Η Λίζα, μόλις επτά χρονών, ζει σε ένα σπίτι όπου επικρατεί μόνο ο φόβος. Ο πατέρας της, ο Άρης – ιδιοκτήτης ενός συνεργείου που βουλιάζει στα χρέη, αλκοολικός και βίαιος – είναι το «Μαύρο Τέρας» που ζωγραφίζει στα κρυφά. Μοναδικό της καταφύγιο: η κούκλα της, η Αλίκη, το εισιτήριο της για τη Χώρα των Θαυμάτων. Η μητέρα της, Μαριάννα, μια γυναίκα παγιδευμένη στην ενδοοικογενειακή βία και την οικονομική εξάρτηση, προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει ζωντανό ένα κομμάτι ευτυχίας για την κόρη της. Μόνο η δασκάλα της Λίζας, η Ελπίδα, διακρίνει μέσα από τις σιωπές και τις ζωγραφιές το αληθινό δράμα. Η ιστορία της Λίζας και της Μαριάννας είναι μια ανατριχιαστική αφήγηση για το σκοτάδι που μπορεί να υπάρχει πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού.
Λίζα
Η επτάχρονη Λίζα, με μαλλιά στο χρώμα του λιωμένου βουτύρου και μάτια που θύμιζαν το γκρι του χειμωνιάτικου ουρανού, κρατούσε την αγαπημένη της κούκλα την Αλίκη σαν φυλαχτό. Η Αλίκη ήταν φτιαγμένη από πορσελάνη, με ένα φόρεμα από ξεθωριασμένη δαντέλα,. Ήταν ένα δώρο από τη μητέρα της, την ημέρα των πέμπτων γενεθλίων της, και η ονομασία της δεν ήταν τυχαία.
«Θα είναι η Αλίκη σου στη Χώρα των Θαυμάτων, Λιζάκι μου,» της είχε ψιθυρίσει η μητέρα της, αγκαλιάζοντάς την τόσο σφιχτά που έσπασε, για μια στιγμή, το τείχος του φόβου που την περιέβαλλε.
«Θα σε ταξιδεύει μακριά, όταν τα πράγματα γίνονται πολύ… σκοτεινά.»
Και «σκοτεινά» γίνονταν συχνά. Η σκοτεινιά είχε ένα όνομα, ένα βαρύ βήμα, και μια μυρωδιά από αλκοόλ και φτηνό τσιγάρο. Ήταν ο πατέρας.
Εκείνο το απόγευμα, η σκοτεινιά είχε απλωθεί νωρίς. Ένα ραγισμένο φλιτζάνι, ένας δυνατός κρότος, και η σιωπή που ακολούθησε ήταν πιο τρομακτική από οποιαδήποτε φωνή. Η Λίζα ήταν χωμένη κάτω από το κρεβάτι της, στο μικρό, στενό δωμάτιό της. Το πάτωμα έτριζε, λες και ο πατέρας της ήταν ένας γίγαντας από κάποιο παραμύθι – αλλά αυτό το παραμύθι δεν είχε αίσιο τέλος.
Η Αλίκη ήταν σφιγμένη στην αγκαλιά της. Η Λίζα ένιωθε το ψυχρό, λείο της πρόσωπο στο μάγουλό της. Τα μεγάλα, μπλε μάτια της κούκλας ήταν πάντα ανοιχτά, πάντα κοιτούσαν. Ήταν η σιωπηλή μάρτυρας όλων όσων συνέβαιναν .
«Μη φοβάσαι, Αλίκη, θα περάσει. Πάντα περνάει.» ψιθύρισε η Λίζα, η φωνή της μια σχεδόν ανύπαρκτη ανάσα.
Αλλά αυτό το «πέρασμα» άφηνε πίσω του σημάδια, όχι μόνο στο τρυφερό δέρμα της μητέρας της, αλλά και στις γωνιές του δωματίου, στον αέρα, και βαθιά μέσα στα ίδια τα κόκαλα της Λίζας. Η Λίζα δεν έκλαιγε πια. Είχε μάθει τη σιωπή. Είχε μάθει να αναπνέει τόσο απαλά, ώστε να μην διαταράσσει την εύθραυστη ισορροπία του σπιτιού.
Αυτό που την τρόμαζε περισσότερο από τους θορύβους, ήταν η ησυχία που ερχόταν μετά. Ήταν η ησυχία που σήμαινε πως όλα είχαν τελειώσει... για τώρα.
Ήταν η ησυχία που της επέτρεπε να ακούσει τον χτύπο της δικής της καρδιάς, γρήγορο και πανικόβλητο.
Ξαφνικά, η πόρτα του δωματίου της άνοιξε με μια βίαιη ώθηση. Η καρδιά της Λίζας σταμάτησε. Ένας βαρύς, μουντός ίσκιος γέμισε το άνοιγμα.
«Λίζα!. Ξέρω ότι είσαι εδώ. Βγες αμέσως!», βρόντηξε η φωνή του
Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της. Δεν ήταν θυμωμένος με τη μητέρα της τώρα. Ήταν θυμωμένος μαζί της. Ποτέ δεν ήταν θυμωμένος μαζί της.
Ένας αόρατος μηχανισμός μέσα στο κεφάλι της Λίζας έσπασε. Σφίγγοντας την Αλίκη, η Λίζα έκλεισε τα μάτια της. Ήλπιζε πως, αν δεν έβλεπε τον κόσμο, ο κόσμος δεν θα την έβλεπε κι αυτήν. Ένιωσε το χέρι της κούκλας να πιέζεται δυνατά στο μάγουλό της. Ήταν κρύο. Ήταν σκληρό. Ήταν το μόνο πράγμα στον κόσμο που έμοιαζε αληθινό.
Και τότε, μια σκιά έπεσε πάνω στην κρυψώνα της. Ο πατέρας της είχε μπει στο δωμάτιο. Η Λίζα ένιωσε την παρουσία του, τον κίνδυνο, να πλανιέται πάνω της σαν μια πνιγηρή ομίχλη.
«Τι κρύβεις εκεί;» είπε η φωνή του, τώρα κοντά, πολύ κοντά.
«Είναι η αγαπημένη μου κούκλα,» απάντησε, η φωνή της ένα τρεμάμενο νήμα.
«Αυτή η άχρηστη, ραγισμένη κούκλα;» γέλασε. Ένα άγριο, τραχύ γέλιο που δεν είχε καθόλου χαρά.
Ο πατέρας της δεν ρώτησε ξανά. Την άρπαξε από τον αστράγαλο και την έβγαλε βίαια από την κρυψώνα της. Η Λίζα χτύπησε το κεφάλι της στο ξύλινο πάτωμα. Πριν προλάβει να πάρει ανάσα, ένιωσε ένα δυνατό τράβηγμα.
Η Αλίκη έφυγε από την αγκαλιά της.
Η Λίζα δεν έκλαψε. Απλώς κοίταξε τον πατέρα της. Τα χέρια της ήταν άδεια. Και για πρώτη φορά, η Χώρα των Θαυμάτων της είχε καταρρεύσει, αφήνοντας πίσω της μόνο τα αιχμηρά θραύσματα της σκληρής, πραγματικής ζωής.
Ο πατέρας, ικανοποιημένος, γύρισε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω του μια τρομακτική σιωπή. Η Λίζα δεν κουνήθηκε. Απλώς κοίταξε την Αλίκη, και τότε, η κόκκινη κλωστή που κρεμόταν από το δαντελένιο φόρεμα της φάνηκε να τρεμοπαίζει στο λιγοστό φως. Ήταν το χρώμα του αίματος. Ήταν το χρώμα της εκδίκησης. Και το κεφάλαιο της αθωότητας της Λίζας είχε μόλις τελειώσει.
Άρης
Ο Άρης. Ένα όνομα, βαρύ και ηχηρό, ανήκε κάποτε σε έναν θεό του πολέμου. Τώρα, ανήκε σε έναν άντρα πνιγμένο στον δικό του, μικρό, καθημερινό πόλεμο. Με παραπανίσια κιλά κι' ένα πρόσωπο που έμοιαζε σαν να το είχαν σμιλέψει από μια πέτρα που είχε εκτεθεί για χρόνια σε βροχή και καπνό, ο Άρης ήταν ένας άντρας που δεν περπατούσε. Έσερνε το κορμί του. Κι όταν έσερνε το κορμί του μέσα στο σπίτι, το σπίτι έτριζε ολόκληρο.
Στα σαράντα του, ο Άρης είχε καταφέρει να μετατρέψει την ελπίδα σε στάχτη. Μηχανικός στο επάγγελμα με εξαιρετικές δεξιότητες μέχρι τα χέρια του αρχίσουν να τρέμουν από το αλκοόλ και η δουλειά να γίνεται μια ενοχλητική υποχρέωση.
Οδηγημένος από μια ακατανίκητη δίψα – όχι μόνο για το φτηνό ουίσκι που έκρυβε στο ντουλάπι του συνεργείου, αλλά και για την αίσθηση της δύναμης που του έδινε – ο Άρης ήταν ο επιβήτορας αυτού του σπιτιού. Η δύναμη του, όμως, ήταν μια μάσκα.
Πίσω από τη βροντερή φωνή και τις αλκοολικές του εξάρσεις, κρυβόταν ένας άντρας πνιγμένος. Οι τράπεζες, τα τοκογλυφικά γραμμάτια, τα χαρτιά με τις κόκκινες σφραγίδες, ήταν οι αόρατοι ενοικιαστές του σπιτιού. Τα χρέη του, μια θηλιά που έσφιγγε μέρα με τη μέρα, είχαν μετατρέψει κάθε του κίνηση σε πανικό. Και ο πανικός του μετατρεπόταν σε βία.
Η βία που ασκούσε δεν ήταν πάντα σωματική. Ήταν κυρίως ψυχολογική, μια αργή, δηλητηριώδης αποσύνθεση. Ήταν η ματιά που έριχνε στη γυναίκα του, που την έκανε να μαζεύεται σαν σκιά.
«Εγώ τα κάνω όλα για το καλό σας,» έλεγε συχνά, με μια φωνή που ήταν γλυκιά σαν μέλι και κρύα σαν πάγος.
«Αν δεν ήμουν εγώ εδώ, θα ήσασταν στο δρόμο. Μη με απογοητεύετε.»
Εκείνο το βράδυ, ο Άρης καθόταν στο σαλόνι. Το φως της λάμπας έπεφτε πάνω του, αποκαλύπτοντας τη λιπαρότητα του δέρματός του και τον κόκκινο ιστό των ματιών του. Κρατούσε ένα ποτήρι με κάτι που έμοιαζε με τσάι, αλλά η μυρωδιά του αλκοόλ διαπερνούσε ακόμα και τους τοίχους. Η γυναίκα του, η Μαριάννα, καθόταν στην άκρη του καναπέ, προσπαθώντας να γίνει όσο το δυνατόν πιο αόρατη. Ήταν μια γυναίκα που είχε χάσει το χρώμα της.
«Άκου, Μαριάννα,» είπε, γυρνώντας αργά το κεφάλι του προς το μέρος της.
«Πρέπει να βρούμε λεφτά. Όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Πρέπει να βρεις κι εσύ λύσεις.»
Η χειριστικότητα ξεχείλιζε από κάθε του λέξη.
Στο βάθος, στο δωμάτιο της, η Λίζα άκουγε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τις λέξεις, αλλά καταλάβαινε τον τόνο. Ήταν ο γνωστός τόνος που υιοθετούσε ο πατέρας της, με τη μητέρα της να μένει για ακόμα μια φορά σιωπηλή.
Μαριάννα
Η Μαριάννα αγαπούσε από μικρή τον χορό. Φανταζόταν τον εαυτό της επαγγελματία χορεύτρια, να συμμετέχει σε πολύ γνωστές παραστάσεις. Όμως αυτό το όνειρο δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Τώρα δεν εργάζεται. Ο Άρης της το είχε απαγορεύσει χρόνια πριν, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι αυτός είναι ο άντρας του σπιτιού και αυτός πρέπει να φέρνει τα χρήματα.
Χωρίς δικά της χρήματα, η Μαριάννα ένιωθε εξαρτημένη και εγκλωβισμένη σε μια σκοτεινή φυλακή.
Ο σκοπός της ζωής της ήταν να κάνει ευτυχισμένη τη μικρή της, την Λίζα. Προσπαθούσε να φτιάξει έναν κόσμο μέσα στον οποίο θα ένιωθε ασφαλής και προστατευμένη.
«Λιζάκι μου…» ψιθύρισε η Μαριάννα.
«Πρέπει να σηκωθείς αγάπη μου, και να ετοιμαστείς για να πας στο σχολείο.
«Εντάξει μανούλα θα σηκωθώ, αλλά θέλω να πάρω και την Αλίκη μαζί μου», είπε η Λίζα.
«Δεν γίνεται αυτό καρδούλα μου, στο σχολείο θα είσαι με την αγαπημένη σου δασκάλα και θα παίξεις και με τους φίλους σου».
«Όταν επιστρέψω από το σχολείο θα είμαστε και πάλι μαζί», είπε η Λίζα φιλώντας την αγαπημένη της κούκλα.
Η Αλίκη την κοίταζε προσεκτικά. Άκουγε κι έβλεπε τα πάντα και αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό στήριγμα για την Λίζα. Την μετέφερε στη Χώρα των Θαυμάτων, όταν τα πράγματα έπαιρναν μια σκοτεινή τροπή.
Στην κουζίνα την περίμενε ένα μπολ με σοκολατένια δημητριακά, τα αγαπημένα της. Αφού τα έφαγε, πήρε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι χοροπηδώντας.
Η Μαριάννα φόρεσε γρήγορα το παλτό της και έτρεξε να προλάβει τη μικρή που είχε ξυπνήσει με τρομερή ενέργεια. Την πήγαινε κάθε πρωί στο σχολείο και φυσικά επέστρεφαν μαζί το μεσημέρι στο σπίτι. Ένα σπίτι που έμοιαζε με πύρινη κόλαση, έχοντας μέσα του τον Θεό του πολέμου.
Η καθημερινότητα της, ήταν πολύ συγκεκριμένη. Πήγαινε την Λίζα στο σχολείο, επέστρεφε στο σπίτι για να μαγειρέψει, ίσως πήγαινε και για ψώνια κάποιες φορές. Δεν είχε φίλες, διότι δεν της το επέτρεπε ο Άρης.
Εάν ήταν τυχερή και ο σύζυγος της είχε δουλειά στο συνεργείο, ήταν ήρεμη στο σπίτι γιατί έφευγε πολύ πρωί και επέστρεφε αργά το απόγευμα.
Καθημερινά ερχόταν αντιμέτωπη με τα βλέμματα λύπησης των γειτόνων. Οι οποίοι γνώριζαν όλα όσα περνούσαν αυτή και η κόρη της, αλλά δεν έκαναν ποτέ τίποτα, θεωρώντας πως όλα όσα βίωναν ήταν φυσιολογικά. Ήταν σιωπηλοί και συνένοχοι. Η σιωπή τους τρομακτική, και αδικαιολόγητη.
Ελπίδα
Η Ελπίδα μια όμορφη γυναίκα τριάντα ετών, με ζεστά, καστανά μαλλιά και ένα χαμόγελο που έσβηνε τον φόβο, ήταν η δασκάλα της Λίζας. Είχε την μοναδική ικανότητα να βλέπει πέρα από τη σιωπή.
Η σχέση της με όλα τα παιδιά ήταν άψογη και ειδικά με τη Λίζα. Ποτέ δεν την πίεζε, της άφηνε πάντα λίγο περισσότερο χώρο, ένα παραπάνω λεπτό για να τελειώσει τη ζωγραφιά της, μια επιπλέον κουβέντα για το πόσο όμορφο ήταν το χρώμα που είχε διαλέξει. Αυτή η διακριτική αγάπη ήταν πολύτιμη για τη μικρή Λίζα.
Ένα πρωινό, κατά τη διάρκεια του μαθήματος των καλλιτεχνικών, όταν η Ελπίδα πέρασε από το θρανίο της Λίζας, σταμάτησε και παρατήρησε τη ζωγραφιά της μαθήτριας της. Η ζωγραφιά της Λίζας δεν ήταν μια συνηθισμένη παιδική ζωγραφιά.
Στο κέντρο, υπήρχαν δύο φιγούρες. Μια μικρή, με τα μαλλιά στο χρώμα του λιωμένου βουτύρου (η Λίζα), και μια ψηλότερη (η Μαριάννα), με ένα πρόσωπο που ήταν χρωματισμένο με απαλά χρώματα. Τα χέρια τους ήταν πιασμένα. Βρισκόντουσαν μπροστά στο ένα σπίτι και πάνω από ένα καταπράσινο κήπο.
Πίσω τους, όμως, δέσποζε κάτι άλλο. Ήταν μια μαύρη φιγούρα, ζωγραφισμένη με σκούρες ξυλομπογιές. Ήταν ένα μαύρο τέρας. Αυτή η σκοτεινή μορφή δεν ακουμπούσε τις δύο φιγούρες, αλλά η σκιά του τις σκέπαζε ολόκληρες.
Η Ελπίδα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος της. Δεν ήταν απλώς μια παιδική φαντασία. Ήταν μια εξομολόγηση.
«Είναι πολύ ωραία η ζωγραφιά σου, Λίζα μου,» είπε η Ελπίδα, με τη φωνή της να παραμένει ήρεμη.
«Τι συμβολίζει αυτή η μαύρη φιγούρα;»
Η Λίζα έσφιξε τη ξυλομπογιά της.
«Είναι το κακό τέρας» ψιθύρισε.
Η Ελπίδα δεν ρώτησε κάτι άλλο. Όταν τελείωσε το μάθημα, φωτογράφισε τη ζωγραφιά με το κινητό της, νιώθοντας ότι έπρεπε να ψάξει βαθύτερα για το τι συμβαίνει.
Εκείνο το απόγευμα, η Ελπίδα αποφάσισε να καλέσει τη μητέρα της Λίζας. Με την καρδιά της να χτυπά δυνατά, κάλεσε τον αριθμό της Μαριάννας.
Η Μαριάννα σήκωσε το τηλέφωνο. Ο φόβος της ήταν εμφανής ακόμα και στην ατάραχη φωνή της.
«Παρακαλώ;»
Η Ελπίδα συστήθηκε και άρχισε να μιλάει με προσοχή.
«Μαριάννα, παίρνω τη πρωτοβουλία να σου μιλήσω στον ενικό».
«Ναι, φυσικά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα».
«Σου τηλεφωνώ σχετικά με τη Λίζα. Είναι ένα εξαιρετικό παιδί, και της έχω μεγάλη αδυναμία αλλά μια ζωγραφιά της με ανησύχησε».
Η Μαριάννα πήρε μια βαθιά ανάσα.
Η Ελπίδα, της περιέγραψε όλα όσα είχε ζωγραφίσει η Λίζα, και εξέφρασε τις ανησυχίες της.
«Θα ήταν καλύτερα να τα πούμε από κοντά, μπορείς να περάσεις αύριο από το σπίτι μας μετά το σχολείο».
«Ναι, θα φέρω εγώ τη Λίζα αύριο και θα έχουμε χρόνο για να μιλήσουμε».
Την επόμενη μέρα η Ελπίδα πήγε στο σπίτι τους, και η Μαριάννα της είπε τα πάντα. Ότι η μαύρη φιγούρα στη ζωγραφιά της Λίζας είναι ο πατέρας της, ο Άρης. Τις αλκοολικές εξάρσεις του, τα χρέη από το συνεργείο, τη βία, και τους μώλωπες.
Η Ελπίδα την άκουγε προσεκτικά. Η γλυκύτητα της φωνής της είχε αντικατασταθεί από μια ψυχρή, αποφασιστική δύναμη.
«Μαριάννα, πρέπει να τον καταγγείλεις στην αστυνομία. Δεν είστε μόνες. Υπάρχουν δρόμοι διαφυγής. Η Λίζα, η ζωγραφιά της… είναι η κραυγή της για βοήθεια».
«Δεν ξέρω τι να κάνω, νιώθω εγκλωβισμένη».
«Μη νιώθεις έτσι, θα είμαι δίπλα σας».
Αφού την ευχαρίστησε για τον καφέ και τα νόστιμα μπισκότα που της προσέφερε, η Ελπίδα, έφυγε από το σπίτι τους, σοκαρισμένη από όλα όσα είχε μάθει, αλλά και ταυτόχρονα αποφασισμένη να μην μείνει με δεμένα χέρια. Να μην σωπάσει.
Το τέλος του εφιάλτη
Ήταν ένα βροχερό απόγευμα Σαββάτου. Η μικρή Λίζα καθόταν στο πάτωμα του σαλονιού βλέποντας τηλεόραση, και κρατώντας σφιχτά την αγαπημένη της κούκλα, την Αλίκη. Η Μαριάννα βρισκόταν στην κουζίνα, ετοιμάζοντας ένα δείπνο που κανείς δεν είχε όρεξη να φάει. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, με τη καταιγίδα να μην σταματάει ούτε έξω αλλά ούτε και μέσα στο σπίτι. Ο Άρης είχε γυρίσει νωρίς από το συνεργείο, έχοντας πολλά νεύρα. Δεν είχε καθόλου δουλειά ως συνήθως.
«Πάλι μακαρόνια φτιάχνεις;», είπε με θυμωμένο ύφος στην Μαριάννα.
«Είναι εύκολο και οικονομικό φαγητό», του απάντησε εκείνη.
Αυτή η απάντηση, ήταν η αφορμή που έψαχνε ο Άρης για να ξεκινήσει ένας έντονος καυγάς.
Ξαφνικά ο Άρης, γυρνάει απότομα, με την οργή να ξεχειλίζει στα μάτια του, και απευθύνεται στην κόρη του.
«Κι εσύ χαμήλωσε επιτέλους την τηλεόραση, το κεφάλι μου είναι έτοιμο να εκραγεί!».
Η Λίζα οπισθοχώρησε τρομαγμένη.
Δεν πρόλαβε να ορμήσει προς το μέρος της κόρης του, όταν η Μαριάννα κινήθηκε πριν προλάβει να σκεφτεί.
Τον έσπρωξε με τέτοια δύναμη, που ο Άρης δεν το περίμενε. Το πόδι του γλίστρησε πάνω στο ψυχρό, γυαλιστερό πλακάκι της κουζίνας. Το σώμα του έγειρε πίσω και χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του στον σκληρό πάγκο της κουζίνας. Κατέρρευσε στο πάτωμα κάνοντας έναν βαρύ, τρομακτικό θόρυβο. Μια λίμνη αίματος σχηματίστηκε γύρω του. Ήταν νεκρός. Ο θάνατος του ακαριαίος.
Για μια τρομακτική στιγμή, το σπίτι έμεινε απόλυτα σιωπηλό.
Η Μαριάννα έμεινε παγωμένη. Η Λίζα στεκόταν με τα μάτια ορθάνοιχτα, και τα μικρά της δάχτυλα να τρέμουν. Κρατούσε σφιχτά την Αλίκη και με τα δυο της χέρια.
Η μικρή έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς της, σφίγγοντας την πάρα πολύ δυνατά.
Η Μαριάννα ήταν ανακουφισμένη και τρομοκρατημένη ταυτόχρονα. Το πτώμα του Άρη βρισκόταν στην κουζίνα κι έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον μετακινήσει από εκεί.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να κάνει ήταν να καλέσει τη δασκάλα της Λίζας, την Ελπίδα.
Η Ελπίδα ανήσυχη, έφτασε γρήγορα στο σπίτι τους. Η Μαριάννα της είπε στο τηλέφωνο μόνο ότι χρειάζεται άμεσα βοήθεια χωρίς να της δώσει περισσότερες εξηγήσεις.
Σοκαρισμένη από αυτό που αντίκρισε όταν μπήκε στην κουζίνα, η Ελπίδα ζήτησε λίγο νερό.
Η Λίζα βλέποντας την αγαπημένη της δασκάλα, έτρεξε προς το μέρος της και την αγκάλιασε.
Η Μαριάννα ζήτησε από την Λίζα να πάει στο δωμάτιο της και να παίξει. Ήδη όλα όσα είχε δει ήταν αρκετά για να ταραχτεί η μικρή της καρδούλα.
«Και τώρα τι θα κάνουμε Μαριάννα;».
«Δεν θέλω να πάω φυλακή και να αφήσω την μικρή μου μόνη της».
«Μην ανησυχείς, θα σε βοηθήσω, θα είμαι δίπλα σας».
Αυτό που αποφάσισαν, ήταν να θάψουν το πτώμα του Άρη στην πίσω αυλή του σπιτιού, κάτω από μια τριανταφυλλιά. Αφού τελείωσαν με το σχέδιο τους, καθάρισαν σχολαστικά όλο το σπίτι. Την επόμενη μέρα κάλεσαν την Αστυνομία για να δηλώσουν την εξαφάνιση του.
Επίλογος
Οι έρευνες της Αστυνομίας αποδείχθηκαν άκαρπες. Οι αστυνομικοί πήγαν στο συνεργείο, βρήκαν τα βιβλία του Άρη (γεμάτα χρέη και παρατυπίες) και μίλησαν με κάποιους γνωστούς του. Όλοι επιβεβαίωσαν την ίδια ιστορία: ο Άρης ήταν αλκοολικός, είχε μπλέξει με άσχημα κυκλώματα και χρωστούσε πολλά χρήματα.
Το συμπέρασμα των αρχών ήταν σχεδόν ομόφωνο: Ο Άρης είχε πέσει θύμα των τοκογλύφων. Ίσως τον είχαν «εξαφανίσει» για να στείλουν ένα μήνυμα, ίσως τον είχαν σκοτώσει. Ήταν μια εύκολη και βολική εξήγηση. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο ως «εξαφάνιση υπό συνθήκες εγκληματικής ενέργειας».
Η Μαριάννα και η Λίζα μετακόμισαν στο σπίτι της Ελπίδας. Η Μαριάννα βρήκε δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο κάτι που την έκανε πολύ χαρούμενη. Αυτό που ήθελε ήταν να μαζέψει κάποια χρήματα για να μπορέσει να νοικιάσει ένα σπίτι για να μείνει μαζί την κόρη της. Βέβαια η Ελπίδα της είχε αναφέρει ότι μπορεί να μείνουν όλες μαζί για όσο χρειαστεί, και ότι θα είναι για πάντα δίπλα τους.
Η Λίζα και η Μαριάννα ήταν ελεύθερες. Αλλά στο βάθος της ψυχής τους, ήξεραν ότι είχαν αφήσει ένα κομμάτι από τον εαυτό τους, μέσα σε εκείνο το καταραμένο σπίτι που έμοιαζε με πύρινη κόλαση. Η αγάπη τους όμως ήταν πολύ ισχυρή και φωτεινή και μπορούσε να διαλύσει κάθε είδους σκοτάδι.
Η Λίζα δεν αποχωρίστηκε ποτέ την Αλίκη. Γιατί η Αλίκη ήταν κάτι παραπάνω από μια κούκλα. Ήταν η απόδειξη ότι τα θαύματα μπορούσαν να υπάρξουν, ακόμα και μέσα σε ένα σπίτι όπου βασίλευε ο τρόμος και το σκοτάδι. Ήταν η σιωπηλή φίλη, το σημείο εκκίνησης για το ταξίδι της Λίζας στη φαντασία, ο μόνος τρόπος διαφυγής όταν η πραγματικότητα γινόταν αφόρητη.
Τα χρόνια πέρασαν, η Λίζα παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη. Της έδωσε το όνομα Αλίκη. Νονά της έγινε η Ελπίδα, η οποία δεν έφυγε ποτέ από την ζωή τους.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολο του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του συγγραφέα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου