Ο ιερέας που σκότωσε τον συγχωριανό του και πήγε για ύπνο

 


Τον Ιούνιο του 1966, ένα άγριο έγκλημα αναστάτωσε το χωριό, Ξηροπόταμο Λαγκαδά. Δεν ήταν μόνο η σκληρή δολοφονία η οποία σόκαρε τους κατοίκους, αλλά και το γεγονός ότι ο φονιάς ήταν ο παπάς του χωριού.

Ο παπά – Θανάσης Θ. ήθελε να τιμωρήσει τον βοσκό που έβοσκε τα πρόβατά του στο χωράφι του και του κατέστρεφε τα σπαρτά. Ένα βράδυ κρύφτηκε πίσω από μια πέτρα και παραφύλαξε για να πιάσει επ’ αυτοφώρω τον δράστη. Όταν άκουσε τον ήχο από τα κουδούνια των προβάτων, κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα της εκδίκησης. Ξερίζωσε έναν μυτερό πάσσαλο από τη γη, πλησίασε τον βοσκό και άρχισε να τον χτυπά με μανία στο πρόσωπο και το σώμα. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ο παπάς αιφνιδίασε το θύμα, που δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Όταν επιτέλους σταμάτησε την επίθεση, κάρφωσε το φονικό όπλο στη γη και απομακρύνθηκε.

Συγχωριανός του ο βοσκός 

Το θύμα ήταν ο συγχωριανός του, Γιάννης Τ., 53 ετών. Εκείνο το βράδυ άργησε να επιστρέψει στο σπίτι του και η οικογένεια του άρχισε να ανησυχεί. Σε λίγο άρχισαν να τον αναζητούν. Ο αδελφός του ήταν εκείνος, που λίγη ώρα μετά, βρήκε το κατακρεουργημένο σώμα του. Το αποτρόπαιο θέαμα τον σόκαρε. Αμέσως άρχισε να θρηνεί. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και σε λίγο, όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Τραγική φιγούρα, η σύζυγος του θύματος που έμεινε χήρα για δεύτερη φορά και θα έπρεπε να μεγαλώσει μόνη της εφτά παιδιά. Μάταια προσπαθούσαν συγγενείς και φίλοι να την παρηγορήσουν. 

Η σχέση του παπά με τους συγχωριανούς του 

"Δεν ήτανε παπάς, ήτανε δράκος", έλεγαν οι κάτοικοι του χωριού, που δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις με τον ιερέα. Σημείο τριβής ήταν το πενηνταράκι που έπρεπε να του καταβάλει ανά έτος η κάθε οικογένεια, σαν ετήσια συνδρομή. Οι νέοι που παντρεύονταν και δημιουργούσαν οικογένειες, αρνούνταν να τον πληρώσουν, επειδή έμεναν στο ίδιο σπίτι με τους γονείς τους και υπολόγιζαν μία οικογένεια. Εκείνος τους έλεγε ότι κάνουν λάθος και συχνά λογομαχούσαν. Ο παπάς ένιωθε αδικημένος και οι κάτοικοι πίστευαν ότι τους εκμεταλλεύεται. Η δολοφονία ήταν η αφορμή που περίμεναν οι χωριανοί, για να απαλλαγούν από τον παπά. Οι κάτοικοι του χωριού, μαζεμένοι έξω από το σπίτι του θύματος. 




Η απάθεια του φονιά 

Ο φονιάς, εν τω μεταξύ, είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός άλλου ιερέα, σε ένα κοντινό χωριό. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ο παπά Θανάσης χτύπησε μέσα στη νύχτα την πόρτα του παπά Λουκά και ισχυριζόμενος ότι επέστρεφε από κάποιες δουλειές, βρήκε καταφύγιο. Έφαγε, ήπιε, άλλαξε ρούχα και έπεσε για ύπνο. Το πρωί ευχαρίστησε για τη φιλοξενία και έφυγε. Στη στάση του λεωφορείου όμως, συνάντησε ένα χωροφύλακα. Η ταυτότητα του δράστη είχε γίνει γνωστή. Ο πάσαλος που άφησε ο παπάς στο χωράφι, σε μικρή απόσταση από το πτώμα, ήταν αδιάσειστο αποδεικτικό στοιχείο. 

Ο χωροφύλακας πλησίασε τον παπά και τον ρώτησε: -Πώς το έκανες αυτό γέροντα; Πώς εσύ, άνθρωπος του Θεού, σκότωσες άλλον άνθρωπο; – Α, ώστε πέθανε το γομάρι… απάντησε ο φονιάς, αφήνοντας άναυδο τον χωροφύλακα, με την απάθειά του. Ο παπάς συνελήφθη και προφυλακίστηκε. 

Ο μόνος του καημός ήταν, ότι δεν είχαν ενδιαφερθεί για εκείνον τα παιδιά του. Έξι στο σύνολο και σε μεγάλη ηλικία είχαν μεγαλώσει χωρίς τη μητέρα τους. Όταν η αγαπημένη του κόρη, Πετρούλα, του έστειλε στη φυλακή ένα πακέτο τσιγάρα, που πάνω έγραφε «Πατέρα μου, μη στεναχωριέσαι», εκείνος ηρέμησε. 

Το συγκινητικό γράμμα στη χήρα 

Η Πετρούλα ήταν η μικρότερη από τα παιδιά του και η πιο ευαίσθητη. Τρεις μέρες μετά τον θάνατο του άτυχου βοσκού έστειλε ένα ανθρώπινο γράμμα στη χήρα του για να της ζητήσει συγνώμη εκ μέρους του πατέρα της και να την παρηγορήσει. Η κόρη του φονιά, γράφει γράμμα στη χήρα του θύματος. «Ποτέ δεν περίμενα κάτι τέτοιο από τον πατέρα μου, που ήταν ο άνθρωπος που με ζούσε και με φρόντιζε. Εσείς χάσατε το στήριγμά σας, τον προστάτη σας και αισθάνομαι τον πόνο σας. Ίσως και γι’ αυτόν έκλαψα περισσότερο. Τώρα δε γίνεται τίποτα. Ας ζητήσουμε τη βοήθεια του Θεού και τη συμπαράστασή του και δε θα μας αφήσει», έγραφε μεταξύ άλλων η μικρή. 

Η χήρα Τεκίδου, σπαράζει διαβάζοντας το γράμμα. Η γυναίκα διάβασε το γράμμα, με δάκρυα στα μάτια. Λίγο μετά ψέλλισε: Τι μου φταίει το κορίτσι; Τι φταίει αυτό; Δεν έχω εγώ τίποτα μαζί του…


Επιμέλεια άρθρου: George James





Πηγή:


Σχόλια