Περίληψη
Η Ζέτα και η Ειρήνη είναι αχώριστες φίλες από παιδιά, αλλά οι ζωές τους ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους. Η Ειρήνη απολαμβάνει την επιτυχία και τη λάμψη, ενώ η Ζέτα, μια ταλαντούχα ζωγράφος, ζει στη σκιά της φίλης της, παλεύοντας με την αναγνώριση και έναν βαθύ, κρυμμένο φθόνο. Μια ιστορία τρόμου με θέμα το σύνθετο συναίσθημα της ζήλιας και το σκοτάδι που μπορεί να κρύβει η ανθρώπινη ψυχή.
![]() |
| Εξώφυλλο |
Σεπτέμβριος 2000, Η πρώτη γνωριμία
Το κουδούνι χτύπησε για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς. Το προαύλιο του σχολείου γέμισε παιδικές φωνές, γέλια και αθώα όνειρα. Εκεί, στην πρώτη τάξη, συναντήθηκαν δύο εξάχρονα κορίτσια, η Ζέτα και η Ειρήνη. Η Ζέτα, με τα καστανά της μαλλιά και τα μεγάλα, εκφραστικά της μάτια, ήταν ένα ήσυχο, εσωστρεφές παιδί. Της άρεσε να διαβάζει, να ζωγραφίζει και να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της με μια περίεργη σοβαρότητα για την ηλικία της. Η Ειρήνη, αντίθετα, ήταν ο ορισμός της ζωηράδας. Ξανθά μαλλιά που χόρευαν στον αέρα, ένα χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό της και μια αστείρευτη ενέργεια που την έκανε να ξεχωρίζει. Όλοι την αγαπούσαν, όλοι ήθελαν να είναι φίλοι της.
Η φιλία τους ξεκίνησε δειλά, με την Ειρήνη να πλησιάζει τη Ζέτα στην αυλή, προσκαλώντας την να παίξουν μαζί. Η Ζέτα, αν και διστακτική στην αρχή, βρήκε στην Ειρήνη έναν κόσμο γεμάτο φως και παιχνίδι που της έλειπε. Έγιναν αχώριστες. Η Ειρήνη ήταν η λάμψη, η Ζέτα η σκιά που την ακολουθούσε πιστά.
Ωστόσο, καθώς τα χρόνια περνούσαν, η αθώα φιλία τους άρχισε να αποκτά μια πιο σκοτεινή απόχρωση. Η Ζέτα, παρά την αγάπη της για την Ειρήνη, δεν μπορούσε να αγνοήσει την προσοχή που λάμβανε η φίλη της. Κάθε έπαινος από τους δασκάλους, κάθε ζεστό χαμόγελο από τους συμμαθητές, κάθε επιτυχία της Ειρήνης, έριχνε μια μικρή, αόρατη σκιά στην καρδιά της Ζέτας. Δεν ήταν μίσος, ήταν κάτι διαφορετικό, μια ζήλια που φούντωνε σιωπηλά, τρεφόμενη από την ανασφάλεια και την αίσθηση ότι πάντα βρισκόταν στη σκιά της φίλης της.
Μια φορά, στην πέμπτη δημοτικού, η Ζέτα είχε ζηλέψει πολύ όταν η Ειρήνη είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο στην έκθεση ζωγραφικής με ένα πολύχρωμο τοπίο, ενώ η δική της ζωγραφιά, μια σκοτεινή, μελαγχολική θάλασσα, είχε περάσει απαρατήρητη. Η Ζέτα είχε χαμογελάσει στην Ειρήνη, την είχε συγχαρεί θερμά, αλλά μέσα της, μια μικρή, κρύα φλόγα είχε ανάψει. Ήταν η φλόγα της ζήλιας, που θα έκαιγε σιωπηλά για χρόνια, μέχρι να μετατραπεί σε μια καταστροφική πυρκαγιά.
Τα σχολικά χρόνια πέρασαν, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο παιδικές αναμνήσεις, αλλά και τους σπόρους ενός εφιάλτη που θα άνθιζε στην ενήλικη ζωή τους.
Νοέμβριος 2023, Σήμερα
Είκοσι τρία χρόνια μετά οι εικοσιεννιάχρονες Ζέτα και Ειρήνη, ζούν σε διαφορετικούς κόσμους, παρόλο που η φιλία τους, φαινομενικά, κρατάει ακόμα.
Η Ειρήνη, με την ίδια αστείρευτη ενέργεια που τη χαρακτήριζε από παιδί, έχει κατακτήσει τον κόσμο των επιχειρήσεων. Είναι ένα ανερχόμενο αστέρι σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία στο κέντρο της πόλης. Το γραφείο της, έχει θέα σε ολόκληρη την πόλη, μια θέα που συμβολίζει την κορυφή στην οποία έχει φτάσει. Οι μέρες της είναι γεμάτες με συναντήσεις, διαπραγματεύσεις, στρατηγικές αποφάσεις και φλερτ με γοητευτικούς άνδρες. Φοράει ακριβά κοστούμια, μιλάει με αυτοπεποίθηση και το όνομά της ψιθυρίζεται με σεβασμό στους διαδρόμους της εταιρείας. Η επιτυχία της είναι αδιαμφισβήτητη, η λάμψη της ακόμα πιο έντονη.
Από την άλλη πλευρά, η Ζέτα παλεύει με τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Το διαμέρισμά της, ένα μικρό, παλιό δυάρι, είναι ταυτόχρονα το σπίτι και το ατελιέ της. Περνάει τις μέρες της μπροστά στον καμβά, προσπαθώντας να αποτυπώσει στον μουσαμά τις σκοτεινές, έντονες εικόνες που στριφογυρίζουν στο μυαλό της. Οι πίνακές της είναι γεμάτοι μελαγχολία, σκιές και μια υποβόσκουσα θλίψη – εικόνες που συχνά δεν έβρισκαν απήχηση στο ευρύ κοινό. Οι πωλήσεις των έργων της είναι σπάνιες, και οι εκθέσεις της είναι συνήθως άδειες από κόσμο. Η αναγνώριση που τόσο ποθούσε παραμένει ένα άπιαστο όνειρο, μια πικρή γεύση στην ψυχή της.
Οι συναντήσεις τους πλέον είναι αρκετά τυπικές. Έξοδοι για καφέ μία φορά τον μήνα, τηλεφωνήματα για ευχές σε γενέθλια και γιορτές. Η Ειρήνη βέβαια, πάντα γενναιόδωρη, προσπαθεί να βοηθήσει την φίλη της, να αγοράσει κάποιους από τους πίνακες της, και να την συστήσει σε γνωστούς της. Κάθε τέτοια πράξη, όμως, αντί να ανακουφίζει τη Ζέτα, σφίγγει ακόμα περισσότερο το αόρατο σκοινί της ζήλιας γύρω από το λαιμό της. Νιώθει τη βοήθεια της Ειρήνης σαν οίκτο, σαν μια υπενθύμιση της δικής της αποτυχίας. Το χαμόγελο της Ειρήνης, που κάποτε φώτιζε τον κόσμο της Ζέτας, τώρα της φαινόταν σαν μια αχτίδα που υπογράμμιζε τη δική της σκιά.
Ένα βράδυ, καθώς η Ζέτα χάζευε τις φωτογραφίες της Ειρήνης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – φωτογραφίες από λαμπερά πάρτι, ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς, επαγγελματικές επιτυχίες – ένιωσε μια παγωμένη οργή να ανεβαίνει μέσα της. Ήταν η ίδια οργή που είχε νιώσει ως παιδί στο δημοτικό, όταν η Ειρήνη είχε κερδίσει τον έπαινο στη ζωγραφική. Μόνο που τώρα, ήταν πολύ πιο βαθιά, πιο δηλητηριώδης. Το σκοτάδι μέσα της, που είχε σιγοβράσει για τόσα χρόνια, άρχιζε να αποκτά μορφή, να ψιθυρίζει ύπουλες σκέψεις. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο γυναίκες μεγάλωνε, και μαζί του, η σκιώδης παρουσία ενός αρχέγονου κακού που είχε ριζώσει βαθιά στην καρδιά της Ζέτας.
Το σατανικό σχέδιο
Το μικρό διαμέρισμα της Ζέτας, που κάποτε ήταν γεμάτο με την αίσθηση της δημιουργίας, είχε μετατραπεί σε έναν τόπο εμμονής. Ο καμβάς στο κέντρο του δωματίου παρέμενε άδειος. Η Ζέτα πλέον δεν ζωγράφιζε. Περνούσε τις μέρες της μελετώντας φωτογραφίες της Ειρήνης, διαβάζοντας άρθρα για τη φαρμακολογία και ψάχνοντας στο διαδίκτυο για αμφιλεγόμενες πληροφορίες.
Το σχέδιό της ήταν απλό, σατανικό στην απλότητά του. Θα δηλητηρίαζε την Ειρήνη με ένα κοκτέιλ χαπιών. Δεν ήθελε να της προκαλέσει έναν θάνατο βίαιο και άμεσο, που θα της έδινε τη θέση της βασικής υπόπτου. Ήθελε ο θάνατος της Ειρήνης να μοιάζει με ατύχημα. Ένα "δυστύχημα" που θα προερχόταν από μια απρόσεκτη χρήση φαρμάκων.
Άρχισε να αγοράζει διάφορα φάρμακα, το καθένα ξεχωριστά, από διαφορετικά φαρμακεία, για να μην κινήσει υποψίες. Χάπια για την αϋπνία, ηρεμιστικά, παυσίπονα. Μελετούσε τις δοσολογίες, τις παρενέργειες, τις πιθανές αλληλεπιδράσεις. Στα μάτια της, αυτό δεν ήταν ένα έγκλημα, αλλά ένα έργο τέχνης. Ένα έργο που θα την απελευθέρωνε από τη σκιά της Ειρήνης μια για πάντα.
Η κατάλληλη ευκαιρία παρουσιάστηκε όταν η Ειρήνη τής τηλεφώνησε για να της πει ότι είχε μια μεγάλη εκδήλωση στην εταιρεία της και θα χρειαζόταν ένα όμορφο βραδινό φόρεμα. Της ζήτησε να πάνε μαζί για ψώνια. Η Ζέτα συμφώνησε με ενθουσιασμό. Ήταν η τέλεια ευκαιρία για να προσεγγίσει την Ειρήνη, να την κάνει να νιώσει ασφάλεια, να την ρίξει στην παγίδα της. Το σχέδιο είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά. Ο θάνατος της Ειρήνης δεν ήταν πλέον μια μακρινή σκέψη, αλλά μια επικείμενη πραγματικότητα, ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα του σκοτεινού εαυτού της Ζέτας.
Μια βροχερή νύχτα
Ήταν μια βροχερή Τετάρτη, μια από εκείνες τις μέρες που ο ουρανός γίνεται γκρι και βαραίνει την ατμόσφαιρα, σαν να προμηνύει κάτι δυσοίωνο. Η Ζέτα είχε καλέσει την Ειρήνη για φαγητό στο σπίτι της. Της είχε τηλεφωνήσει το προηγούμενο πρωί, με μια φωνή γλυκιά και σχεδόν παιδική.
«Ειρήνη μου, θέλω να σε δω. Γιατί δεν έρχεσαι απόψε για φαγητό; Θα μαγειρέψω τα αγαπημένα σου λαζάνια».
Η Ειρήνη, πάντα γενναιόδωρη και πρόθυμη, είχε δεχτεί αμέσως. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η αγάπη που ένιωθε για τη Ζέτα, την οποία θεωρούσε αληθινή φίλη και αδελφή της, ήταν το κλειδί για το φρικτό της τέλος.
Το διαμέρισμα της Ζέτας είχε μεταμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό. Παντού υπήρχαν κεριά, η μουσική ήταν απαλή, και το τραπέζι στρωμένο με προσοχή. Η Ζέτα είχε φορέσει ένα ωραίο φόρεμα και είχε φτιάξει τα μαλλιά της, κάνοντας μια απέλπιδα προσπάθεια να κρύψει τη μελαγχολία της. Όταν άνοιξε την πόρτα, το χαμόγελό της ήταν λαμπερό και φαινόταν αληθινό.
«Καλώς την!, σε περίμενα πως και πως», είπε, αγκαλιάζοντας την Ειρήνη με μια δύναμη που δεν περίμενε.
Το δείπνο κύλησε ομαλά, με τη Ζέτα να κάνει ερωτήσεις για τη δουλειά της Ειρήνης, για τα ταξίδια της, για τα σχέδιά της. Η Ειρήνη μιλούσε με ενθουσιασμό, γεμάτη ζωή και όνειρα. Και η Ζέτα την άκουγε, με ένα χαμόγελο στα χείλη, ενώ μέσα της έβλεπε κάθε λέξη της Ειρήνης να μετατρέπεται σε δηλητήριο.
Το τέλος του γεύματος βρήκε τις δύο γυναίκες να πίνουν ένα ποτήρι κρασί. Η Ζέτα έκανε μια σύντομη βόλτα στην κουζίνα, για να φέρει το γλυκό, και επέστρεψε με μια πιατέλα από μους σοκολάτας.
«Ξέρω ότι είναι η αγαπημένη σου», είπε, δίνοντας ένα πιάτο στην Ειρήνη. Και ενώ η Ειρήνη απολάμβανε τη μους, η Ζέτα επέστρεψε στην κουζίνα. Το σχέδιο είχε μπει στην τελική του φάση.
Εκεί, σε ένα κρυφό ντουλάπι, περίμεναν τα φάρμακα, το δηλητηριώδες κοκτέιλ που είχε ετοιμάσει με τέτοια σχολαστικότητα. Επέστρεψε με δύο ποτήρια κρασί.
«Έφερα κι άλλο κρασί Ειρήνη μου, ελπίζω να μην έχεις θέμα με αυτό»
«Όχι φυσικά, αφού ξέρεις ότι λατρεύω το κόκκινο κρασί».
Τα μάτια της Ειρήνης ήταν γεμάτα φιλία και αγάπη. Τα μάτια της Ζέτας ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ήταν η στιγμή της. Το σχέδιο θα ολοκληρωνόταν απόψε.
Το αναπάντεχο τέλος
Μετά από λίγη ώρα η Ζέτα άρχισε να αισθάνεται μια έντονη δυσφορία.
«Τι έχεις δεν αισθάνεσαι καλά; Πιες λίγο νερό», της είπε η Ειρήνη τρομαγμένη.
«Ίσως με πείραξε το κρασί, έχω πιει αρκετό».
Η Ειρήνη, τρομοκρατημένη, την είδε να πέφτει από την καρέκλα της. Αμέσως προσπάθησε να τη συνεφέρει χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα αναζήτησε το κινητό της. Το χέρι της έτρεμε, καθώς πληκτρολογούσε τον αριθμό του ασθενοφόρου.
Εξαιτίας της έντονης σύγχυσης της η Ζέτα, είχε μπερδέψει τα δύο ποτήρια με κρασί, με αποτέλεσμα να πιει εκείνη το κοκτέιλ θανάτου που είχε ετοιμάσει για την φίλη της.
Η σειρήνα του ασθενοφόρου έσκιζε τον αέρα της βροχερής νύχτας, καθώς το όχημα έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το νοσοκομείο. Μέσα, οι διασώστες πάλευαν να κρατήσουν τη Ζέτα στη ζωή, αλλά η μάχη ήταν άνιση. Ο συνδυασμός των φαρμάκων είχε προκαλέσει μη αναστρέψιμη βλάβη στα ζωτικά της όργανα. Η καρδιά της, αδύναμη και κουρασμένη από την εσωτερική της πάλη, σταμάτησε να χτυπά πριν φτάσουν καν στον προορισμό τους.
Στο νοσοκομείο, οι γιατροί δεν κατάφεραν να την επαναφέρουν. Μετά από σειρά εξετάσεων, διαπίστωσαν ότι η αιτία του θανάτου ήταν η υπερβολική δόση φαρμάκων. Το αίμα της Ζέτας περιείχε έναν θανατηφόρο συνδυασμό από ηρεμιστικά, αντικαταθλιπτικά και παυσίπονα, σε δοσολογίες που θα μπορούσαν να σκοτώσουν πολλά άτομα. Ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για ατύχημα.
Η Ειρήνη, σε κατάσταση σοκ, έδωσε κατάθεση στην αστυνομία. Περιέγραψε λεπτομερώς τα γεγονότα της νύχτας, την σχέση τους αλλά και την μελαγχολική στάση ζωής που είχε η Ζέτα. Ανέφερε, επίσης, πως δεν γνώριζε ότι η φίλη της έπαιρνε τέτοιου είδους χάπια. Οι αστυνομικοί, παρόλο που η μαρτυρία της φάνηκε αληθινή, την αντιμετώπισαν με κάποια καχυποψία. Όμως, η αυτοψία και οι εργαστηριακές αναλύσεις ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες.
Η Ζέτα είχε καταναλώσει η ίδια τα φάρμακα, και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να κλείσουν την υπόθεση.
Η Ειρήνη, συντετριμμένη από τον ξαφνικό θάνατο της φίλης της δεν μπορούσε να συνέλθει. Ένιωθε τύψεις που δεν είχε καταλάβει τι περνούσε η κολλητή της, και δεν μπόρεσε να κάνει κάτι για να την βοηθήσει.
Η αποκάλυψη της αλήθειας
Ένα μήνα μετά τον θάνατο της Ζέτας, η Ειρήνη αποφάσισε να πάει στο διαμέρισμα της φίλης της και να μαζέψει τα προσωπικά της αντικείμενα. Καθώς μάζευε τα πράγματα της, το μάτι της έπεσε πάνω σε ένα παλιό, δερμάτινο ημερολόγιο, κρυμμένο κάτω από ένα σωρό από σκίτσα. Το ημερολόγιο έμοιαζε να έχει γραφτεί από παιδί, με μια επιμελώς ατίθαση γραφή.
Το άνοιξε διστακτικά. Η πρώτη σελίδα είχε ημερομηνία από την πέμπτη δημοτικού. Ήταν η μέρα που η Ειρήνη είχε κερδίσει τον έπαινο στη ζωγραφική.
«Η Ειρήνη κέρδισε και πάλι. Όλοι την κοιτούσαν. Εμένα δεν με είδε κανείς. Το έργο μου είναι σκοτεινό. Όπως και η ψυχή μου. Δεν την μισώ. Μισώ που τη ζηλεύω».
Ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Συνέχισε να διαβάζει. Το ημερολόγιο ήταν ένας καθρέφτης της ψυχής της Ζέτας, ένας σκοτεινός τόπος γεμάτος ζήλια και μίσος που μεγάλωνε με τα χρόνια. Κάθε επιτυχία της Ειρήνης, κάθε νέο επίτευγμα, γινόταν μια νέα σελίδα στο ημερολόγιο της Ζέτας, μια νέα καταγραφή του πόνου της.
Και μετά, βρήκε τις τελευταίες σελίδες. Γραμμένες με αγωνία, με τρεμάμενη γραφή. Περιέγραφαν το σατανικό της σχέδιο, το κοκτέιλ των χαπιών, την πρόσκληση για δείπνο.
«Θα την δηλητηριάσω. Θα της πάρω τη ζωή, όπως εκείνη μου πήρε το φως. Θα είναι ένα ατύχημα. Θα είναι η δική μου νίκη».
Η Ειρήνη άφησε το ημερολόγιο να πέσει στο πάτωμα. Τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα στα μάγουλά της. Δεν ήταν δάκρυα θλίψης, αλλά δάκρυα απόγνωσης και τρόμου. Η φιλία τους, η αγάπη που ένιωθε για τη Ζέτα, ήταν μια ψευδαίσθηση. Η Ζέτα δεν την είχε αγαπήσει ποτέ πραγματικά. Τη μισούσε, την ζήλευε, και ήθελε να την σκοτώσει.
Αποφάσισε να κρατήσει το ημερολόγιο και να το πάει στην αστυνομία, αλλά μετά άλλαξε γνώμη αφού η υπόθεση είχε κλείσει. Βγαίνοντας από το διαμέρισμα ένιωσε ένα κρύο ρίγος να τη διαπερνά. Όλα όσα είχε ανακαλύψει την τρομοκράτησαν. Θα μπορούσε να είχε πιει εκείνη το ποτήρι με το κόκκινο κρασί και τα χάπια και τώρα να είναι νεκρή. Την τελευταία πράξη όμως την έγραψε η κολλητή της φίλη, η Ζέτα, σκοτώνοντας τον μοναδικό και πραγματικό της εχθρό όλα αυτά τα χρόνια, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο της τον εαυτό.
© Copyright George James
Εκείνη που χάθηκε
George James
Επιμέλεια εξωφύλλου
George James
© Αύγουστος 2025, George James
www.georgejamesblog.blogspot.com
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολο του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του συγγραφέα.


Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου