Περίληψη
Τέσσερις φίλοι. Ένα απομονωμένο σαλέ. Μια νύχτα που έμελλε να βαφτεί με κόκκινο χρώμα.
Η Μαίρη, ο Παύλος, η Κλαίρη και ο Θωμάς πίστευαν πως είχαν σχεδιάσει την τέλεια χριστουγεννιάτικη απόδραση. Όμως, έξω από το ζεστό καταφύγιό τους, ανάμεσα στα παγωμένα έλατα, κάποιος τους παραφυλάει. Ένας δολοφόνος ντυμένος στα κόκκινα, που αντί για δώρα κρατά ένα κοφτερό τσεκούρι.
Όταν οι ψίθυροι των γιορτών γίνονται κραυγές αγωνίας, η επιβίωση γίνεται το μόνο ζητούμενο. Πόσο μακριά μπορείς να τρέξεις όταν το χιόνι πνίγει τις φωνές σου; Μια ιστορία για τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη γιορτινή μαγεία και τον απόλυτο τρόμο.
.png) |
| Εξώφυλλο |
Το χιονισμένο σαλέ
Το χιόνι έπεφτε πυκνό, χορεύοντας στα τυφλά. Ο δρόμος προς το βουνό γινόταν ολοένα και πιο στενός, τόσο που τα δέντρα έμοιαζαν να περικυκλώνουν το αυτοκίνητο σαν ζωντανά πλάσματα που δεν ήθελαν να αφήσουν τους ταξιδιώτες να περάσουν.
Η Μαίρη είχε τα χέρια της σφιγμένα στο κάθισμα. Δεν ήταν φοβητσιάρα, αλλά κάτι στην ατμόσφαιρα εκείνου του απογεύματος κουβαλούσε μια ψύχρα πέρα από το κρύο. Ο Παύλος, που οδηγούσε, ήταν πολύ ήρεμος.
«Σε λίγο φτάνουμε» είπε, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον δρόμο.
«Το gps δείχνει άλλα πέντε χιλιόμετρα. Και μετά θα απολαύσουμε ζεστό κρασί δίπλα στο αναμμένο τζάκι.»
Στο πίσω κάθισμα, η Κλαίρη έγειρε προς το παράθυρο, προσπαθώντας να δει κάτι μέσα στο λευκό χάος.
«Το μέρος είναι όντως τόσο απόμερο;» ρώτησε.
Ο Θωμάς, δίπλα της, χαμογέλασε.
«Μην ανησυχείς αγάπη μου, έχεις εμένα δίπλα σου.»
Η πυκνή ομίχλη που τύλιγε τον δρόμο δεν ήταν απλώς τρομακτική—ήταν αφύσικη. Ένα συνεχές πέπλο που έμοιαζε να μην παραμερίζει ούτε από τους προβολείς. Η Μαίρη παρατήρησε ότι στα κλαδιά των δέντρων, παρά το κρύο και το χιόνι, υπήρχαν κάποιες κόκκινες κορδέλες δεμένες σε ορισμένα σημεία.
«Το βλέπετε αυτό;» ρώτησε.
Η Κλαίρη έγειρε μπροστά.
«Σήμανση για μονοπάτι;»
Ο Παύλος κούνησε το κεφάλι.
«Όχι σε αυτό το ύψος.»
Ο Θωμάς ανασήκωσε τους ώμους.
«Ίσως είναι διακοσμητικά; Για τις γιορτές;»
Η Μαίρη δεν απάντησε. Είχε τη σιωπηλή αίσθηση ότι κάποιες από τις κορδέλες δεν ήταν τόσο απλές όσο έμοιαζαν.
Το σαλέ ξεπρόβαλε πίσω από μια σειρά ψηλών, κατάμαυρων δέντρων. Ήταν μεγάλο — πολύ μεγαλύτερο από ό,τι περίμεναν — με ξύλινα τοιχώματα, βαριά, σχεδόν αρχοντικά. Έμοιαζε παλιό. Εκείνο το είδος παλιού που κάνει κάποιον να αναρωτηθεί πόσες ιστορίες έχουν ζήσει οι τοίχοι του, και πόσες από αυτές δεν ειπώθηκαν ποτέ.
«Ουάου…» είπε η Κλαίρη.
«Είναι πολύ εντυπωσιακό» παραδέχτηκε η Μαίρη.
Ο Παύλος χαμογέλασε ικανοποιημένος.
«Το βρήκα σε προσφορά τελευταία στιγμή. Αλλιώς θα το έπαιρνε μια άλλη παρέα. Μάλλον εμείς ήμασταν οι τυχεροί.»
Η Κλαίρη ένιωσε μια ανεξήγητη ανατριχίλα ακούγοντας τη λέξη “τυχεροί”.
Όταν έφτασαν, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και ένιωσαν το κρύο να τους χτυπά σαν χαστούκι. Τα βήματά τους βούλιαξαν στο χιόνι που έφτανε σχεδόν ως το γόνατο. Ο άνεμος σφύριζε δυνατά, και για μια στιγμή η Μαίρη νόμισε ότι άκουσε κάτι άλλο μέσα στον άνεμο. Μια βαθιά, βαριά ανάσα.
Δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να την περάσουν για υπερβολική.
Ο Παύλος προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του σαλέ. Ήταν κλειδωμένη.
«Δεν μας έστειλαν κάποιο κωδικό;» ρώτησε ο Θωμάς.
Ο Παύλος έψαξε στο κινητό του.
«Λέει ότι το κλειδί είναι κάτω από το πατάκι.»
Σήκωσε το πατάκι. Δεν υπήρχε τίποτα.
«Τέλεια.» είπε με νευριασμένο ύφος.
«Θα καλέσω αμέσως το γραφείο».
Πριν προλάβει να αντιδράσει κανείς, η πόρτα άνοιξε μόνη της, με έναν αργό, ανατριχιαστικό τριγμό.
Οι τέσσερις φίλοι έμειναν ακίνητοι.
«Ήταν… ξεκλείδωτη;» ρώτησε η Κλαίρη με τρεμάμενη φωνή.
Ο Παύλος προσπάθησε να το παίξει άνετος παίρνοντας το κλειδί κάτω απο το πατάκι της εξώπορτας.
«Προφανώς. Απλώς είχε κολλήσει από το χιόνι.»
Κανείς δεν απάντησε. Μονάχα μπήκαν μέσα, ένας-ένας, σαν να περνούσαν κάποιο αόρατο όριο από το οποίο δεν μπορούσαν πλέον να γυρίσουν πίσω.
Το εσωτερικό του σαλέ ήταν ζεστό, αλλά όχι με τρόπο καθησυχαστικό. Το ξύλο στους τοίχους έμοιαζε σκοτεινό, παλιό, με ρωγμές σαν φλέβες. Η μυρωδιά καμένου ξύλου ήταν έντονη — παράξενο, αφού δεν υπήρχε αναμμένο τζάκι.
Ο Θωμάς άφησε την βαλίτσα του και κοίταξε γύρω.
«Ωραίο μέρος, έτσι;
Η Κλαίρη όμως ήταν σκεφτική. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα σε μια γωνία του σαλονιού. Εκεί, πάνω από το τζάκι, υπήρχε μια μεγάλη, χοντροκομμένη μάσκα του Άη Βασίλη. Η έκφραση της μάσκας ήταν τρομακτική, αντί για ένα χαρούμενο, ζεστό πρόσωπο, ήταν ένα παγωμένο χαμόγελο, μόνιμα, σκληρό. Τα μάτια της μάσκας ήταν δύο μαύρες, βαθιές τρύπες.
«Ποιος στο καλό βάζει κάτι τέτοιο σε σαλέ;» μουρμούρισε.
Η Μαίρη γέλασε.
«Α, έλα. Γιορτές είναι. Κακόγουστο, αλλά… εορταστικό.»
Η Κλαίρη όμως δεν ήταν καθόλου σίγουρη για αυτό.
«Θέλετε να ανέβουμε πάνω να δούμε τα δωμάτια;» είπε ο Παύλος, προσπαθώντας να αλλάξει το κλίμα.
«Να αφήσουμε τα πράγματά μας και μετά να απολαύσουμε ένα ποτήρι κρασί δίπλα στο αναμμένο τζάκι.»
Το πρώτο τους βράδυ στο σαλέ ξεκίνησε με κρασί, τζάκι, μουσική και υποσχέσεις για μια ανέμελη χριστουγεννιάτικη απόδραση. Αλλά στο βάθος του σαλονιού, η μάσκα του Άη Βασίλη πάνω από το τζάκι έμοιαζε να τους παρακολουθεί.
Κάθε φορά που η φωτιά τρεμόπαιζε, η σκιά της άλλαζε θέση.
Και για μια στιγμή, όταν η Κλαίρη κοίταξε απευθείας στα μάτια της, ορκίστηκε πως είδε κάτι μέσα τους.
Μια λάμψη.
Μια ανάσα.
Έξω, το χιόνι δυνάμωνε.
Και μέσα στο δάσος, κάποιος περπατούσε.
Τα βήματά του άφηναν κόκκινα σημάδια στο χιόνι.
Ο απρόσκλητος επισκέπτης
Όταν βράδιασε, το σαλέ βυθίστηκε στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι βαθύ, που καταπίνει ήχους και σβήνει χρώματα. Μονάχα το αναμμένο τζάκι έριχνε ένα ζεστό, πορτοκαλί φως στους τοίχους, που όμως φαινόταν να λυγίζει και να παραμορφώνει τις σκιές με τρόπους ανήσυχους.
Η παρέα είχε καθίσει γύρω από το τραπέζι, με φαγητό, κρασί και γέλια που ακουγόταν λίγο πιο δυνατά από το φυσιολογικό — σαν να προσπαθούσαν όλοι τους να ξορκίσουν την παράξενη ενέργεια του σαλέ.
Ο Παύλος και ο Θωμάς συζητούσαν για τις δουλειές τους και την καθημερινή ρουτίνα τους. Η Μαίρη απολάμβανε το ημίγλυκο κόκκινο κρασί και η Κλαίρη είχε μια περίεργη διάθεση και ήταν σχεδόν αμίλητη.
Κάθε τόσο, γυρνούσε προς το παράθυρο.
Προς το σκοτάδι έξω.
Προς τη λευκή ομίχλη που πίεζε το τζάμι σαν κάτι ζωντανό.
Και είτε ήταν η φαντασία της, είτε… όχι, είχε την εντύπωση ότι κάτι κινούνταν εκεί έξω. Όχι άνθρωπος. Όχι ζώο.
Κάτι μεγάλο.
Κάτι αργό.
Κάτι που γνώριζε πως το παρακολουθούν.
«Κλαίρη;»
Η φωνή της Μαίρης τη ξύπνησε απότομα.
«Είσαι καλά;»
«Ναι… ναι, απλά…»
Δεν ολοκλήρωσε. Το "τίποτα" της κόλλησε στον λαιμό.
Ο Θωμάς άγγιξε το γόνατό της κάτω από το τραπέζι, καθησυχαστικά.
«Είσαι κουρασμένη αγάπη μου. Μη σκέφτεσαι ιστορίες με φαντάσματα. Είμαστε τέσσερα άτομα, σε ένα ζεστό σαλέ, πίνουμε ένα υπέροχο κρασί… τι μπορεί να πάει στραβά;».
Μια αόρατη ειρωνική φωνή μέσα στο μυαλό της, της απάντησε: Πολλά. Πάρα πολλά.
Καθώς οι ώρες περνούσαν, η παρέα άρχισε να χαλαρώνει. Το κρασί έκανε το αίμα τους να κυλά πιο γρήγορα, και το κρύο έξω έκανε το εσωτερικό του σαλέ ακόμα πιο γλυκό.
Η ζεστασιά, το φως, οι κουβέρτες… όλα θύμιζαν ξέγνοιαστες διακοπές της εφηβείας
Αν δεν υπήρχε εκείνη η μάσκα του Άη Βασίλη που κρέμονταν πάνω από το τζάκι.
Εκείνο το σταθερό, σκληρό χαμόγελο.
Εκείνα τα μαύρα μάτια που δεν είχαν βάθος, αλλά ένα κενό.
Η Κλαίρη είχε σταματήσει πια να την κοιτάζει, αλλά ένιωθε την παρουσία της σε όλο της το σώμα.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, το θερμόμετρο έξω είχε κατέβει σε επικίνδυνα επίπεδα. Ο αέρας χτυπούσε λυσσασμένα τα παράθυρα του σαλέ.
Ο Θωμάς πήγε στο παράθυρο.
«Παιδιά, ελάτε λίγο… νομίζω ότι κάποιος περπάτησε στο χιόνι.»
Όλοι πετάχτηκαν. Σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και στάθηκαν δίπλα του, κοιτώντας έξω.
Πράγματι.
Στο χιόνι, όχι πολύ μακριά από τη βεράντα, υπήρχαν ίχνη.
Ίχνη μεγάλα.
Βαθιά.
Και φρέσκα.
«Κάποιος πρέπει να πέρασε πριν λίγο» είπε ο Θωμάς, προσπαθώντας να ακουστεί ψύχραιμος.
«Ή ίσως κάποιο ζώο;» είπε ο Παύλος.
Η Μαιρη κούνησε το κεφάλι.
«Όχι. Αυτά δεν είναι ίχνη ζώου. Είναι πατημασιές ανθρώπου.»
Η Κλαίρη άγγιξε το χέρι του Θωμά.
«Μήπως είναι ο ιδιοκτήτης του σαλέ;»
«Τέτοια ώρα; Με τέτοιο καιρό;» μουρμούρισε η Μαίρη.
Αποφάσισαν να καθίσουν ξανά, προσπαθώντας να επαναφέρουν τη χαλαρή ατμόσφαιρα.
Μετά από είκοσι λεπτά, ο Παύλος σηκώθηκε να βάλει κι άλλο κρασί.
Η Μαίρη καθόταν σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια μαζεμένα, κοιτώντας το τζάκι.
Και τότε ακούστηκε.
Το πρώτο χτύπημα.
Ένα βαρύ, δυνατό ΜΠΟΥΜ στην εξώπορτα.
Το ξύλο έτριξε από την δύναμη. Τα ποτήρια στο τραπέζι αναπήδησαν.
Η Κλαίρη πετάχτηκε από τον καναπέ.
«Τι ήταν αυτό;»
Δεύτερο χτύπημα.
Πιο δυνατό.
Σαν γροθιά ή… σαν κάτι βαρύτερο.
Ο Θωμάς προσπαθούσε να δει μέσα από το παράθυρο.
«Δεν βλέπω τίποτα… χιόνι και σκοτάδι μόνο…»
Τρίτο χτύπημα.
Αυτό έκανε όλο το σαλέ να δονηθεί.
«Κάποιος είναι εκεί» είπε ο Παύλος, και για πρώτη φορά ο τόνος του δεν είχε ίχνος ηρεμίας.
Η Κλαίρη σηκώθηκε.
«Μην ανοίξεις την πόρτα.»
«Μπορεί να είναι κάποιος που έχει χαθεί. Με τέτοιο καιρό, κάποιος μπορεί να κινδυνεύει εκεί έξω.» είπε ο Παύλος.
«Ή να…» ξεκίνησε να λέει η Μαίρη, αλλά οι λέξεις πνίγηκαν στον λαιμό της.
Γιατί εκείνη τη στιγμή ήρθε το τέταρτο χτύπημα.
Δεν ήταν πια χτύπημα.
Ήταν η προσπάθεια να σπάσει η πόρτα.
Τα ξύλα λύγισαν, ακούστηκε το μεταλλικό τρίξιμο της κλειδαριάς.
Ο Παύλος στάθηκε μπροστά στην πόρτα.
Ο Θωμάς πήρε ένα σιδερένιο σκαμπό σαν πρόχειρο όπλο.
Η Κλαίρη έκλαιγε σιωπηλά.
Η Μαίρη έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Ένα τελευταίο, εκκωφαντικό ΜΠΟΥΜ ακούστηκε και τότε η πόρτα άνοιξε.
Ο αέρας εισέβαλε με ορμή στο σαλόνι.
Και μπροστά στο άνοιγμα της πόρτας στεκόταν μια φιγούρα.
Υψωμένη.
Με κόκκινη στολή.
Με μακρύ λευκό μανίκι.
Με μάσκα Άη Βασίλη.
Μια μάσκα τόσο ίδια με αυτή στο τζάκι, μόνο που αυτή είχε πάνω της… ιδρώτα.
Και ίσως… αίμα;
Κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα τσεκούρι.
Και στο βάθος της μάσκας του, τα μάτια του έμοιαζαν να χαμογελούν πίσω από την σιωπή.
Ο Παύλος άφησε μόνο μια λέξη:
«Τι… στο…»
Το τσεκούρι σηκώθηκε.
Σαν να χόρευε στο φως της φωτιάς.
Και μετά έπεσε.
Η κραυγή της Μαίρης έσκισε τον αέρα.
Η πρώτη πράξη του εφιάλτη μόλις είχε αρχίσει.
Μέσα στο χιονισμένο δάσος
Για μια στιγμή, όλα πάγωσαν.
Δεν υπήρχε χρόνος, δεν υπήρχε ήχος, δεν υπήρχε σκέψη.
Μόνο ο Παύλος στο πάτωμα, και το αίμα του να απλώνεται αργά στο ξύλινο δάπεδο σαν μια σκούρα, ζεστή λίμνη.
Η Μαίρη δεν θυμόταν πώς ακριβώς έβγαλε την κραυγή. Μόνο ότι της ξέσκισε τον λαιμό.
Ο δολοφόνος – εκείνη η ψηλή, παράξενη φιγούρα με την μάσκα του Άη Βασίλη – τράβηξε το τσεκούρι πίσω. Το έβγαλε από τον ώμο του Παύλου με έναν ήχο που δεν έπρεπε ποτέ να ακουστεί μέσα σε σπίτι.
Το αίμα πιτσίλισε το κόκκινο μανίκι του, μα εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου.
Δεν λαχάνιαζε.
Δεν μιλούσε.
Δεν έμοιαζε με άνθρωπο.
Ήταν μια σκιώδης παρουσία.
«Τρέξε!» ούρλιαξε η Κλαίρη, πιάνοντας τη Μαίρη από τον καρπό με τόση δύναμη που της πόνεσε το κόκκαλο.
Οι δυο γυναίκες όρμησαν προς την πίσω πόρτα του σαλέ. Ο Θωμάς έμεινε πίσω τους για ένα δευτερόλεπτο, σαν να είχε παγώσει – μετά έβαλε μια κραυγή και πέταξε μια ξύλινη καρέκλα προς το μέρος του Άη Βασίλη. Τον χτύπησε στο στήθος, μα ο άντρας δεν κουνήθηκε σχεδόν καθόλου.
Ο Θωμάς κατάλαβε αμέσως ότι είναι πολύ δύσκολο να τον νικήσει.
Πήδηξε μπροστά του, απλώνοντας τα χέρια.
«Φύγετε!» φώναξε στις δύο γυναίκες.
Η Κλαίρη τον κοίταξε μια τελευταία φορά πριν εξαφανιστεί από την πίσω πόρτα.
Το βλέμμα του δεν είχε φόβο.
Είχε μια απελπισμένη αποφασιστικότητα.
Το χιόνι έξω ήταν τόσο βαθύ, που τα πόδια τους βυθίζονταν μέχρι τη μέση. Η αναπνοή της Μαίρης γινόταν πυκνό σύννεφο μπροστά στο πρόσωπό της. Ο αέρας της έκοβε τα μάγουλα σαν μαχαίρι.
«Πού πάμε;» φώναξε,
«Όσο πιο μακριά γίνεται, πρέπει να βρούμε ένα μέρος να κρυφτούμε και να βοηθήσουμε με κάποιο τρόπο τον Θωμά» είπε η Κλαίρη.
Από πίσω τους, μέσα από το σαλέ, ακούστηκε ένας ήχος που έκανε το στομάχι της Κλαίρης να πονέσει.
Ένα ουρλιαχτό.
Ακατέργαστο. Σπασμένο.
Ο Θωμάς.
Σταμάτησε ακαριαία, σαν να την χτύπησαν με ηλεκτρισμό.
«Όχι. Όχι! Πρέπει… πρέπει να…» Η φωνή της έτρεμε τόσο πολύ που δεν σχημάτιζε λέξεις.
«Κλαίρη, Όχι!» είπε η Μαίρη, τραβώντας την.
«Δεν μπορείς να…»
Μα η Κλαίρη την έσπρωξε απότομα.
«Είναι ο Θωμάς! Δεν τον αφήνω! Δεν… δεν…»
Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Το χιόνι κολλούσε στα μαλλιά της σαν στάχτη.
«Τρέχα» της είπε η Μαίρη, με ένα βλέμμα γεμάτο τρόμο.
Και πριν προλάβει η Μαίρη να την αρπάξει, η Κλαίρη έτρεχε ήδη πίσω προς το σαλέ, αφήνοντας βαθιά σημάδια στο χιόνι.
Η σκιά που ξεπρόβαλλε από το σαλέ κινούνταν ήδη προς το μέρος της Κλαίρης.
Ο δολοφόνος δεν έτρεχε.
Ποτέ δεν έτρεχε.
Περπατούσε αργά, επίμονα, σαν κάποιος που ξέρει ότι το θύμα του δεν μπορεί να ξεφύγει.
Κάθε του βήμα άφηνε πίσω μια βαριά, βαθιά τρύπα στο χιόνι.
Κάθε βήμα αντηχούσε σαν καρδιοχτύπι μέσα στη νύχτα.
Η Μαίρη έμεινε μόνη και το κρύο τής χτυπούσε τα πλευρά σαν γροθιά.
Δεν υπήρχε φως πουθενά. Μόνο η εξώπορτα του σαλέ πίσω της, ανοιχτή, να φέγγει σαν πληγή. Μπροστά της, το δάσος υψωνόταν σαν μαύρος τοίχος.
Οι ήχοι του ανέμου έμοιαζαν με ψίθυρους.
Κάθε δέντρο έμοιαζε με σκοτεινή φιγούρα.
Και το χιόνι… το χιόνι έμοιαζε έτοιμοι να την καταπιεί.
Τα χέρια της έτρεμαν.
Η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα που πονούσε.
Πήρε μια ανάσα και κοίταξε γύρω.
Δεν υπήρχε δρόμος.
Δεν υπήρχε μονοπάτι.
Μόνο το σκοτεινό, χιονισμένο δάσος.
Με το χιόνι να φτάνει πια ως τα γόνατα, έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να κρατηθεί όρθια. Το σώμα της βάραινε. Η ανάσα της κοβόταν. Τα δάχτυλά της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν.
Αλλά δεν σταμάτησε.
Δεν μπορούσε.
Γιατί πίσω της υπήρχε κάτι.
Κάτι που άκουσε πριν το δει.
Έναν ήχο από το παγωμένο έδαφος:
Κρακ.
Ένα βήμα.
Βαρύ.
Η Μαίρη γύρισε με τρόμο.
Κάπου μέσα στα δέντρα, πίσω από τις σκιές, μια κόκκινη αντανάκλαση τρεμόπαιξε.
Μια κόκκινη στολή.
Και ένα τσεκούρι που αντανακλούσε το αχνό φως του φεγγαριού.
Ο δολοφόνος είχε αφήσει το σαλέ.
Και τώρα προχωρούσε προς το μέρος της Μαίρης.
Αργά.
Σίγουρα.
Σαν να ακολουθούσε μια διαδρομή που είχε προγραμματιστεί από πριν.
«Όχι… όχι…» ψέλλισε η κοπέλα, με τη φωνή της μισοσπασμένη.
Και άρχισε να τρέχει βαθύτερα στο δάσος.
Κάθε της βήμα ήταν ένας αγώνας ενάντια στο χιόνι που την τραβούσε προς τα κάτω σαν να ήθελε να την καταπιεί. Τα κλαδιά την μαστίγωναν στο πρόσωπο.
Αλλά η Μαίρη συνέχιζε να τρέχει.
Και πίσω της, ο Άη Βασίλης, ο οποίος δεν κουραζόταν.
Δεν λαχάνιαζε.
Δεν σταματούσε.
Ήξερε ότι η Μαίρη θα εξαντλούνταν.
Και απλώς την ακολουθούσε.
Σαν να απολάμβανε το κυνηγητό.
Σαν να το είχε κάνει ξανά.
Πολλές φορές.
Η Μαίρη ένιωσε τα μάτια της να καίνε. Η αναπνοή της είχε γίνει κοφτή. Το χιόνι κόλλησε στα ρούχα της, στο δέρμα της, έμπαινε μέσα στα μανίκια της.
Ένιωθε πια τα πόδια της να μουδιάζουν.
Και τότε, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, είδε φως.
Ένα μικρό, αχνό, ζεστό φως — σαν λάμπα, σαν φανάρι, σαν κάποιος να την καλούσε.
«Σε παρακαλώ…» ψιθύρισε, τρέχοντας προς αυτό.
Μόνο όταν πλησίασε κατάλαβε τι ήταν.
Μια καλύβα.
Μικρή.
Παρατημένη.
Με παράθυρα θολά από πάγο.
'Ήταν καταφύγιο;
Ή παγίδα;
Δεν είχε επιλογή.
Πήγε να αρπάξει το πόμολο. Το χέρι της γλίστρησε από τον πάγο. Προσπάθησε ξανά, με όλη της τη δύναμη — το άνοιξε.
Χώθηκε μέσα και έκλεισε την πόρτα με δύναμη.
Έπεσε κάτω στο πάτωμα, λαχανιασμένη, τρέμοντας.
Ύστερα, μέσα στο σκοτάδι της καλύβας, άκουσε κάτι.
Όχι τον άνεμο.
Όχι την ανάσα της.
Αλλά ένα δεύτερο λαχάνιασμα.
Κάποιος ήταν ήδη μέσα.
Η Μαίρη πάγωσε.
Τα δάκρυα της κόλλησαν στα μάγουλά της.
Η καρδιά της σταμάτησε για κάποια δευτερόλεπτα.
«…Μαίρη;»
Η φωνή ήταν γυναικεία και γεμάτη φόβο.
Ήταν η Κλαίρη.
Η Μαίρη την είδε στο αχνό φως του φαναριού που τρεμόσβηνε: η Κλαίρη ήταν καλυμμένη από χιόνι και αίμα Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα σαν ένα ζώο που το έχουν κυνηγήσει για πολλή ώρα.
«Κλαίρη…» ψιθύρισε η Μαίρη.
«Θεέ μου… τι σου έκανε;»
Αλλά πριν ακούσει μια απάντηση, ακούστηκε κάτι άλλο.
Ένα τρίξιμο.
Ένα βήμα.
Πάνω στο χιόνι, έξω από την καλύβα.
Κατόπιν άλλο ένα.
Πιο κοντά.
Πιο βαρύ.
Ο δολοφόνος τις είχε βρει.
Η Κλαίρη έπιασε το χέρι της Μαίρης με δύναμη που δεν θα πίστευες ότι είχε κάποιος σε κατάσταση σοκ.
«Μαίρη…» ψιθύρισε, με μάτια που γέμιζαν τρόμο.
«Δεν θα σταματήσει… Ποτέ…»
Το χερούλι της πόρτας άρχισε να περιστρέφεται αργά.
Οι δύο γυναίκες κράτησαν την ανάσα τους.
Ο εφιάλτης είχε μόλις ξεκινήσει πραγματικά.
Η επιστροφή του Άη Βασίλη
Το χερούλι της πόρτας συνέχισε να περιστρέφεται αργά, σαν να το γύριζε κάποιος που δεν βιαζόταν καθόλου. Σαν κάποιος που απολάμβανε την καθυστέρηση — τη σιωπή, τον τρόμο, την προσμονή.
Η Μαίρη και η Κλαίρη είχαν ακουμπήσει την πλάτη τους στον τοίχο της καλύβας. Η ανάσα της Μαίρης ήταν κοφτή, γρήγορη, σχεδόν ασφυκτική. Η Κλαίρη έκλαιγε σιωπηλά.
Και τότε το χερούλι σταμάτησε στη μέση της περιστροφής.
Για μια στιγμή, πάγωσε ο χρόνος.
Κι έπειτα ακούστηκε ένα δυνατό τράνταγμα. Η πόρτα χτυπήθηκε τόσο βίαια που η Μαίρη ένιωσε τον δυνατό κρότο κάτω από τα πόδια της.
«Δεν… δεν θα αντέξει!» ψιθύρισε η Κλαίρη, σπρώχνοντας ένα μικρό μπαούλο μπροστά από την πόρτα σαν πρόχειρο εμπόδιο.
Η Μαίρη την βοήθησε∙ μαζί έσυραν έναν παλιό πάγκο, ένα τραπέζι, ό,τι έβρισκαν μέσα στην καλύβα — όμως όλα ήταν παλιά και ετοιμόρροπα. Τίποτα από αυτά δεν θα σταματούσε έναν άντρα που κρατούσε τσεκούρι.
Το δεύτερο χτύπημα ήρθε πιο δυνατό.
Η Κλαίρη έβγαλε μια πνιχτή κραυγή.
«Πρέπει να φύγουμε από εδώ» ψιθύρισε η Μαίρη.
«Πριν προλάβει να μπει.»
«Από πού; Δεν υπάρχει άλλη πό—»
Κρακ!.
Ένα κομμάτι ξύλου από την πόρτα εκτοξεύτηκε στο εσωτερικό της καλύβας.
Μια μικρή τρύπα άνοιξε στο πάνω μέρος.
Η Μαίρη ένιωσε το αίμα της να παγώνει.
Το χέρι του πέρασε μέσα από την τρύπα, προσπαθώντας να ξεκλειδώσει το μάνταλο από μέσα. Ήταν μεγάλο, δυνατό, απίστευτα σταθερό — σαν χέρι ανθρώπου που είχε συνηθίσει να χτυπά, να ανοίγει, να σπάει.
Η Κλαίρη ούρλιαξε και πήρε έναν παλιό φακό από το ράφι. Με αυτόν χτύπησε επανειλημμένα στο χέρι του άντρα. αλλά δεν επηρεάστηκε καθόλου.
Μόνο όταν η Μαίρη άρπαξε ένα σκουριασμένο σφυρί και χτύπησε τον καρπό του, ο άντρας τραβήχτηκε πίσω.
Μα δεν φώναξε.
Δεν αντέδρασε όπως θα έκανε κάποιος ζωντανός.
Απλώς σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο, σαν μηχανή που χρειάζεται επανεκκίνηση.
Και μετά — άρχισε να χτυπά την πόρτα ξανά.
Πιο δυνατά.
Πιο επίμονα.
«Από εδώ!» φώναξε η Μαίρη, δείχνοντας ένα μικρό παραθυράκι στο πίσω μέρος της καλύβας.
«Δεν θα χωρέσουμε!» της απάντησε η Κλαίρη.
«Θα χωρέσουμε ή θα πεθάνουμε εδώ!».
Γονάτισαν μπροστά στο παράθυρο. Η Μαίρη το χτύπησε με τον αγκώνα της και το γυαλί έσπασε, αφήνοντας κομμάτια να πέσουν στο χιόνι έξω. .
Από την πόρτα, το ξύλο είχε σχεδόν διαλυθεί.
Τα καρφιά του μάνταλου έτριζαν, ένα-ένα.
Η Μαίρη έσπρωξε την Κλαίρη προς το παράθυρο.
«Πήδα!»
Η Κλαίρη πέρασε με κόπο, το παντελόνι της πιάστηκε, σκίστηκε, αλλά τελικά κατάφερε και βγήκε. Έπεσε με το πρόσωπο στο χιόνι και ανασηκώθηκε πανικόβλητη.
Η Μαίρη πέρασε τα πόδια της, έσυρε το σώμα της μισό μέσα, μισό έξω και τότε ακούστηκε ο εκκωφαντικός ήχος του τσεκουριού που έσπασε την πόρτα.
Περπατούσε αργά, με το τσεκούρι χαμηλά.
Οι κινήσεις του ήταν μεθοδικές, βαριές, σαν άνθρωπος που έχει κάνει αυτό πολλές φορές.
Σαν κάποιος που δεν κυνηγά… αλλά συλλέγει.
Και οι δυο έτρεξαν μέσα στο σκοτεινό δάσος, χωρίς μονοπάτι, χωρίς προσανατολισμό.
Το χιόνι τις βάραινε, οι μπότες τους βούλιαζαν. Αλλά συνέχιζαν να τρέχουν.
Από πίσω τους, η πόρτα της καλύβας έτριξε.
Ένα βαρύ βήμα ακούστηκε πάνω στο χιόνι.
Δεν έτρεχε.
Ποτέ δεν έτρεχε.
Μόνο ακολουθούσε.
Η Κλαίρη έκλαιγε ενώ προσπαθούσε να αναπνεύσει.
«Δεν… Δεν… θα ξεφύγουμε…» είπε λαχανιασμένη.
«Θα… ξεφύγουμε…»
Και τότε το είδαν.
Το σαλέ. Το παλιό, σκοτεινό, ξύλινο σαλέ εμφανίστηκε ακόμα μια φορά μπροστά τους, μέσα στην ανελέητη χιονοθύελλα.
Ήταν ακριβώς όπως πριν.
Μα τώρα… δεν ήταν πια καταφύγιο.
Ήταν τόπος σφαγής.
«Δεν… ξαναμπαίνω εκεί…» είπε η Κλαίρη.
«Πρέπει να μπούμε.»
Η Μαίρη έδειξε το αυτοκίνητο που βρισκόταν δίπλα στο σαλέ.
«Τα κλειδιά. Είναι μέσα. Είναι ο μόνος τρόπος για να φύγουμε.»
Η Κλαίρη την κοίταξε με μάτια άδεια, γεμάτα τρόμο.
«Μαίρη… αυτός… ακόμα… είναι… εκεί.»
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, ένα φως αναβόσβησε μέσα στο σαλέ.
Σαν κάποιος να είχε ανάψει το φως στην κουζίνα.
Σαν κάποιος να τις περίμενε.
Η Μαίρη έκλεισε τα μάτια για δύο δευτερόλεπτα.
Όταν τα άνοιξε, η απόφαση είχε παρθεί.
«Θα πάω μέσα. Θα πάρω τα κλειδιά. Πρέπει να τελειώνουμε με όλο αυτό.»
«Μαίρη… όχι…»
«Κλαίρη. Αν μείνουμε έξω… θα πεθάνουμε. Αν κρυφτούμε… θα πεθάνουμε. Αν τον αφήσουμε να συνεχίσει… θα πεθάνουμε.»
Για πρώτη φορά, η Κλαίρη κοίταξε τη Μαίρη σαν να μην την ήξερε.
Το εσωτερικό του σαλέ ήταν σκοτεινό. Η Μαίρη μπήκε αθόρυβα, πλησίασε το τζάκι και πήρε μια σιδερένια ράβδο.
Το αίμα του Παύλου και του Θωμά ήταν ακόμα στο πάτωμα. Η μυρωδιά ήταν σχεδόν αποπνικτική, μύριζε μέταλλο, καμένο ξύλο, και αίμα.
Το σπίτι ήταν απόλυτα ήσυχο.
Πολύ ήσυχο.
Η Μαίρη έκανε δύο βήματα προς την κουζίνα.
Το πάτωμα έτριξε.
Η καρδιά της σταμάτησε.
Ένα φως άναψε.
Ακριβώς δίπλα της.
Γύρισε απότομα.
Ο Άη Βασίλης στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου.
Ακίνητος.
Σιωπηλός.
Με το τσεκούρι στο χέρι.
Η Μαίρη σήκωσε το σιδερένιο αντικείμενο. και με μια ξαφνική, ανεξήγητη έκρηξη δύναμης, όρμησε πάνω του.
Ο άντρας σήκωσε το τσεκούρι — μα εκείνη ήταν πιο γρήγορη.
Η σιδερένια ράβδος καρφώθηκε στο στήθος του με δύναμη που η Μαίρη ούτε ήξερε ότι διαθέτει.
Ο ήχος ήταν αηδιαστικός — μεταλλικό πάνω σε οστό.
Ο άντρας έκανε δύο βήματα πίσω.
Το σώμα του τραντάχτηκε.
Και για πρώτη φορά… έβγαλε έναν ήχο. Ένα χαμηλό, βαθύ, άναρθρο γρύλισμα.
Το τσεκούρι έπεσε από το χέρι του. Ο δολοφόνος έπεσε στο πάτωμα.
Η Μαίρη περίμενε.
Τίποτα.
Ο εφιάλτης είχε τελειώσει.
Ή έτσι νόμιζε.
Έτρεξε προς τα κλειδιά, τα άρπαξε, και βγήκε από το σαλέ με τα χέρια της να τρέμουν.
Η Κλαίρη την περίμενε στο χιόνι.
«Τα πήρες; Πες μου ότι τα πήρες…»
«Ναι… πάμε… πάμε τώρα!»
Και τότε το άκουσαν.
Ένα τρίξιμο.
Από την πόρτα του σαλέ.
Πολύ αργό.
Πολύ σταθερό.
Το ίδιο τρίξιμο που κάνει κάποιος όταν σηκώνεται από το πάτωμα.
Η Μαίρη της έπιασε το χέρι.
«Τον σκότωσα…» ψιθύρισε, παγωμένη.
«Πως…;»
Η πόρτα άνοιξε αργά.
Το σώμα του άντρα φάνηκε στη σκιά του διαδρόμου.
Δεν περπατούσε κανονικά.
Σύρθηκε.
Σαν κάτι που δεν έπρεπε να είναι ζωντανό.
«Τρέχα!.» φώναξε η Μαίρη.
Και οι δύο έτρεξαν για άλλη μια φορά.
Μόνο που αυτή τη φορά, η Μαίρη ήταν έτοιμη να σκοτώσει, πραγματικά αυτή τη φορά.
Αίμα στο χιόνι
Ο άνεμος δυνάμωνε όσο οι δύο γυναίκες έτρεχαν, σπάζοντας το χιόνι κάτω από τα πόδια τους. Η Μαίρη ένιωθε το αίμα να χτυπά στους κροτάφους της, η ανάσα της κοβόταν, και οι παλάμες της έκαιγαν από το σφίξιμο των κλειδιών. Η Κλαίρη πίσω της έκλαιγε, λαχάνιαζε, παραπατούσε κάθε λίγα μέτρα.
«Κρατήσου!» φώναξε η Μαίρη, χωρίς να κοιτάξει πίσω.
«Κρατήσου!»
Το φως του σαλέ πίσω τους, όλο και πιο μακρινό, όλο και πιο θαμπό. Και στο κατώφλι, στη σιλουέτα σκιών που σχημάτιζε το χιόνι και ο καπνός, κάτι κινήθηκε. Ο Άη Βασίλης.
Όχι με τον τρόπο που κινούνται οι άνθρωποι.
Σαν να γλιστρούσε.
Σαν κάτι κάτω από το παχύ κόκκινο ύφασμα να τραβούσε το σώμα του προς τα εμπρός.
Η χιονοθύελλα είχε φτάσει στο απόγειό της. Οι νιφάδες ήταν μεγάλες και πυκνές. Κάθε αναπνοή ήταν σαν να ρουφούσαν παγωμένα θραύσματα από γυαλί.
«Μαίρη… σταμάτα… δεν μπορώ… δεν μπορώ άλλο…» είπε η Κλαίρη, πέφτοντας στα γόνατα.
Η Μαίρη τη σήκωσε από το μανίκι.
«Δεν θα σταματήσουμε! Τον είδες! Δεν σταματά!»
Η Κλαίρη έκλαιγε με λυγμούς, το πρόσωπό της είχε γίνει μπλε από το κρύο.
«Μαίρη, σταμάτα… θα λιποθυμήσω…»
«Θα λιποθυμήσεις όταν φτάσουμε στο αυτοκίνητο!»
Η Μαίρη τη σήκωσε και την τράβηξε σχεδόν σηκωτή.
Όταν επιτέλους είδαν το αυτοκίνητο, η Μαίρη ένιωσε ένα κύμα δύναμης να την πλημμυρίζει. Το μαύρο SUV τους ήταν καλυμμένο με χιόνι, με μόνο τις ρόδες και το μπροστινό μέρος να προεξέχουν.
«Φτάσαμε!» φώναξε.
Η Κλαίρη έπεσε πάνω στο καπό, εξαντλημένη, γεμάτη παγετό στο πρόσωπο και στα μαλλιά.
Η Μαίρη ξεκλείδωσε τις πόρτες με τα τρεμάμενα χέρια της. Το μικρό μπιπ του αυτοκινήτου ακούστηκε αμυδρά μέσα από την χιονοθύελλα.
«Μπες μέσα!» είπε.
Η Κλαίρη κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν μπορώ… τα πόδια μου… δεν τα νιώθω…»
Η Μαίρη την άρπαξε από τις μασχάλες και την έχωσε στο κάθισμα του συνοδηγού. Έπειτα έτρεξε γύρω από το καπό και μπήκε στη θέση του οδηγού.
Το εσωτερικό ήταν παγωμένο.
Το παρμπρίζ θαμπωμένο.
Έβαλε το κλειδί.
Το γύρισε.
Μια φορά.
Δύο.
Τρεις.
Το αυτοκίνητο έβγαλε ένα γουργούρισμα, αλλά δεν ξεκινούσε.
Κοίταξε στο πλάι.
Κάτι κινούνταν ανάμεσα στα δέντρα.
Αργά.
Η Μαίρη ξαναδοκίμασε. Το κλειδί γυρίστηκε μέχρι τέρμα.
Το αυτοκίνητο έκανε έναν δυνατό θόρυβο — και έσβησε.
Η Κλαίρη χτυπούσε το ταμπλό με τις γροθιές της.
«Θα πεθάνουμε εδώ… θα πεθάνουμε εδώ…»
Η Μαίρη γύρισε ξανά το κλειδί.
Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτα.
Μετά, με έναν βαθύ, τραχύ ήχο, η μηχανή άρχισε να ζεσταίνεται.
«Ναι!» φώναξε.
Τα φώτα άναψαν. Το αμάξι δονήθηκε. Έτοιμο.
Έβαλε πρώτη.
Και τότε κάτι χτύπησε το αυτοκίνητο πολύ δυνατά. Η Μαίρη τινάχτηκε πίσω.
«Τι ήταν αυτό;» ψιθύρισε η Κλαίρη.
Ένα δεύτερο χτύπημα ήρθε από την οροφή. Πιο δυνατό. Σαν να είχε προσγειωθεί κάτι βαρύ πάνω τους. Και μετά ένα τρίτο.
Η οροφή λύγισε ελαφρά.
Η Μαίρη σήκωσε τα μάτια της.
Μια κόκκινη σκιά ήταν από πάνω τους. Ο Άη Βασίλης είχε ανέβει στο αυτοκίνητο.
Η Μαίρη έβαλε τη μηχανή στο τέρμα.
Το αυτοκίνητο τινάχθηκε μπροστά.
Γλίστρησε πάνω στο χιόνι.
Έκανε ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στα δέντρα.
Ο άντρας πάνω στην οροφή δεν έπεφτε.
Κρατιόταν. Με μια απόκοσμη δύναμη.
Η Κλαίρη ούρλιαζε.
Το τσεκούρι χτυπούσε.
Η λαμαρίνα παραμορφωνόταν.
«Κρατήσου!» φώναξε η Μαιρη.
Και με μια ξαφνική κίνηση, έστριψε απότομα αριστερά. Το αυτοκίνητο γλίστρησε, αναπήδησε πάνω σε δύο ρόδες, και χτύπησε έναν κορμό δέντρου.
Ο άντρας εκσφενδονίστηκε από την οροφή. Πετάχτηκε σαν σακί στο χιόνι.
Η Μαίρη πάτησε τέρμα το γκάζι.
Το αυτοκίνητο τινάχτηκε και επιτάχυνε.
«Φεύγουμε…» είπε, λαχανιασμένη, με τα μάτια καρφωμένα στο λευκό μονοπάτι μπροστά τους.
Όμως ξαφνικά εμφανίστηκε και πάλι. Ο Άη Βασίλης, ο οποίος στεκόταν στη μέση του δρόμου, όρθιος, σαν να μην είχε χτυπηθεί ποτέ. Και κρατούσε κάτι στο χέρι του.
Το τσεκούρι του.
Ο δρόμος απλωνόταν μπροστά της.
Η Μαίρη έσφιξε το τιμόνι.
Το τέλος πλησίαζε.
Το τέλος του εφιάλτη
Ο δρόμος απλωνόταν σαν ένα λευκό μονοπάτι μέσα στο σκοτάδι. Οι νιφάδες χιονιού έπεφταν βαριές και παχιές, χορεύοντας μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου. Το τιμόνι έτρεμε κάτω από τα χέρια της Μαίρης, τα δάχτυλά της ιδρωμένα από το σφίξιμο. Η Κλαίρη δίπλα της μόλις και μετά βίας ανέπνεε.
Πίσω τους, μέσα στην ομίχλη, για μια τελευταία στιγμή, πρόλαβαν να δουν τη φιγούρα του Άη Βασίλη να μικραίνει, να χάνεται, να καταπίνεται από το χιόνι.
Όμως κάτι μέσα στη Μαίρη της ψιθύριζε ότι δεν είχε τελειώσει.
Ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει.
Ο δρόμος δεν ήταν καθαρισμένος. Το αυτοκίνητο γλιστρούσε συνεχώς. Οι ρόδες έβρισκαν πάγο.
«Κρατήσου…» ψιθύρισε στην Κλαίρη, προσπαθώντας να κρύψει τον φόβο της.
Αλλά η Κλαίρη δεν την άκουγε. Είχε γύρει στο πλάι, με τα μάτια μισόκλειστα. Το στήθος της ανέβαινε ασταμάτητα, βασανισμένα. Το δέρμα της είχε αποκτήσει μια αχνή, μπλε απόχρωση.
«Μη… μη με αφήσεις…» ψιθύρισε αδύναμα.
«Δεν θα σε αφήσω» είπε η Μαίρη, με μια φωνή που έμοιαζε περισσότερο με διαταγή στον εαυτό της παρά με παρηγοριά.
Έστριψε απότομα το τιμόνι. Το αυτοκίνητο πέρασε πάνω από έναν παχύ όγκο χιονιού, τραντάχτηκε και σχεδόν βγήκε εκτός δρόμου.
Το φως του φεγγαριού έπεσε για μια στιγμή πάνω στον δρόμο και τότε η Μαίρη είδε κάτι. Μαύρα ίχνη. Σαν βαθιές γραμμές στο χιόνι. Σαν να είχαν συρθεί.
Και τότε το αυτοκίνητο έσβησε.
Η Μαίρη χτύπησε το τιμόνι με τις γροθιές της.
Προσπάθησε να βάλει μπρος.
Μία φορά.
Δύο.
Τρεις.
Τίποτα.
Ο ήχος του ανέμου ξαφνικά έμοιαζε να… αλλάζει.
Να μπερδεύεται με κάτι άλλο.
Έναν βαρύ, βαθύ ήχο.
Πολύ ρυθμικό.
Περπάτημα. Μέσα στο χιόνι. Πίσω τους.
Η Μαίρη πάγωσε.
«Κλαίρη… μη κουνηθείς…»
Αργά, γύρισε το κεφάλι της προς τον καθρέφτη.
Και τότε τον είδε.
Όρθιο.
Στη μέση του δρόμου.
Σαν σκιώδης σταυρός μέσα στην ομίχλη.
Ο Άη Βασίλης στεκόταν ακίνητος. Δεν περπατούσε πια. Απλώς στεκόταν. Με το τσεκούρι στο χέρι. Και τις παρακολουθούσε.
Η Μαίρη ένιωσε το αίμα της να παγώνει.
Αλλά κάτι άλλαξε μέσα της.
Ο φόβος μεταμορφώθηκε σε οργή.
Έβαλε το αυτοκίνητο στη νεκρά. Άνοιξε την πόρτα. Ο αέρας χτύπησε το πρόσωπό της σαν πέτρινο χαστούκι.
«Μαίρη…» ψέλλισε η Κλαίρη.
Η Μαίρη γύρισε.
Έπιασε τη φίλη της από το χέρι.
«Δεν θα σε αφήσω, μην φοβάσαι. Θα τα καταφέρουμε. Σου το ορκίζομαι.»
Βγήκε έξω. Το πόδι της βούλιαξε στο χιόνι μέχρι τη γάμπα.
Η νύχτα γύρω της ήταν πηχτή, ψυχρή, άγρια.
Βγήκε και στάθηκε μπροστά από το αυτοκίνητο.
Ο δολοφόνος άρχισε να περπατά.
Αργά. Αναπόφευκτα.
«Έλα λοιπόν…» είπε με μια παγωμένη αποφασιστικότητα.
«Έλα να με σταματήσεις.»
Πήγε πίσω από το αυτοκίνητο.
Άνοιξε το πορτμπαγκάζ.
Και πήρε το κλειδί των τροχών, ένα βαρύ, μεταλλικό εργαλείο λυγισμένο από παλιές αλλαγές λάστιχων. Το ένιωθε στιβαρό στο χέρι της. Θανατηφόρο.
Ο δολοφόνος ήταν μόλις πέντε μέτρα μακριά.
Ο άντρας ύψωσε το τσεκούρι.
Η Μαίρη όρμησε επάνω του σαν θηρίο.
Το σιδερένιο εργαλείο χτύπησε το πρόσωπο της μάσκας. Ένας βαθύς, μεταλλικός ήχος αντήχησε στα δέντρα. Ο άντρας κλονίστηκε.
Έκανε δύο βήματα πίσω.
Ξαναχτύπησε.
Το μέταλλο βρήκε κρόταφο.
Το κόκκινο καπέλο πετάχτηκε στο χιόνι.
Η μάσκα σκίστηκε στο πλάι.
Από την ξεσκισμένη άκρη… δεν φάνηκε πρόσωπο.
Μόνο μια σκιά. Σαν η μάσκα να μην κάλυπτε κάτι, αλλά να δημιουργούσε κάτι.
Η Μαίρη ένιωσε τρόμο.
Μετά ο άντρας όρμησε επάνω της. Έπεσαν και οι δύο στο χιόνι. Η ανάσα της κόπηκε. Το βάρος του ήταν ασήκωτο. Τα χέρια του άρπαξαν τον λαιμό της.
Τα δάχτυλά του ήταν παγωμένα.
Δυνατά.
Σαν σίδερο.
Με το τελευταίο κομμάτι δύναμης που της είχε απομείνει, σήκωσε το εργαλείο, και το κάρφωσε στο λαιμό του.
Μια.
Δύο.
Τρεις.
Τέσσερις φορές.
Ο άντρας τραντάχτηκε.
Έβγαλε έναν βαθύ, τρομακτικό αναστεναγμό, σαν ζώο που το σφάζουν.
Το σώμα του έγειρε στο πλάι και έπεσε στο χιόνι.
Ακίνητος.
Χωρίς ανάσα.
Η Μαίρη έμεινε ξαπλωμένη, και λαχανιασμένη, πάνω στο αιματοβαμμένο χιόνι.
Τα μάτια της δάκρυζαν. Τα δάχτυλά της πονούσαν.
Αλλά ήταν ζωντανή.
Σηκώθηκε, με κόπο.
Άφησε το εργαλείο στο έδαφος.
Πλησίασε τον δρόμο.
Κάπου, μέσα στη νύχτα, άκουσε έναν ήχο.
Ένα αυτοκίνητο ερχόταν από τον κεντρικό δρόμο.
Ήταν αληθινό.
Ήταν εκεί.
Η Μαίρη άρχισε να τρέχει προς το σημείο, παρά την εξάντλησή της.
«Εδώ! Βοήθεια!» φώναξε με όση δύναμη της είχε απομείνει.
Οι προβολείς την τύφλωσαν.
Έκανε μεγάλα σινιάλα με τα χέρια, παραπατώντας, φωνάζοντας, σχεδόν πέφτοντας στο οδόστρωμα.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε.
Κάποιος βγήκε έξω.
Ένας άνθρωπος, ένας κανονικός άνθρωπος, με ζεστά ρούχα, χωρίς μάσκα, χωρίς τσεκούρι.
«Θεέ μου… κοπέλα μου… τι έγινε; Είσαι καλά;»
«Βοηθήστε μας…» ψέλλισε.
«Η φίλη μου… πίσω… χρειάζεται βοήθεια…»
Και τότε, για πρώτη φορά μέσα σε εκείνη την κατάμαυρη νύχτα άφησε τον εαυτό της να κλάψει.
Με έναν λυγμό ανθρώπινο. Λυτρωτικό.
Κι ενώ την βοηθούσαν να μπει στο αυτοκίνητο, η Μαίρη γύρισε για μια τελευταία φορά το κεφάλι της.
Εκεί, στο βάθος, το χιόνι είχε αρχίσει να καλύπτει τον νεκρό Άη Βασίλη.
Μόνο η μάσκα του φαινόταν.
Μισοσπασμένη.
Έτοιμη να χαθεί κι αυτή.
Η Μαίρη έκλεισε τα μάτια.
Ο εφιάλτης είχε τελειώσει.
Το ποιος — και τι — ήταν ο άντρας, δεν είχε σημασία πια.
Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι η ίδια και η φίλη της ήταν ζωντανές αν κι έχασαν τους συντρόφους τους.
Και δεν θα ξεχνούσε ποτέ, ούτε εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων. Ούτε τα ουρλιαχτά. Ούτε το λουτρό αίματος. Ούτε το χαμόγελο της μάσκας. Ούτε το χιόνι που σκέπασε τον τρόμο.
Ποτέ.
© Copyright George James
Ο εφιάλτης των Χριστουγέννων
George James
Επιμέλεια εξωφύλλου
George James
© Δεκέμβριος 2025, George James
www.georgejamesblog.blogspot.com
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολο του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του συγγραφέα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου