγω πιθανής άγνοιας και έλλειψης βιώματος. Το
χιούμορ επίσης δεν κυριεύει τέτοιου είδους ταινίες. Οι σκηνές δράσης σε
ευρωπαϊκές ταινίες συχνά αντικαθίστανται από διάλογους εκ του ασφαλούς. Εδώ
ζητήματα τίθενται, το χιούμορ είναι κυρίαρχο στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας,
η δράση προχωράει με αμείωτο ενδιαφέρον.
Όταν ξεκινάς
από χαμηλά δεν έχεις περιθώριο να πέσεις. Όταν όμως ανεβαίνεις απότομα,
υπερβάλλοντας δυνάμεις ή εξαπατώντας, η πτώση μοιάζει σα φυσική συνέχεια της
πορείας προς την κορυφή. (Και στην ορειβασία διδάσκεται ότι το 80% των
ατυχημάτων συμβαίνουν στην κατάβαση, επειδή οι ορειβάτες καταβάλουν τις τελευταίες
τους δυνάμεις μέχρι την κορυφή)
Η συστημική
ψυχολογία εξετάζει την οικογένεια ως ενιαίο σύστημα. Αν νοσεί ή αν πετυχαίνει
κάποιο μέλος του συστήματος, συνεργεί σε αυτό όλο το σύστημα, ακόμα κι αν τα
αποτελέσματα των ισορροπιών δυνάμεων και πιέσεων εκδηλώνονται σε ένα μόνο άτομο
που λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας. (Η πλούσια οικογένεια λειτουργεί ως φόντο
δράσης, και μιλάμε κυρίως για τη φτωχή οικογένεια, η οποία λειτουργεί ως
πρωταγωνιστής της ταινίας.) Εδώ η οικογένεια, παρουσιάζεται αδιαίρετη. Τα
σχέδια που συνεχώς ανανεωμένα θέτουν σε εφαρμογή και τα αποτελέσματά τους, η
επιτυχία και τα προβλήματα δεν πέφτουν σε ένα μέλος. Βρίσκουν όλους μαζί
συνεχόμενα ή ακόμα και σχεδόν ταυτόχρονα, διατρανώνοντας με αυτόν τον τρόπο το
αδιαίρετο του συστήματος. «Έχω ένα σχέδιο» είναι μια επαναλαμβανόμενη ατάκα της
ταινίας, κι οι ήρωες, κι οι θεατές μαζί συγκεντρώνονται να ακούσουν. Ακόμα και
στα πιο παράτολμα σχέδια, δε φαίνεται να υπάρχει αντίδραση, ή έστω ενδοιασμοί
κι αντίθετη άποψη ή λογική κριτική. Το σύστημα λειτουργεί ενιαία.
«Το μυαλό
είναι σαν το νερό», σύμφωνα με ένα γνωμικό. «Όταν είναι ταραγμένο, είναι
δύσκολο να δεις. Όταν είναι ήρεμο, όλα φαίνονται καθαρά.» Οι ήρωές μας δε
δείχνουν να βλέπουν καθαρά, κι οι πράξεις τους ακολουθούν.
Οι πράξεις
μας με τα αποτελέσματά τους δείχνουν να καθορίζουν τη ζωή μας και να πληρώνουμε
– ή να πληρωνόμαστε- για αυτά. Καθ’ ότι πλήρες σημαίνει ολόκληρο, πληρώνω
σημαίνει ολοκληρώνω. Το θέμα όμως είναι αν πληρώνουμε για τις πράξεις μας, για
την κοινωνική μας τάξη, ή για τα λάθη της κοινωνίας ολόκληρης. “Η ζωή είναι
αυτό που συμβαίνει πέρα από τα σχέδιά μας. Λες όλοι αυτοί οι άνθρωποι να είχαν
προγραμματίσει να βρίσκονται εδώ;” Λέει κάποια στιγμή ο πατέρας της φτωχή
οικογένειας.
Ο Πλάτωνας
στην Πολιτεία του θεωρεί ότι οι άνθρωποι οργανωνόμαστε σε κοινωνία για να
παλεύουμε από κοινού για τα κοινά συμφέροντα και τις κοινές ανάγκες. Όταν η
κοινωνία περιέχει δομικές ανισότητες, πλούσιοι και φτωχοί έχουν αντίθετα
συμφέροντα, και τότε νομοτελειακά συγκρούονται. Μία θεωρία που περίπου 23
αιώνες αργότερα επανήρθε δριμύτερη κι επαναδιατυπώθηκε ως πάλη των τάξεων, και
εμφανίζεται μεταξύ των 2 οικογενειών της ταινίας, των πλούσιων και των φτωχών.
“Είμαστε σαν
τις κατσαρίδες. Όταν ανάβει το φως εξαφανιζόμαστε να μη μας πατήσουν.” Καθορίζει
κάποια άλλη στιγμή η μητέρα την κοινωνική τους θέση.
Η οικογένεια
βεβαίως είναι ένα σύστημα, που ως μέλος συμμετέχει σε ένα μεγαλύτερο σύστημα,
την κοινωνία. Από αυτής της άποψης, η κριτική ασκείται αμφίπλευρα σε πλούσιους
και φτωχούς. Η φτωχή οικογένεια μοιάζει να κάνει ότι είναι φυσικό για την τάξη
της. Η πλούσια οικογένεια το ίδιο. Ότι ζητάει η κοινωνία κι η οικονομία, που ως
ανώτατη αρχή κι επιστήμη, μεσαιωνική ελέω θεού εξουσία, ή ακόμα και ξεχωριστή
θεότητα υπεράνω κάθε αμφισβήτησης καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων, καλών πιστών
( πλουσίων) και απίστων (φτωχών).
Κι έτσι,
σύμφωνα με την ταινία, φαίνεται δυνατόν να ξεγελάσουμε την ταξική μας θέση και
να ζήσουμε ως παράσιτα, για πολύ ή για λίγο. Μόνο που μέσα στα πλεονεκτήματα
που θα αποκομίσουμε αντικαθιστώντας κάποιους ανθρώπους, θα μας έρθουν και τα
προβλήματά τους που δεν είχαμε καν υποψιαστεί ότι υπάρχουν. «Υπάρχουν πολλοί
άνθρωποι που ζουν σε υπόγεια. Αν βάλεις μαζί και τα ημιυπόγεια.» Και, παρά τις
αποτυχίες, ξεχνώντας τα τραγικά αποτελέσματα των προηγούμενων σχεδίων και
προσπαθώντας να διορθώσουμε τις συνέπειες τους, το όνειρο της κοινωνικής ανόδου
αναγεννιέται επιτακτικότερο, απαιτητικότερο, αδηφάγο, με νέα σχέδια.
Κοινωνιολόγοι αναλύουν την ταινία -
Φτώχεια και ανισότητα στη Ν. Κορέα
«Η έλλειψη
οικονομικά ανεκτής στέγης στη Σεούλ είναι ένα σοβαρό πρόβλημα», εξηγεί ο
Άντριου Εούντζι Κιμ, ένας καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κορέας,
στη Σεούλ.
«Η ταινία
περιγράφει το είδος των σπιτιών που αγοράζουν ή νοικιάζουν οι φτωχοί στην
Κορέα», λέει ο καθηγητής και προσθέτει ότι κάποιος που έχει μηνιαίες απολαβές
στον μέσο εθνικό όρο χρειάζεται 13 χρόνια αποταμιεύσεων για να αγοράσει ένα
σπίτι μεσαίας αξίας.
Μια έκθεση
των Ηνωμένων Εθνών του 2018 επισημαίνει ότι η Νότια Κορέα, παρότι βρίσκεται στην
παγκόσμια κατάταξη ανάμεσα στα πλουσιότερα κράτη, έχει ελλείψεις σε οικονομικά
ανεκτά σπίτια, γεγονός που αποτελεί ένα «σημαντικό εμπόδιο» κυρίως για τους
νέους, τον γηράσκοντα πληθυσμό και τους εργένηδες.
Η αναλογία
του ενοικίου προς το εισόδημα για ενοικιαστές κάτω των 35 ετών είναι υψηλή και
έχει παραμείνει στο περίπου 50% την τελευταία δεκαετία, γράφει στην έκθεση αυτή
η ειδικός των Ηνωμένων Εθνών σε θέματα στέγασης Λεϊλάνι Φαρχά. Τον Δεκέμβριο,
εν μέσω κριτικής, η κυβέρνηση ανακοίνωσε έναν μεγάλο αριθμό νέων κανονισμών για
την αγορά ακινήτων, περιλαμβανομένων των αυστηρότερων κανονισμών για τις
υποθήκες, για να αντιμετωπίσει την άνοδο των τιμών πώλησης και ενοικίασης των
σπιτιών.
Η Σεούλ
αντιμετωπίζει ελλείψεις στέγης από την περίοδο της ραγδαίας εκβιομηχάνισης της
χώρας με την αστικοποίηση που προκάλεσε την άνοδο στις τιμές των ακινήτων, λέει
ο Γιου-Μιν Τζου, ένας βοηθός καθηγητή στο KDI (Σχολή Δημόσιας Διοίκησης) της
Σεούλ.
Τα υπόγεια
διαμερίσματα που αποκαλούνται «banjiha», υπάρχουν στη χώρα εδώ και δεκαετίες.
Έπειτα από την κλιμάκωση της έντασης με τη Βόρεια Κορέα, η νοτιοκορεατική
κυβέρνηση το 1970 απαίτησε όλες οι πολυκατοικίες με λίγους ορόφους να διαθέτουν
υπόγεια που θα χρησίμευαν ως καταφύγια.
Η ενοικίαση
αυτών των «banjiha» στην αρχή ήταν παράνομη, αλλά καθώς η οικονομία άρχισε να
ακμάζει με γοργούς ρυθμούς, τα χρόνια του 80, και μειώθηκε σημαντικά η προσφορά
στέγης, η κυβέρνηση νομιμοποίησε την ενοικίαση των υπογείων. Σήμερα στεγάζουν
δεκάδες χιλιάδες κατοίκους της Σεούλ και άλλων περιοχών, σύμφωνα με επίσημα
στοιχεία.
Παγκοσμίως,
περίπου 1,6 δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σε ακατάλληλους χώρους με τους
περισσότερους να ζουν σε τρώγλες και ανεπίσημους οικισμούς σε πόλεις, σύμφωνα
με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ. Αυτή ακριβώς η απεικόνιση της αστικής ανισότητας στα
«Παράσιτα» είναι, σύμφωνα με τον Τζου, αυτό το στοιχείο που άγγιξε την
ευαίσθητη χορδή του παγκόσμιου κινηματογραφικού κοινού.
«Η
στεγαστική κρίση είναι μια πολύ αποτελεσματική παρουσίαση της διάχυτης
κοινωνικο-οικονομικής ανισότητας σχεδόν σε όλες τις μεγαλουπόλεις, τόσο στην
ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες», δήλωσε η Φαρχά στο Ίδρυμα
Thomson Reuters, σύμφωνα με το ΑΠΕ. «Το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και στους
φτωχούς και το αποτέλεσμα αυτού, ο αστικός διαχωρισμός, είναι εμφανή και
γίνονται έντονα αισθητά σε όλον τον κόσμο. Επομένως η ταινία είχε μεγάλη
ανταπόκριση στο παγκόσμιο κοινό», εκτιμά η ίδια.
Η ταινία
Μια ταινία η
οποία κατορθώνει και συνδυάζει το μαύρο χιούμορ, τη σαρδόνια πολιτική σάτιρα,
το θρίλερ, την καίρια κοινωνική κριτική, το οικογενειακό δράμα και την έξυπνη
αλληγορία στον ίδιο διαρκώς απρόβλεπτο και ατίθασο συνδυασμό.
Το
«Parasite», παρουσιάζει την ιστορία μιας τετραμελούς οικογένειας
μικροαπατεώνων, που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια από τις λιγότερο προνομιούχες
περιοχές της σημερινής Σεούλ. Μια αχτίδα ελπίδας εμφανίζεται, ωστόσο, όταν ο
νεαρός γιος της φαμίλιας βρίσκει δουλειά στο πολυτελές σπίτι ενός ιδιοκτήτη
πολυεθνικής εταιρείας, δημιουργώντας με ύπουλο τρόπο τις συνθήκες ώστε και οι
υπόλοιποι παρίες συγγενείς του να μπορέσουν να επωφεληθούν της ευκαιρίας, δίχως
να φαντάζεται, παρ’ όλα αυτά, όσα πρόκειται να συμβούν.
Αυτό που ακολουθεί, είναι ένα ψυχαγωγικό και ευφυές roller coaster έντασης, ανατροπών και ριψοκίνδυνης ισορροπίας ανάμεσα στο αστείο και το δραματικό, το οποίο ο σκηνοθέτης Μπονγκ Τζουν-Χο φέρει εις πέρας με τρομερό έλεγχο του υλικού του, με αλάνθαστη δεξιοτεχνία και με ένα ραδιούργο σενάριο που όσο αποκαλύπτει τα μυστικά του στο κοινό, άλλο τόσο συναρπαστικό γίνεται.
Τα παράσιτα
καταλήγουν στο τραγικό φινάλε να αναρωτιούνται “πώς φτάσαμε ως εδώ”. Ο
σκηνοθέτης δεν τους παρουσιάζει σαν “τέρατα” όμως. Βρίσκει το νόημα στην
ανατριχιαστικά εύστοχη αποτύπωση της σχέσης ανάμεσα στις δύο τάξεις, φέρνοντας
στο φως με διαβολεμένη δραματική ευστροφία την λεπτή υποκρισία, τις αντιφάσεις,
τον “στρουθοκαμηλισμό” και τον σκοτεινό παραλογισμό πίσω από την όμορφη
επιφάνεια όχι μόνο αυτής, αλλά κάθε πλούσιας οικογένειας. Τελικά τα παράσιτα
δεν είναι οι φτωχοί.
Τελικά τα
παράσιτα είναι και οι δύο ακραίες τάξεις. Η μια παρασιτεί εις βάρος της άλλης,
εκ φύσεως, αέναα. Στην πορεία, κάθε ίχνος ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας χάνεται. Η
τραγική ειρωνεία της ταινίας ολοκληρώνεται με το φινάλε. Σαν μια εδραιωμένη
τελετουργία, σαν κάτι το αναπόδραστο, θέτει και πάλι τον φαύλο κύκλο σε κίνηση.
Η πλούσια οικογένεια θα αλλάξει, το φάντασμα, οι κατσαρίδες, τα παράσιτα, όπως
θέλετε πείτε το, θα παραμείνει. Η βλοσυρή απαισιοδοξία του Parasite βρίσκεται
στην αδυναμία των χαρακτήρων, εν τέλει, να βρουν μια εναλλακτική, να ξεφύγουν.
Ο μόνος τρόπος να φύγεις από το “υπόγειο” είναι να… αγοράσεις το σπίτι.
Αστείο,
τρομακτικό, θλιβερό, ανθρώπινο, μα κι απάνθρωπο ταυτόχρονα και, δυστυχώς, πάνω
απ’ όλα, ανατριχιαστικά αληθινό, το Parasite είναι ένα αριστούργημα που σε
ταρακουνάει βαθιά.
Ο σκηνοθέτης του
«Parasite» μιλάει για τις επιθέσεις εναντίον Ασιατών
Ο Μπονγκ
Τζουν-Χο πιστεύει ότι οι σκηνοθέτες και οι δημιουργοί ταινιών πρέπει να είναι
πιο τολμηροί στη δουλειά τους, όσον αφορά την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως οι
επιθέσεις εναντίον Ασιατών, αναφέρει το ΑΠΕ.
Σύμφωνα με
το Deadline, ο σκηνοθέτης της ταινίας «Parasite» παραδέχτηκε ότι επειδή έχει
απομακρυνθεί μέχρι στιγμής από αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ, έχει άποψη ως
εξωτερικός παρατηρητής. «Αλλά ως κάποιος που είμαι μέρος του ανθρώπινου είδους,
ως άτομο, είναι πολύ τρομακτικό να παρακολουθώ τα εγκλήματα μίσους εναντίον
Ασιατών-Αμερικανών και του κινήματος Black Lives Matter» είπε σε συνέντευξή του
στο πανεπιστήμιο Τσάπμαν, από το σπίτι του στην Κορέα.
«Σκέφτομαι
τι μπορεί να κάνει η κινηματογραφική βιομηχανία αυτή τη στιγμή. Η δημιουργία
μιας ταινίας απαιτεί πολύ χρόνο και πολλά χρήματα. είναι μια μεγάλη μονάδα που
δεν μπορεί πραγματικά να ανταποκριθεί γρήγορα σε ζητήματα που συμβαίνουν αυτήν
την περίοδο στην κοινωνία» παρατήρησε. «Αλλά παραδόξως, λόγω αυτού, νομίζω ότι
οι σκηνοθέτες και οι δημιουργοί ταινιών μπορούν να είναι πιο τολμηροί στo
χειρισμό ζητημάτων και δεν πρέπει να φοβούνται να τα αντιμετωπίσουν. Αυτή τη
στιγμή σκέφτομαι το «Do The Right Thing» του Σπάικ Λι» είπε.
Ο Μπονγκ
Τζουν – Χο πιστεύει ότι η ταινία του Λι είναι ένα άριστο παράδειγμα για το πώς
οι δημιουργοί μπορούν να προκαλέσουν κοινωνικά ζητήματα, «όχι απαραίτητα για να
προβλέψουν τι θα συμβεί στην κοινωνία, αλλά να χρησιμοποιήσουν τη διαίσθησή
τους για να απεικονίσουν τα ζητήματα που βράζουν επί του παρόντος κάτω από την
επιφάνεια της κοινωνίας και μπορεί να εκραγούν αργότερα.
«Για μένα,
το Parasite ήταν μια ταινία, στην οποία προσπάθησα να ακολουθήσω αυτήν την
προσέγγιση… [η ταινία] μιλάει για τους έχοντες και μη έχοντες της σημερινής μας
κοινωνίας. Ξεκίνησε με ένα ερώτημα «τι σημαίνει να είσαι φτωχός ή πλούσιος στη
σημερινή εποχή;». Ως δημιουργοί και καλλιτέχνες, πρέπει να δείτε την ουσία και
τις κεντρικές ερωτήσεις στην κοινωνία μας από τα όσα ζείτε και δώστε μια
απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις μέσω του έργου σας» τόνισε ο Νοτιοκορεάτης
σκηνοθέτης.
«Δεν είναι
εύκολο για ανθρώπους που προέρχονται από διαφορετικές αστικές τάξεις να
συμβιώνουν κάτω από μία στέγη. Σε αυτό το λυπηρό κόσμο που ζούμε, οι ανθρώπινες
σχέσεις που βασίζονται στη συνύπαρξη ή τη συμβίωση δεν κρατάνε πολύ, το ένα
γκρουπ αναγκάζεται να παρασιτεί εις βάρος του άλλου. Σε έναν τέτοιο κόσμο,
ποιος μπορεί να κατηγορήσει μια οικογένεια που πασχίζει να επιβιώσει, να τους
αποκαλέσει «Παράσιτα»; Δεν ήταν παράσιτα εξαρχής. Είναι οι γείτονες μας, οι
φίλοι και οι συνεργάτες, που έχουν βρεθεί στο χείλος του γκρεμού. Ως απεικόνιση
συνηθισμένων ανθρώπων που καταλήγουν σε αναπόφευκτες καταστάσεις, αυτή η ταινία
είναι: Μια κωμωδία χωρίς κλόουν, μια τραγωδία χωρίς κακούς. Όλα οδηγούν σε μια
βίαιη εμπλοκή και μια απότομη πτώση από τις σκάλες. Είστε όλοι καλεσμένοι σε
αυτή την ασταμάτητη οικογενειακή ιλαροτραγωδία.» – Μπονγκ Τζουν Χο
Δηλώσεις συντελεστών
«Γιε μου, είχες σχέδιο τελικά!»
«Οι πρωταγωνιστές μας προσπαθούν απλά
να ζήσουν καλά και να είναι λειτουργικά μέλη της κοινωνίας. Βρίσκονται όμως σε
μια απεγνωσμένη κατάσταση κι οδηγούνται σε πράξεις απελπισίας- το αίσθημα της
ρήξης γίνεται ολοένα και πιο έντονο. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει μια
έντονη εναλλαγή συναισθημάτων. Τελικά, είναι μια ιστορία για την κοινωνία μας
και τον κόσμο που ζούμε. Ως σκηνοθέτη και ως καλλιτέχνη, με τιμά ιδιαίτερα που
είμαι μέρος αυτής της ταινίας. Πιστεύω ότι το κοινό θα αναγνωρίσει την ταινία
όχι μόνο ως την εξέλιξη του σινεμά του Μπονγκ Τζουν-Χο, αλλά ως την εξέλιξη του
Κορεάτικου κινηματογράφου γενικότερα».
Ηθοποιός
Σονγκ Κανγκ-Χο (Κιμ Κι-Ταεκ)
«Δεν αντέχω τους ανθρώπους που
ξεπερνούν τα όρια»
«Για μένα ήταν μοναδική εμπειρία να
συμμετέχω σε μια ταινία που δεν πρωταγωνιστούν δύο ηθοποιοί, αλλά οχτώ, των οποίων
οι ρόλοι και οι θέσεις δένουν μεταξύ τους σαν πάζλ. Ήταν πολύ σημαντικό να
πείσουμε το κοινό ότι είμαστε πραγματική οικογένεια. Ήμουν πολύ νευρικός κι
ενθουσιασμένος την ίδια ώρα, όπως όταν έκανα το ντεμπούτο μου. Αλλά με τέτοια
σπουδαία καθοδήγηση όπως αυτή του Μπονγκ Τζουν-Χο ήταν σα να πήγαινα σε
οργανωμένη εκδρομή. Η κατάσταση μεταξύ των οικογενειών μπορεί να μοιάζει με
κωμωδία αλλά εμπεριέχει και μια θλίψη. Είναι ο τρόμος της συνειδητοποίησης ότι
οι ταξικές σχέσεις δεν πρόκειται να αλλάξουν».
Ηθοποιός Λι
Σαν-Κιουν (κύριος Παρκ)
«Δεν εμπιστεύομαι εύκολα τους
ανθρώπους. Εκτός κι αν κάποιος που γνωρίζω μου τους προτείνει».
«Όταν διάβασα το σενάριο έμεινα
έκπληκτη, σκέφτηκα ότι «ο Μπονγκ Τζουν-Χο είδε αυτή την πλευρά μου και θέλει να
τη βγάλει στην ταινία». Η Γεον-κιο είναι ένας χαρακτήρας πολύ απλός
φαινομενικά- μια γυναίκα που μιλά γρήγορα και δυνατά και πιστεύει ότι ξέρει τον
εαυτό της- αλλά το πικρό γέλιο που της ξεφεύγει που και που αποκαλύπτει ότι δεν
καταλαβαίνει τίποτα. Ο ρόλος της κυρίας Παρκ ήταν μια νέα και διασκεδαστική
εμπειρία για εμένα και νοιώθω ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη γιατί έμαθα πολλά πράγματα
που θα με βοηθήσουν στην υποκριτική μου καριέρα. Τα «Παράσιτα» είναι μια ταινία
που οι θεατές θα δουν εύκολα αλλά θα τους αφήσει πολλά να σκεφτούν».
Ηθοποιός Τσο
Γέο-Τζονγκ (κυρία Παρκ)
«Μπαμπά, δε το θεωρώ αυτό
πλαστογραφία ή έγκλημα»
«Ξεκίνησε όταν γυρίζαμε το Okja, όταν
ο Μπονγκ Τζουν-Χο μου είπε να διατηρήσω τα κιλά μου. Αργότερα μου έδωσε το
σενάριο και μου είπε ότι πρόκειται για το ρόλο του γιου- νόμιζα ότι βρισκόμουν
σε τρενάκι του λούνα παρκ. Γιατί δεν ξέρεις ποτέ σε ποια κατεύθυνση θα σε πάει,
διάβαζα κάθε σελίδα με ανυπομονησία. Για μένα ως ηθοποιό, πρόκειται για σημείο
καμπής- μια ταινία γεμάτη στιγμές που σηματοδοτούν τι πρέπει να μάθω, τι πρέπει
να δείξω και τι πρέπει να κάνω στο μέλλον. Τα «Παράσιτα» ήταν γεμάτα νέες
εμπειρίες, αν οι θεατές πάνε στο σινεμά χωρίς καμία γνώση για το τι θα δούνε,
θα είναι για εκείνους μια συγκλονιστική εμπειρία».
Ηθοποιός
Τσόι Γου-Σικ (Κιμ Κι-Γουκ)
«Θα ήθελες να ανοίξεις αυτό το μαύρο
κουτί για μένα;»
«Τα «Παράσιτα» είναι ένα πικρό
πορτραίτο της εποχής μας. Είναι η ιστορία δύο οικογενειών που συναντώνται, η
καθεμία με μία μητέρα, ένα πατέρα, μια κόρη κι ένα γιο, αλλά ζουν πολύ
διαφορετικές ζωές. Αρκεί να κοιτάξει απλά κανείς αυτές τις οικογένειες και θα
δει πολλά για την κοινωνία μας. Συνειδητοποίησα σε αυτή την ταινία ότι η
υποκριτική μου προσαρμοζόταν ανάλογα με το σε ποιόν απευθυνόμουν. Ο Σονγκ
Κανγκ-Χο, ο πατέρας, πάντα ερμήνευε το ρόλο του με απροσδόκητο τρόπο, οπότε οι
αντιδράσεις μας ήταν αυθόρμητες και διαφορετικές. Έμαθα πολλά. Πιστεύω ότι οι
θεατές θα έχουν τόσα πολλά να σκεφτούν μόλις την δουν. Είναι μια πολύ καλή
ταινία να παρακολουθεί κανείς χωρίς προσδοκίες και μετά να τη συζητάει μ’ ένα
ποτό».
Ηθοποιός
Παρκ Σο-Νταμ (Κιμ Κι-Τσουνγκ)
«Τα χρήματα είναι σίδερο, ισιώνουν
όλες τις τσακίσεις»
«Τα «Παράσιτα» μου δημιουργούν το
συναίσθημα ενός κουτιού με δώρα. Είναι ένα μείγμα μιας κατά κάποιο τρόπο
γελοίας αγάπης μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, ασυνήθιστου χιούμορ,
συγκινήσεων κι αγωνίας, λύπης, όλα ανακατεμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μη
μπορείς να κατηγοριοποιήσεις την ταινία. Είναι ένα μείγμα χρωμάτων και σκιών. Η
ταινία με έκανε να σκέφτομαι «Αυτό θα μπορούσε να συμβεί στην κοινωνία μας.
Απλά στέκομαι και το παρακολουθώ να συμβαίνει;» Είναι μια ταινία που με έκανε
να θέλω να γίνω ο ηθοποιός που μιλάει εκ μέρους αυτών που πονούν και να τους
παρηγορώ. Έμαθα πολλά από την εμπειρία αυτή. Είναι μια ταινία που ο κόσμος θα
απολαύσει και θα επανέρχεται στη σκέψη τους όταν γυρίσουν στην καθημερινότητα
τους».
Ηθοποιός Χάι
Τζιν-Τσανγκ (Κιμ Τσανγκ-Σουκ)
«Διασκέδασα πολύ δουλεύοντας γι’ αυτή την ταινία. Είναι μια ταινία που βασίζεται πολύ στους χαρακτήρες, με πολλούς διαλόγους, οπότε ο φακός βρίσκεται εμμονικά στραμμένος πάνω τους, η ευκαιρία να βλέπεις τις εναλλαγές στα πρόσωπα ήταν πραγματικά απολαυστική. Ο Σονγκ Κανγκ-Χο για παράδειγμα, παρότι έχει πρωταγωνιστήσει σε αμέτρητες ταινίες παρουσιάζει κάτι παντελώς καινούριο εδώ. Δεν είναι μια ταινία για έναν χαρακτήρα, οπότε η συνεργασία όλων των χαρακτήρων δημιούργησε μια ειλικρινή ενέργεια, γελάσαμε πολύ. Η ταινία είναι σαν βόλτα με τρενάκι του λούνα-παρκ, αλλά αφήνει μια πικρή επίγευση. Ήταν για μένα η πρώτη φορά επίσης που κατέγραφα με την κάμερα μου το απεριόριστο καλοκαιρινό φως και το να βρεις τη σωστή στιγμή να το κάνεις δεν ήταν πάντα εύκολο. Ευχαριστώ θερμά τους ηθοποιούς για την υπομονή τους καθώς περιμέναμε τον ήλιο να εμφανιστεί ή να κρυφτεί, και το σκηνοθέτη Μπονγκ Τζουν-Χο που δημιούργησε αυτό τον κόσμο, ώστε να μπορούμε εμείς να δουλέψουμε σ’ αυτόν».
Διευθυντής Φωτογραφίας Χονγκ Κουνγκ-Πυο
Νεκρός
βρέθηκε ο νοτιοκορεάτης ηθοποιός Λι Σον-κιουν, διάσημος για τον ρόλο του στην
ταινία Παράσιτα, η οποία είχε θριαμβεύσει στα Όσκαρ το 2020. Σύμφωνα με το
νοτιοκορεατικό εθνικό πρακτορείο ειδήσεων Yonhap, ο 48χρονος ηθοποιός
εντοπίστηκε νεκρός στο εσωτερικό αυτοκινήτου στο κέντρο της πρωτεύουσας Σεούλ,
ενώ οι Αρχές πιστεύουν πως πρόκειται για αυτοκτονία.
Ο Λι
Σον-κιουν ήταν αντιμέτωπος με έρευνα της αστυνομίας, καθώς τον βάραιναν υποψίες
πως έκανε χρήση κάνναβης και άλλων ψυχοτρόπων ουσιών. Ο ίδιος γνώρισε μεγάλη
επιτυχία με την οσκαρική ταινίας «Παράσιτα», παίζοντας τον ρόλο του πατέρα
πλούσιας οικογένειας τον οποίο εξαπατά φτωχή οικογένεια για να εξασφαλίσει
δουλειές.
Το σκάνδαλο
για τη ωστόσο, για τη χρήση ναρκωτικών κατέστρεψε την εικόνα του και του
στέρησε τηλεοπτικές εμφανίσεις και διαφημιστικά συμβόλαια στη χώρα του, τη
Νότια Κορέα.
Ο ίδιος,
μιλώντας σε δημοσιογράφους, είχε πει: «Ζητώ ειλικρινά συγγνώμη που απογοήτευσα
τόσους ανθρώπους, εμπλεκόμενος σ’ ένα τόσο δυσάρεστο συμβάν». «Λυπάμαι για την
οικογένειά μου, που βιώνει τόση οδύνη αυτή τη στιγμή (...) Για ακόμη μια φορά,
ζητώ ειλικρινά συγγνώμη από όλους», είχε προσθέσει.
Να σημειωθεί
ότι η νομοθεσία για την κατανάλωση ναρκωτικών στη Νότια Κορέα είναι δρακόντεια.
Είναι ενδεικτικό πως προβλέπονται ποινές φυλάκισης ακόμη και για όσους
επιστρέφουν στη Νότια Κορέα αφού κατανάλωσαν κάνναβη σε χώρες του εξωτερικού
όπου αυτό είναι νόμιμο.
Ο πρόεδρος
Γιουν Σοκ-γελ ανέφερε πως πρέπει να ληφθούν ακόμη πιο αυστηρά μέτρα για να
εξαλειφθεί η διακίνηση ναρκωτικών - σε μια χώρα όπου η πώληση κάνναβης επισύρει
ισόβια κάθειρξη.
Η
νοτιοκορεατική ταινία «Παράσιτα» απέσπασε πολλά βραβεία. Έγινε η πρώτη μη
αγγλόφωνη ταινία που βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Επίσης κέρδισε Όσκαρ
Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερης Ξένης Ταινίας και Πρωτότυπου Σεναρίου.
Γράφει ο George James
Πηγές:
- «ΠΑΡΑΣΙΤΑ»: Η χωροταξική και οσφρητική διάσταση της κοινωνικής ανισότητας
- Παράσιτα (2019) Σκηνοθέτης: Μπονγκ Τζουν Χο || Κριτική του Νεκτάριου Σουλδάτου
- «Τα Παράσιτα»: Κοινωνιολόγοι αναλύουν την ταινία - Φτώχεια και ανισότητα στη Ν. Κορέα
- «Παράσιτα»: Όταν η αξιοπρέπεια συνθλίβεται οι άνθρωποι επαναστατούν
- Ο σκηνοθέτης του «Parasite» μιλάει για τις επιθέσεις εναντίον Ασιατών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου